Share

Σάββατο 12 Αυγούστου 2023

ΡΙΤΣΟΣ-

 

Δύσκολες ώρες, δύσκολες στον τόπο μας. Κι αυτός ο περήφανος,

γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, αφέθηκε να τον βοηθήσουν,

εγγράψαν υποθήκες πάνω του, πήραν δικαιώματα, αξιώνουν,

μιλάνε για λογαριασμό του, του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα,

τον ελεούν, τον ντύνουν μ' άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα,

του σφίγγουν μ' ένα καραβόσκοινο τη μέση. Εκείνος,

μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει

μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα του ύπνου)

σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, (μόνο τώρα βιός του)

γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.

ΡΙΤΣΟΣ

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- Τα είδε όλα


Τα είδε όλα
Τα αισθάνθηκε όλα·
άγνωστο ωστόσο μένει το από πού κοίταξε
κι είδε
τα μύχια της ζωής και τ’ αόρατα.
Θέλει γενναιότητα να δεις και ψυχή
το δίκιο στο γκρεμό
για να το συγκρατήσεις
Θέλει αντίκρισμα αρετής κι η αμαρτία
και εκκλησιά στο ξέφωτο ν' ανέβεις και
να προσκυνήσεις.
Αγέρωχος διάβηκε μπροστά μου κι ανηφόρισε
τη ζωή πρώτη στη θεία τάξη ιεραρχώντας
έτσι που θέση περίοπτη κέρδισε εντός μου
και δίχως να το καταλάβω
την οδό την άνω και την κάτω στο σταυροδρόμι
για πάντα διαχώρισε.
Ιούλιος-Αύγουστος2018

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Παλαμᾶ: Αὔγουστος

 

Μέσ' από μιά ροδακινιά ξανθή
Ὁ Αὔγουστος τὶς χάρες του σκορπίζει
'Σὰν τὸ χλωρὸ ροδάκινο μυρίζει,
'Σὰν τὸ χλωρὸ ροδάκινο ἀνθεῖ:
Καρποβολοῦν 'ς τὸ διάβα του οἱ κάμποι,
Τὸ κῦμ' ἀνατριχιάζ', ἡ νύχτα λάμπει.
'Σ τὴ γῆ πατεῖ τὸ πόδι, καὶ λευκὰ
Κι' ἀρχοντικὰ τὰ κρίνα θὲ ν' ἀνοίξουν·
Τὰ χέρια του 'ς τὰ κλήματα θὰ 'γγίξουν,
Καὶ 'σὰ' ματάκια μαῦρα ἡδονικά,
'Σὰ' νάεινε κεχριμπάρια, ἢ κόρης χείλια,
Γυαλίζουν μέσ' 'ς τἀμπέλια τὰ σταφύλια.
Γλυστρᾷ τὸ φύσημά του 'ς τὰ νερά,
Καὶ νὰ τὰ μαϊστράλια τὰ δροσάτα
Τὰ πρῶτα τοῦ φθινόπωρου μαντάτα
Μᾶς φέρνουν 'ς τὰ γαλάζια τῶν φτερά.
Ἀπ' τἁλωνάρη τὶς φωτιὲς ψημμένη
Ἡ γῆ τὸν λαχταρεῖ, καὶ ξανασαίνει.
Τὸν βλέπει τὸ Φεγγάρι ἀπὸ 'ψηλὰ
Καὶ τὸ χτυποῦν τοῦ Ἔρωτα οἱ σαΐτες,
Καὶ μ' ὅλα του τὰ κάλλη, τοὺς μαγνῆτες.
Στολίζεται καὶ σείεται καὶ γελᾷ,
Καὶ πέρνει ἀκόμ' ἀπ' τἄστρα, καὶ ἀπὸ 'κεῖνα,
Κάθε γλυκειὰ τρεμουλιασμένη ἀκτῖνα.
'Σ τ' Αὐγούστου τὸ φεγγάρι ἕναν καιρὸ
'Νυχτέρευαν 'ς αὐλὲς καὶ παραθύρια
Οἱ λιγερὲς μὲ πούλιες καὶ τιρτίρια
Κεντῶντας ἀκριβῶν προικιῶν σωρό.
Γι' αὐτὸ 'χουν τὰ παλῃὰ κεντίδια χάρι
'Σὰν νὰ τοῖς μένῃ κἄτι ἀπὸ φεγγάρι.
'Σ τ' Αὐγούστου τὸ φεγγάρι μὲ μαλλιὰ
Σγουρόξανθα 'ς τὴν πόρτ' ἀκουμπισμένη
Μιὰ κόρη τὸν καλό της περιμένει...
Τἄστρο κ' ἡ κόρη μιὰ φεγγοβολιὰ
Σκορπίζουνε· μιὰ γνώμη λὲς πῶς κλειοῦνε,
Καὶ μὲ τὸν ἴδιο πόνο ἀγαποῦνε.
Αὔγουστος 1883.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Α΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΟΥ, ΜΗΝΕΣ

