Share

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Οι σπόροι της Σμύρνης ( Το δεύτερο )

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ~ ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (1937-1938)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ~ ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (1937-1938) 

Blog:  ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ...

Τάσης Χριστογιαννόπουλος - Μπέσυ Μάλφα - Μπροστά Στον Καθρέφτη - Officia...

Τάσης Χριστογιαννόπουλος - Μπέσυ Μάλφα - Νάτος Ο Ήλιος - Official Audio ...

Μανόλης Αναγνωστάκης-- Τα ίδια πάντα πράγματα

 Τα ίδια πάντα πράγματα

Την ίδια πάλι μέρα, Ψιχαλίζει.
Απόβραδο... Ο Νοέμβρης. Ο Χειμώνας
...
Πρώτα οι θαμπές ωχρές φωτογραφίες
Τα γράμματα σειρές κιτρινισμένες
Λίγα λουλούδια πατημένα - Τόσα χρόνια!
...
Ποιήματα που κανείς δεν τα διαβάζει
Τώρα κανέναν πια δεν συγκινούν
Κλεισμένα στο συρτάρι τόσα χρόνια
Κάτι σβυσμένοι στίχοι φαγωμένοι
Όπου μιλούν για κάτι πράγματα χαμένα
Κάτι γωνίες χλωμές - Ένα φεγγάρι
Χωρίς καμία, καμία πια σημασία...

Μανόλης Αναγνωστάκης

Αν, η αλήθεια καίει στο βλέμμα (Thodoris Castrinos - Official)

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Bob Dylan - Hurricane (Live on PBS, 1975) [RARE ORIGINAL AUDIO]

L

Moody Blues - Nights in White Satin Lyrics


The lyrics are in the video, but here also: Nights in white satin, never reaching the end, Letters I've written, never meaning to send. Beauty I'd always missed with these eyes before. Just what the truth is, I can't say anymore. 'Cos I love you, yes I love you, oh how I love you. Gazing at people, some hand in hand, Just what I'm going through they can't understand. Some try to tell me, thoughts they cannot defend, Just what you want to be, you will be in the end. And I love you, yes I love you, Oh how I love you, oh how I love you. Nights in white satin, never reaching the end, Letters I've written, never meaning to send. Beauty I've always missed, with these eyes before. Just what the truth is, I can't say anymore. 'Cos I love you, yes I love you, Oh how I love you, oh how I love you. 'Cos I love you, yes I love you, Oh how I love you, oh how I love you.

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ (Σχεδίασμα β)

 “Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κάθε ίχνος επιβίωσής μου. Δεν μπορώ να βρω άλλο τρόπο αντίδρασης εκτός από ένα αξιοπρεπές τέλος, πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για να επιβιώσω και γίνω βάρος στο παιδί μου”. Πλατεία Συντάγματος. 4.4.2012.



Έφυγαν,
έχοντας φτάσει στην άκρη της απελπισιάς
δίχως ελπίδα να βρουν το δίκιο τους
και δύναμη ν’ αντέξουν την ντροπή
στην αποικία.

Πολίτες-οπλίτες αυτοί,
από καταγωγή,
δεν άντεξαν τον ευτελισμό
και την πατρίδα τους υποταγμένη
στους ανθύπατους και τους επιτρόπους.

«Δεν είναι η Ελλάδα μας αυτή»,
«Δεν είναι αυτή η πολιτεία μας»
«Εδώ κατοικούν άνθρωποι άλλης φυλής»
ακούστηκε.

Μεσάνυχτα πάνω στις ράχες των βουνών έγραψαν
τη διαθήκη τους,
μάταια περιμένοντας το σύνθημα των συντρόφων
που παρήλαυναν συντεταγμένοι στην ομίχλη.
Σπιθοβολούσε απάνω τους το στερέωμα
και στ’ άστρο που λαμπύριζε μιλούσαν:
«Νοιώσε με˙
δεν μπορώ να κοιτάξω άνθρωπο στα μάτια,
δεν αντέχω άλλο τη ντροπή».

Ώρες πολλές μονάχοι στης αξιοπρέπειας το πέρασμα απομονωμένοι
δίχως κανένας να τους γνοιάζεται
δίχως κανένας να τους κατανοεί
στο περιθώριο πεταμένοι και στις επικλήσεις της ενσυναίσθησης
αποκλεισμένοι από κάθε ζωή
αποκομμένοι από κάθε ελπίδα ελπίδα
αποξενώθηκαν, ώσπου ζήτησαν τη δύναμη και πήραν
στα χέρια τους
την τελευταία τους δυνατότητα.

