Όλα θα σβήσουν
και τούτα τα λόγια θα χαθούν
και δε θα μείνει τίποτα να λέει
πως κάποτε υπήρξαμε.
Όχι δε θα προστρέξω στα τείχη της Ιεριχούς
πικρώς για να κλαύσω.
Σε σέλας κυανό δίπλα στην Άρκτο στολή θ' αλλάξω
και στ' αγνάντιο θα βγω να σε δω
στο μπαλκόνι που κάθεσαι κι' ακούς μεσάνυχτα τ' αηδόνι
καθώς κελαηδεί πάνω στην παλιά μουριά,
με φωνή νωρίτερη του κόσμου ετούτου και φθόγγους
πιο αρχέγονους απ΄την πατημασιά του Κύκλωπα
με ανάστημα ψυχής ψηλά στα σύννεφα, πιο ψηλά απ' το
νάρκισσο τούτο πέρασμα,
κοντά στο αιέν που σ΄ είδα πρώτη φορά
κι ένοιωσα όλες τις δυνάμεις νάρχονται σε συνέργεια
την ύλη να πλάσω
και στο φως του προσώπου σου
τον αρχαίο να θεμελιώσω ναό και
τη βυζαντινή εκκλησιά να χτίσω
στην εμπασιά του Ωρίωνα
Μπαίνεις στον κόσμο και πάνω απ΄το ξέσκεπο καλύβι
ανάβουν οι πολυέλεοι τ' ουρανού
κι απλώνονται στ' ακρογιάλια τα πέπλα των μυστηρίων σου
και στο στόμα η κερήθρα των ηδονών,
την ώρα που παίζει τ' άστρο στο λαιμό σου
κι «εκείνο τ' αστέρι το λαμπρό» στο ραδιόφωνο
μαζί με όλα τα έγχορδα της αφής σου.
19/5/21