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΝΕΡΟ

 

Γκρεμισμένη η δέση πούδινε νερό στο πάνω αυλάκι

και το μεγάλο ρέμα στα  ριζά του χωριού

απέραντος ξεριάς,  

στεγνό, χωρίς νερό μια στάλα,

και μόνο  ο ήχος του ακούγεται τη νύχτα

διαβαίνοντας χαμηλά κάτω απ’ τις πέτρες

πού  απόσπασε στο ξέσπασμά της η θεομηνία

και στοίβασε η κατεβασιά

από το βαθυδιάσελο.


Να σώσω αυτόν τον ήχο

πριν τον αποσύρουν της ιστορίας

οι δημιουργοί

και τα ίχνη σου χάσω οριστικά,

εδώ μέσα στο απολιθωμένο δάσος

των ψυχών

όπου κοιμήθηκαν  οι  Ευμενίδες

και μόνο τα δόντια ακούω να τρίζουν

των θηρίων. 

26/7/2023.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΞΕΝΟΣ



Ξένος  εγώ ειμί
Οδοιπόρος
καταγωγής άγνωστης,  προέλευσης υπερούσιας
Και  προορισμού σκοτεινού.

Έτσι εκτυλίσσομαι μπροστά στα μάτια σου
χωροχρονικώς
κινούμενος ως Κύριος στους δρόμους 
όπου  σε εξαπατώ χωρίς να θέλω
Κι όταν αναρωτιέμαι για τ’ αληθινά
Τα χρόνια  πίσω  μου μετρώ και λέω:

Καρδιά μου
Κράτα τούτη στη στιγμή
Φανέρωμα είναι του παντός  ‘’εδώ και τώρα’’
αντίκρυσμα  του  αιωνίου μες στα μάτια σου,
συνουσία  σιωπηλή,
μεταλαβιά στη γλώσσα σου των κρυμμένων
μυστηρίων.

9/9/2018
 

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΝΑ ΧΑΘΗΚΕ Ή ΚΡΥΦΤΗΚΕ?


Όλα φεύγουν,                            
μέσ' απ΄τις παλάμες σου περνούν 
σαν άμμος  που ρέει στην κλεψύδρα
και πέφτει 
(δίχως αντίσταση)
στο κενό.

Πόθου σταγόνες  διάφανες  στα στήθη  
και χάντρες  στο λαιμό
γαλάζιες
μπροστά στης Αυλίδας
το θυσιαστήριο·
ίσκιος παλιάς αγάπης 
που  μόλις σ' άγγιξε  
κι έγειρε 
στη γωνία.  