Δεν ακούστηκε πυροβολισμός
μες την κυκλοφορία και τα σφυρίγματα της τροχαίας.
Βρέθηκε ακέραιος, με το κεφάλι γερμένο αριστερά,
ένα σημείωμα στο χέρι
και λίγες λέξεις κολλημένες στο στόμα
απ’ τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη ή το Δημόκριτο-
δύσκολο να το διακρίνεις.

Το λευκό τους πουκάμισο το φούσκωνε ο αέρας
καθώς έπεφταν στο κενό
και σμάρι περιστέρια κατέβαιναν μαζί τους
κλείνοντας οριστικά τον κύκλο τους στην ιστορία

που  του σκοτεινού Εγώκαιρου αιχμάλωτη

έμαθε τζάμπα και δίχως υποχρέωση να φιλοξενείται
στο  πεδίο βαρύτητας το ιερό
του Ήλιου.

13/8/23

Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

ΡΙΤΣΟΣ-

 

Δύσκολες ώρες, δύσκολες στον τόπο μας. Κι αυτός ο περήφανος,

γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, αφέθηκε να τον βοηθήσουν,

εγγράψαν υποθήκες πάνω του, πήραν δικαιώματα, αξιώνουν,

μιλάνε για λογαριασμό του, του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα,

τον ελεούν, τον ντύνουν μ' άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα,

του σφίγγουν μ' ένα καραβόσκοινο τη μέση. Εκείνος,

μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει

μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα του ύπνου)

σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, (μόνο τώρα βιός του)

γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.

ΡΙΤΣΟΣ

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- Τα είδε όλα


Τα είδε όλα
Τα αισθάνθηκε όλα·
άγνωστο ωστόσο μένει το από πού κοίταξε
κι είδε
τα μύχια της ζωής και τ’ αόρατα.
Θέλει γενναιότητα να δεις και ψυχή
το δίκιο στο γκρεμό
για να το συγκρατήσεις
Θέλει αντίκρισμα αρετής κι η αμαρτία
και εκκλησιά στο ξέφωτο ν' ανέβεις και
να προσκυνήσεις.
Αγέρωχος διάβηκε μπροστά μου κι ανηφόρισε
τη ζωή πρώτη στη θεία τάξη ιεραρχώντας
έτσι που θέση περίοπτη κέρδισε εντός μου
και δίχως να το καταλάβω
την οδό την άνω και την κάτω στο σταυροδρόμι
για πάντα διαχώρισε.
Ιούλιος-Αύγουστος2018

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Παλαμᾶ: Αὔγουστος

 

Μέσ' από μιά ροδακινιά ξανθή
Ὁ Αὔγουστος τὶς χάρες του σκορπίζει
'Σὰν τὸ χλωρὸ ροδάκινο μυρίζει,
'Σὰν τὸ χλωρὸ ροδάκινο ἀνθεῖ:
Καρποβολοῦν 'ς τὸ διάβα του οἱ κάμποι,
Τὸ κῦμ' ἀνατριχιάζ', ἡ νύχτα λάμπει.
'Σ τὴ γῆ πατεῖ τὸ πόδι, καὶ λευκὰ
Κι' ἀρχοντικὰ τὰ κρίνα θὲ ν' ἀνοίξουν·
Τὰ χέρια του 'ς τὰ κλήματα θὰ 'γγίξουν,
Καὶ 'σὰ' ματάκια μαῦρα ἡδονικά,
'Σὰ' νάεινε κεχριμπάρια, ἢ κόρης χείλια,
Γυαλίζουν μέσ' 'ς τἀμπέλια τὰ σταφύλια.
Γλυστρᾷ τὸ φύσημά του 'ς τὰ νερά,
Καὶ νὰ τὰ μαϊστράλια τὰ δροσάτα
Τὰ πρῶτα τοῦ φθινόπωρου μαντάτα
Μᾶς φέρνουν 'ς τὰ γαλάζια τῶν φτερά.
Ἀπ' τἁλωνάρη τὶς φωτιὲς ψημμένη
Ἡ γῆ τὸν λαχταρεῖ, καὶ ξανασαίνει.
Τὸν βλέπει τὸ Φεγγάρι ἀπὸ 'ψηλὰ
Καὶ τὸ χτυποῦν τοῦ Ἔρωτα οἱ σαΐτες,
Καὶ μ' ὅλα του τὰ κάλλη, τοὺς μαγνῆτες.
Στολίζεται καὶ σείεται καὶ γελᾷ,
Καὶ πέρνει ἀκόμ' ἀπ' τἄστρα, καὶ ἀπὸ 'κεῖνα,
Κάθε γλυκειὰ τρεμουλιασμένη ἀκτῖνα.
'Σ τ' Αὐγούστου τὸ φεγγάρι ἕναν καιρὸ
'Νυχτέρευαν 'ς αὐλὲς καὶ παραθύρια
Οἱ λιγερὲς μὲ πούλιες καὶ τιρτίρια
Κεντῶντας ἀκριβῶν προικιῶν σωρό.
Γι' αὐτὸ 'χουν τὰ παλῃὰ κεντίδια χάρι
'Σὰν νὰ τοῖς μένῃ κἄτι ἀπὸ φεγγάρι.
'Σ τ' Αὐγούστου τὸ φεγγάρι μὲ μαλλιὰ
Σγουρόξανθα 'ς τὴν πόρτ' ἀκουμπισμένη
Μιὰ κόρη τὸν καλό της περιμένει...
Τἄστρο κ' ἡ κόρη μιὰ φεγγοβολιὰ
Σκορπίζουνε· μιὰ γνώμη λὲς πῶς κλειοῦνε,
Καὶ μὲ τὸν ἴδιο πόνο ἀγαποῦνε.
Αὔγουστος 1883.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Α΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΟΥ, ΜΗΝΕΣ