Να χάθηκε άραγε για πάντα
ή νάναι κάπου
αόρατη πίσω απ΄τα βουνά,
άφαντη πάνω στο δρόμο που επιτηρείς
προσηλωμένος, 
σαν πέτρα  στο ξάγνατο, 
ασπρίζοντας υπομονετικά;

Πού  πήγε
Ν' άλλαξε τόπο,  ν' άλλαξε χρόνο
ή να κρύφτηκε κάπου;
Να υπάρχει άραγε
ακόμα και τότε που σιωπά
ακόμα και τότε που σημάδι δε δίνει
των εγκοσμίων; 
Να υπάρχει άραγε ακόμα και τότε
που παράλογα την αναζητώ
κι αναίτια κλαίω;

Κορμί ζωντανό  
στο σπήλαιο ριγμένο των Κυκλώπων
που  δεν το βρίσκει άστρου  φως
μηδέ της Αλεξάνδρειας το απαντά φάρου αχτίδα
στης θάλασσας τα βάθη θεογονία Ησιόδεια --
ενώ στη διώρυγα απάνω πηγαινοέρχονται  τα πειρατικά
και τα δεξαμενόπλοια
και πλημμυρίζουν τα Σάββατα στην Αθήνα οι λαϊκές
με της ψυχής  το λαθραίο έρμα.


21/9/2018,  20 Ιουλίου 2023

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Ζωή Δικταίου - Σ’ ένα «μου»

 

Καθισμένος με τις ώρες στη σκιά του πρίνου,

χωρίς να μαλώνει πια τον εαυτό του,

μετρούσε και ξαναμετρούσε

τη μια τα δάχτυλα,

και τους ρόζους στο γέρικο κορμό,

κι άλλοτε, μέσα στα δαχτυλίδια του καπνού

μαζί με τα ενήλικα σημάδια,

και τα αδέσποτα λάθη,

τις έκπτωτες, τις ξέμπαρκες μέρες.

Ολόκληρη η ζωή του, μια κούπα αλισάχνη

που είχε πιει ως τον πάτο,

άπλωσε το χέρι, κάπως δισταχτικά,

έκοψε ένα χαμομηλάκι,

το έφερε στη μύτη, το μύρισε,

μετά στα χείλη,

κάπως γλύκαινε ο κόσμος του.


Από καφενείο, σε καφενείο,

«φίλε μου», του έλεγαν,

και στο δρόμο, και στην αγορά, το ίδιο,

το χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά,

«φίλε μου», ή «Κωστή μου»

κι ας μην υπήρχε κανένα γνώρισμα φιλίας,

το ένιωθε,

η υποκρισία εξωραϊσμένη σε όλο της το μεγαλείο,

χωρούσε σ’ ένα «μου»,

ορκιζόταν στη ναυτοσύνη

η φουρτουνιασμένη φύση του, δεν το άντεχε.


«Μου», μ’ ένα μορφασμό αηδίας,

«μου», δεύτερη φορά σαρκάζοντας,

«τα χάλια σας, ανάθεμά, μούντζες που θέλετε».

Θέλανε, τους λίγους παράδες

που είχε μαζέψει τόσα χρόνια στα μπάρκα,

τους είχαν βάλει πολλοί στο μάτι,

φίλοι, συγγενολόι, σκυλολόι,

πάντα θα υπάρχει

ένας παππάς που ονειρεύεται

μνημόσυνα, ευχέλαια, και παχυλές δωρεές,

«έχεις φωτοστέφανο Κωστή, φίλε μου»,

τονισμένο το «μου»,

ένας πρόεδρος που ζητά ευεργεσίες,

ένας γείτονας,

που ψάχνει συνέταιρο,

σε κάτι μεσοβέζικες βρομοδουλειές,

ένας πολιτικάντης που τάζει.


Βασάνιζε το μυαλό του,

αυτό το «μου», τόσο ψεύτικο,

στην προσποιητή οικειότητα,

ξανάρχονταν κύματα οι θύμησες,

η ψυχή, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από αυτή,

φορτωμένη αλισάχνη, και ματαιώσεις,

κι όμως να ανυψώνεται σε διαρκή αναζήτηση.

Ελεύθερος, χωρίς αδυναμίες τώρα πια,

χωρίς και την πλάνη της ευτυχίας

αναγνώριζε

σχεδόν όλες τις φαύλες πρακτικές,

σαπουνόφουσκες που περίμενε να σκάσουν.


Στον απόηχο της ζωής

πλησιάζοντας στη στερνή πράξη,

τελευταία αίσθηση

η άρνηση να συνεχιστεί η παρωδία, τού «μου».

Το κατακόκκινο θολό βλέμμα

αντιφέγγιζε παλιές και καινούργιες φλόγες,

ανάμεσά τους κάποιες εικόνες,

φράσεις λειψές, ναι, μα ολόκληρες αλήθειες,

εκεί, στα φανερά και στα κρυφά,

μέχρι να ειπωθούν τα ανείπωτα,

χωρίς «μου».


Δίχως τέλος,

συνειδήσεις ράθυμες, βολεμένες,

καιροσκόποι, κόλακες, συμφεροντολόγοι,

πιασμένοι από ένα, «μου»,

χαμογέλασε πικραμένα,

φτενή η Μοίρα,

σε μια άγονη προσκόλληση

να εξαργυρώσουν τις εύκαιρες ώρες,

αγίνωτο προζύμι τούτες οι σχέσεις,

κι αυτός, στεριανός πια,

αιώνια πιστός στην ουτοπία της τιμής

θυμόταν, που όταν έπιαναν λιμάνι

έγραφε πάνω στο νερό ονόματα

με τη δόξα της νοσταλγίας.

Τώρα, ευχόταν, να μπορούσαν να καταλάβουν

να τον άφηναν ήσυχο,

να κάθεται εκεί μονάχος, να ζητά μια θέση στον ήλιο

με μόνη συντροφιά

ένα ημερολόγιο και τη μαύρη γάτα του.


Άνοιγε ένα – ένα τα κιτρινισμένα γράμματα,

«αγαπημένε μου», διάβαζε,

άλλα πάλι έγραφαν «αγάπη μου»,

ένα «μου», παντοδύναμο,

να τον τρελαίνει.

Ήξερε πως εκείνες οι γυναίκες,

που είχαν γείρει στην αγκαλιά του,

χωρίς παρακάλια,

πολύ απλά, τον είχαν χρησιμοποιήσει,

και αφού εκπλήρωσε τις επιθυμίες τους,

όσες μπόρεσε,

το ίδιο απλά, τον είχαν ξεχάσει.

Έμεναν μόνο κάτι ξεθωριασμένα «μου»

θαρρείς και δεν υπήρχαν άλλες λέξεις,

θαρρείς και όλες οι πληγές

βρισκόταν συγκεντρωμένες, σ’ αυτό το «μου»

να τον καίνε βαθιά,

εφιάλτες στις άναρθρες νύχτες,

βλέπεις, οι αιώνιοι όρκοι δεν είναι συμβόλαια,

είναι λόγια, μόνο λόγια

που παίρνει το ρέμα σαν φύλλα.

Είτε το άκουγε, είτε το διάβαζε,

αυτό το «μου»,

ένα καμπανάκι χτυπούσε μέσα του,

«φυλάξου από τις ομοιότητες», σκεφτόταν,

φυλάξου Κωσταντή,

ένα «μου», μπορεί να σε κάψει,

να σε πνίξει, ή

να σε θάψει,

ένα «μου» Κωσταντή, μια παγίδα,

ένας ύπουλος ύφαλος.


Ζωγράφιζε μενεξέδες η δύση,

μια ματιά μακριά, προς τη μεριά της θάλασσας,

το βλέμμα ίσα που πρόλαβε,

σε αθόρυβη χαμηλή πτήση μια κουκουβάγια,

από τα κεραμίδια στις κουκουναριές.