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΝΕΡΟ

 

Γκρεμισμένη η δέση πούδινε νερό στο πάνω αυλάκι

και το μεγάλο ρέμα στα  ριζά του χωριού

απέραντος ξεριάς,  

στεγνό, χωρίς νερό μια στάλα,

και μόνο  ο ήχος του ακούγεται τη νύχτα

διαβαίνοντας χαμηλά κάτω απ’ τις πέτρες

πού  απόσπασε στο ξέσπασμά της η θεομηνία

και στοίβασε η κατεβασιά

από το βαθυδιάσελο.


Να σώσω αυτόν τον ήχο

πριν τον αποσύρουν της ιστορίας

οι δημιουργοί

και τα ίχνη σου χάσω οριστικά,

εδώ μέσα στο απολιθωμένο δάσος

των ψυχών

όπου κοιμήθηκαν  οι  Ευμενίδες

και μόνο τα δόντια ακούω να τρίζουν

των θηρίων. 

26/7/2023.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΞΕΝΟΣ



Ξένος  εγώ ειμί
Οδοιπόρος
καταγωγής άγνωστης,  προέλευσης υπερούσιας
Και  προορισμού σκοτεινού.

Έτσι εκτυλίσσομαι μπροστά στα μάτια σου
χωροχρονικώς
κινούμενος ως Κύριος στους δρόμους 
όπου  σε εξαπατώ χωρίς να θέλω
Κι όταν αναρωτιέμαι για τ’ αληθινά
Τα χρόνια  πίσω  μου μετρώ και λέω:

Καρδιά μου
Κράτα τούτη στη στιγμή
Φανέρωμα είναι του παντός  ‘’εδώ και τώρα’’
αντίκρυσμα  του  αιωνίου μες στα μάτια σου,
συνουσία  σιωπηλή,
μεταλαβιά στη γλώσσα σου των κρυμμένων
μυστηρίων.

9/9/2018
 

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΝΑ ΧΑΘΗΚΕ Ή ΚΡΥΦΤΗΚΕ?


Όλα φεύγουν,                            
μέσ' απ΄τις παλάμες σου περνούν 
σαν άμμος  που ρέει στην κλεψύδρα
και πέφτει 
(δίχως αντίσταση)
στο κενό.

Πόθου σταγόνες  διάφανες  στα στήθη  
και χάντρες  στο λαιμό
γαλάζιες
μπροστά στης Αυλίδας
το θυσιαστήριο·
ίσκιος παλιάς αγάπης 
που  μόλις σ' άγγιξε  
κι έγειρε 
στη γωνία.  

Να χάθηκε άραγε για πάντα
ή νάναι κάπου
αόρατη πίσω απ΄τα βουνά,
άφαντη πάνω στο δρόμο που επιτηρείς
προσηλωμένος, 
σαν πέτρα  στο ξάγνατο, 
ασπρίζοντας υπομονετικά;

Πού  πήγε
Ν' άλλαξε τόπο,  ν' άλλαξε χρόνο
ή να κρύφτηκε κάπου;
Να υπάρχει άραγε
ακόμα και τότε που σιωπά
ακόμα και τότε που σημάδι δε δίνει
των εγκοσμίων; 
Να υπάρχει άραγε ακόμα και τότε
που παράλογα την αναζητώ
κι αναίτια κλαίω;

Κορμί ζωντανό  
στο σπήλαιο ριγμένο των Κυκλώπων
που  δεν το βρίσκει άστρου  φως
μηδέ της Αλεξάνδρειας το απαντά φάρου αχτίδα
στης θάλασσας τα βάθη θεογονία Ησιόδεια --
ενώ στη διώρυγα απάνω πηγαινοέρχονται  τα πειρατικά
και τα δεξαμενόπλοια
και πλημμυρίζουν τα Σάββατα στην Αθήνα οι λαϊκές
με της ψυχής  το λαθραίο έρμα.


21/9/2018,  20 Ιουλίου 2023

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Ζωή Δικταίου - Σ’ ένα «μου»

 

Καθισμένος με τις ώρες στη σκιά του πρίνου,

χωρίς να μαλώνει πια τον εαυτό του,

μετρούσε και ξαναμετρούσε

τη μια τα δάχτυλα,

και τους ρόζους στο γέρικο κορμό,

κι άλλοτε, μέσα στα δαχτυλίδια του καπνού

μαζί με τα ενήλικα σημάδια,

και τα αδέσποτα λάθη,

τις έκπτωτες, τις ξέμπαρκες μέρες.

Ολόκληρη η ζωή του, μια κούπα αλισάχνη

που είχε πιει ως τον πάτο,

άπλωσε το χέρι, κάπως δισταχτικά,

έκοψε ένα χαμομηλάκι,

το έφερε στη μύτη, το μύρισε,

μετά στα χείλη,

κάπως γλύκαινε ο κόσμος του.


Από καφενείο, σε καφενείο,

«φίλε μου», του έλεγαν,

και στο δρόμο, και στην αγορά, το ίδιο,

το χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά,

«φίλε μου», ή «Κωστή μου»

κι ας μην υπήρχε κανένα γνώρισμα φιλίας,

το ένιωθε,

η υποκρισία εξωραϊσμένη σε όλο της το μεγαλείο,

χωρούσε σ’ ένα «μου»,

ορκιζόταν στη ναυτοσύνη

η φουρτουνιασμένη φύση του, δεν το άντεχε.


«Μου», μ’ ένα μορφασμό αηδίας,

«μου», δεύτερη φορά σαρκάζοντας,

«τα χάλια σας, ανάθεμά, μούντζες που θέλετε».

Θέλανε, τους λίγους παράδες

που είχε μαζέψει τόσα χρόνια στα μπάρκα,

τους είχαν βάλει πολλοί στο μάτι,

φίλοι, συγγενολόι, σκυλολόι,

πάντα θα υπάρχει

ένας παππάς που ονειρεύεται

μνημόσυνα, ευχέλαια, και παχυλές δωρεές,

«έχεις φωτοστέφανο Κωστή, φίλε μου»,

τονισμένο το «μου»,

ένας πρόεδρος που ζητά ευεργεσίες,

ένας γείτονας,

που ψάχνει συνέταιρο,

σε κάτι μεσοβέζικες βρομοδουλειές,

ένας πολιτικάντης που τάζει.


Βασάνιζε το μυαλό του,

αυτό το «μου», τόσο ψεύτικο,

στην προσποιητή οικειότητα,

ξανάρχονταν κύματα οι θύμησες,

η ψυχή, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από αυτή,

φορτωμένη αλισάχνη, και ματαιώσεις,

κι όμως να ανυψώνεται σε διαρκή αναζήτηση.

Ελεύθερος, χωρίς αδυναμίες τώρα πια,

χωρίς και την πλάνη της ευτυχίας

αναγνώριζε

σχεδόν όλες τις φαύλες πρακτικές,

σαπουνόφουσκες που περίμενε να σκάσουν.


Στον απόηχο της ζωής

πλησιάζοντας στη στερνή πράξη,

τελευταία αίσθηση

η άρνηση να συνεχιστεί η παρωδία, τού «μου».

Το κατακόκκινο θολό βλέμμα

αντιφέγγιζε παλιές και καινούργιες φλόγες,

ανάμεσά τους κάποιες εικόνες,

φράσεις λειψές, ναι, μα ολόκληρες αλήθειες,

εκεί, στα φανερά και στα κρυφά,

μέχρι να ειπωθούν τα ανείπωτα,

χωρίς «μου».


Δίχως τέλος,

συνειδήσεις ράθυμες, βολεμένες,

καιροσκόποι, κόλακες, συμφεροντολόγοι,

πιασμένοι από ένα, «μου»,

χαμογέλασε πικραμένα,

φτενή η Μοίρα,

σε μια άγονη προσκόλληση

να εξαργυρώσουν τις εύκαιρες ώρες,

αγίνωτο προζύμι τούτες οι σχέσεις,

κι αυτός, στεριανός πια,

αιώνια πιστός στην ουτοπία της τιμής

θυμόταν, που όταν έπιαναν λιμάνι

έγραφε πάνω στο νερό ονόματα

με τη δόξα της νοσταλγίας.

Τώρα, ευχόταν, να μπορούσαν να καταλάβουν

να τον άφηναν ήσυχο,

να κάθεται εκεί μονάχος, να ζητά μια θέση στον ήλιο

με μόνη συντροφιά

ένα ημερολόγιο και τη μαύρη γάτα του.


Άνοιγε ένα – ένα τα κιτρινισμένα γράμματα,

«αγαπημένε μου», διάβαζε,

άλλα πάλι έγραφαν «αγάπη μου»,

ένα «μου», παντοδύναμο,

να τον τρελαίνει.

Ήξερε πως εκείνες οι γυναίκες,

που είχαν γείρει στην αγκαλιά του,

χωρίς παρακάλια,

πολύ απλά, τον είχαν χρησιμοποιήσει,

και αφού εκπλήρωσε τις επιθυμίες τους,

όσες μπόρεσε,

το ίδιο απλά, τον είχαν ξεχάσει.

Έμεναν μόνο κάτι ξεθωριασμένα «μου»

θαρρείς και δεν υπήρχαν άλλες λέξεις,

θαρρείς και όλες οι πληγές

βρισκόταν συγκεντρωμένες, σ’ αυτό το «μου»

να τον καίνε βαθιά,

εφιάλτες στις άναρθρες νύχτες,

βλέπεις, οι αιώνιοι όρκοι δεν είναι συμβόλαια,

είναι λόγια, μόνο λόγια

που παίρνει το ρέμα σαν φύλλα.

Είτε το άκουγε, είτε το διάβαζε,

αυτό το «μου»,

ένα καμπανάκι χτυπούσε μέσα του,

«φυλάξου από τις ομοιότητες», σκεφτόταν,

φυλάξου Κωσταντή,

ένα «μου», μπορεί να σε κάψει,

να σε πνίξει, ή

να σε θάψει,

ένα «μου» Κωσταντή, μια παγίδα,

ένας ύπουλος ύφαλος.


Ζωγράφιζε μενεξέδες η δύση,

μια ματιά μακριά, προς τη μεριά της θάλασσας,

το βλέμμα ίσα που πρόλαβε,

σε αθόρυβη χαμηλή πτήση μια κουκουβάγια,

από τα κεραμίδια στις κουκουναριές.

Ολόλευκη, πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς,

η δική του είχε σφιχτεί,

θυμήθηκε τα εκπληκτικά της μάτια,

είχε κρατήσει την εικόνα της

από τότε που την είχε δει στον ανεμόμυλο,

μεσάνυχτα με φεγγάρι,

πόσος καιρός αλήθεια,

στα ψηλά δώματα της Κρήτης

παιδί ακόμη,

εκείνη η δασκάλα,

με τ’ ανθισμένα δάκρυα στα βλέφαρα,

αινιγματική, ναι αλλιώς δεν θα την θυμόταν.

«Τυτώ λοιπόν, η μυθική,

αυτή που βλέπει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων,

εκεί που οι άλλοι αδυνατούν»,

η ανάμνηση ξέθαψε τα λόγια.

Λες και είχε πετάξει

από το εξώφυλλο τού παλιού αναγνωστικού

λες και ήρθε να τον λυτρώσει,

μια αθώα ανάμνηση ήταν μόνο,

μια αφή σ’ ένα χέρι χλωμό.

«Τυτώ, γιατί η σοφία

μεταγράφει την απλή γνώση, σε βίωμα,

σε καρπό, σε πνεύμα», πρόσθεσε τη δική του εκδοχή,

μακριά από φασαρία και φώτα,

μακριά και από τα κάλπικα «μου»,

στο ανεπαίσθητο θρόισμα της Όστριας,

συλλάβιζε

αλμύρα και ανορθόγραφη ζωή,

ζωή δική του, και όχι μιας μαριονέτας,

όση του έμενε,

μοναχικός, και ασυμβίβαστος,

σ’ ένα κόσμο που όσο εύκολο είναι

να χαρακτηρίζεις κάποιον δικό σου,

προσθέτοντας μόνο ένα «μου»

τόσο, μα τόσο εύκολα

μπορείς και να τον χάσεις.

«Τό ’παμε Κωσταντή, οι εγγυήσεις δεν,

χωράνε σ’ ένα «μου»,

φύσηξε ψηλά τον καπνό.



Σχεδίασμα Β΄