Ολόλευκη, πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς,

η δική του είχε σφιχτεί,

θυμήθηκε τα εκπληκτικά της μάτια,

είχε κρατήσει την εικόνα της

από τότε που την είχε δει στον ανεμόμυλο,

μεσάνυχτα με φεγγάρι,

πόσος καιρός αλήθεια,

στα ψηλά δώματα της Κρήτης

παιδί ακόμη,

εκείνη η δασκάλα,

με τ’ ανθισμένα δάκρυα στα βλέφαρα,

αινιγματική, ναι αλλιώς δεν θα την θυμόταν.

«Τυτώ λοιπόν, η μυθική,

αυτή που βλέπει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων,

εκεί που οι άλλοι αδυνατούν»,

η ανάμνηση ξέθαψε τα λόγια.

Λες και είχε πετάξει

από το εξώφυλλο τού παλιού αναγνωστικού

λες και ήρθε να τον λυτρώσει,

μια αθώα ανάμνηση ήταν μόνο,

μια αφή σ’ ένα χέρι χλωμό.

«Τυτώ, γιατί η σοφία

μεταγράφει την απλή γνώση, σε βίωμα,

σε καρπό, σε πνεύμα», πρόσθεσε τη δική του εκδοχή,

μακριά από φασαρία και φώτα,

μακριά και από τα κάλπικα «μου»,

στο ανεπαίσθητο θρόισμα της Όστριας,

συλλάβιζε

αλμύρα και ανορθόγραφη ζωή,

ζωή δική του, και όχι μιας μαριονέτας,

όση του έμενε,

μοναχικός, και ασυμβίβαστος,

σ’ ένα κόσμο που όσο εύκολο είναι

να χαρακτηρίζεις κάποιον δικό σου,

προσθέτοντας μόνο ένα «μου»

τόσο, μα τόσο εύκολα

μπορείς και να τον χάσεις.

«Τό ’παμε Κωσταντή, οι εγγυήσεις δεν,

χωράνε σ’ ένα «μου»,

φύσηξε ψηλά τον καπνό.



Σχεδίασμα Β΄

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ- Ο Θεός Κόνανος

ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ- Ο Θεός Κόνανος 

Παρουσίαση

"Από τα αρχαία χρόνια γινόντανε αυτές οι μαγείες κ' είχε στοιχειώσει όλο ο τόπος και γέμισε δαιμόνια αρσενικά και θηλυκά και κάθε λογής τελώνια, αστρομαγικά, νυχτολάλα, γελαζούμενα, δακρυσμένα, κουφά, φαρμακόφιλα, ερωτομανικά, φιλόνεικα, βροντερά, καταχθόνια, φιλόχρυσα, πορνικά, σκοτεινά, ωργισμένα. Άλλα φανερωνόντανε την αυγή τα λεγόμενα ορθρινά, άλλα το μεσημέρι τα λεγόμενα μεσημβρινά, άλλα μεσονυχτικά, ή ποταμίσια, ή πηγαδίσια, ή στο βούρκο, ή στον καλαμιώνα, ή στα κλαδιά του δέντρου, ή στο λόγγο, ή στα χαλάσματα, ή στα μνήματα τα ειδωλολατρικά". (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Αναστατική έκδοση, όπως δηλαδή την είχε εκδώσει ο ίδιος το 1943. Συνοδεύεται από εκδοτικό σημείωμα του Σταύρου Ζουμπουλάκη, όπου θα παρουσιάζεται η εκδοτική ιστορία του βιβλίου. (Από τον εκδότη)

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΝΟΙΧΤΗ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

 Ανοιχτή η καρδιά μου σιμά σου,

σα ρόδι που άνοιξε
κι οι σπόροι του σκορπίσανε
στην αγκαλιά σου.
31-5-2015

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Oδυσσέας Ελύτης : Ρήμα το Σκοτεινόν



Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ’ ορφανό πάνω απ’ τα κύματα

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά
καιρούς
Mέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
κήπους
Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
πεθαμένους να κατατρομάξεις

Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας
Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης

Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε “ουρανός” δεν είναι· “αγάπη” δεν·
“αιώνιο” δεν. Δεν
Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ’ αιθερίου
θηράματα
Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν’ αντισταθμίζει
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

(από Tα Eλεγεία της Oξώπετρας, Ίκαρος 1991)

Πηγή Ρήμα το Σκοτεινόν (Oδυσσέας Ελύτης)  https://ikarosbooks.gr/551-ta-elegeia-tis-oxopetras.html  

Ο Εγγονόπουλος και το ρεμπέτικο. Διάλεξη από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

«Ο Εγγονόπουλος και το ρεμπέτικο»  

Τρίτη 9 Μαΐου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ


Απέναντι τα βουνά,
καθώς βυθίζονται στο τελευταίο φως˙
απέναντι κι ο εχθρός, με τις κάνες υψωμένες,
κι ο θεός απέναντι- διασκευασμένο επεισόδιο για τις οθόνες-
μαζί με το σωματίδιο του Higgs που περνάει
άφαντο το ποτάμι κι ανηφορίζει φορτωμένο σε
ιδρωμένους προσκυνητές
που εύπιστοι δείχνουν κι αποφασισμένοι να εμπιστευτούν
ακόμα κι κείνο που δεν κατανοούν.

Όλα απέναντι το ένα στ’ άλλο
κι εκεί όπου ήταν η Μυρτώ
τα πράγματα άθικτα στη θέση που τ’ άφησε,
το παράθυρο ανοιχτό κοιτάζοντας τη θάλασσα,
διάχυτη ευωδιά γιασεμιού στο κενό
που τρυπάει το δωμάτιο,
μετέωρα διαστήματα
χάσματα
καθρέπτες
γωνιές μυστηρίου σκοτεινές
κι ο ριζωμένος πόνος
που μίλησε με τα χείλη τ' άστρου που τρεμοσβήνει
κι έγινε μουσική,
το κλεισμένο χάδι στην παλάμη του χεριού που απλώθηκε
και δε σε βρήκε,
το δάκρυ που έσταξε και χάθηκε ο κόσμος.

Άνεργος γλύπτης ο χρόνος πηγαινοέρχεται
αναζητώντας το πρόσωπό της
τους καθρέπτες συντρίβοντας και
τα όρια από τους φράχτες δοκιμάζοντας-
παρουσία και απουσία.

Υποκείμενο και αντικείμενο
κι ανάμεσά τους χάος της Ησιόδειας νύχτας
όπου περιπλανιέσαι χωρίς σημείο αναφοράς
μ’ ένα σαράκι μέσα σου σαν υποψία φωτός
να τρυπάει το σκοτάδι,
ενώ παλεύεις απεγνωσμένα για ν’ αγγίξεις
ένα χέρι να πιαστείς
ένα πόμολο ν' ανοίξεις
μια αλήθεια να πατήσεις και να βγεις
στο φως της σκηνής
της Επιδαύρου.

9/5/23

Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Γ. Κωνσταντινίδης/Y. Konstadinidis - 5 Τραγούδια της Προσμονής/5 Songs o...

Το Μπλόκο της Καισαριανής ~ Χάρις Αλεξίου (1976)

Στίχοι: Νότης Περγιάλης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης ● http://contramee.wordpress.com/2012/0... Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Που γίνηκε μια Κυριακή πρωί με τη δροσούλα. Γιώργη με τη γλυκιά φωνή, με τις φαρδιές τις πλάτες, πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και τραγούδησες και τάραξες τη γειτονιά ως πέρα στο Παγκράτι. Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Λευτέρη, με τα γαλανά τα μάτια και την ομορφιά, τους τοίχους που μπογιάτιζες πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και ζωγράφισες, και το κοιτάν στη γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι? Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ, Δημήτρη καροτσέρη, π' άφησες έρμο τ' άλογο, να τριγυρνά στους δρόμους και το κοιτάν στην γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι.