Λυπημένα δειλινά
Στῆς γειτονιᾶς τῆς φτωχικῆς
γυρίζει ὁ νοῦς μου τὰ στενά,
τὰ λυπημένα δειλινὰ
στοχάζομαι τῆς Κυριακῆς.
Μέσα στὴν κόκκινη ἀντηλιὰ
τὸ μαραμένο θηλυκὸ
δίχως ἐλπίδα καὶ μιλιὰ
ποτίζει τὸ βασιλικό.
Κανεὶς διαβάτης δὲν περνᾷ,
κανένα αὐτὴ δὲν καρτερεῖ
ποὺ στὸ μπαλκόνι ὀρθὴ φορεῖ
τὸ γιορτινό της τὸ γκρενᾶ.
Σὰ μοῖρα κάθεται μία γριά.
Στὸ φῶς μιᾶς πόρτας ρημαδιοῦ
μακραίνει ὁ ἴσκιος τοῦ παιδιοῦ…
Καμπάνα ἀκούγεται μακριά…
Στὸ σύννεφο τὸ βυσσινὶ
θὰ πέσει ὁ ἥλιος νὰ κρυφτεῖ.
Ψαλμὸς ἀκούγεται ἡ φωνὴ
τοῦ τελευταίου πραματευτῆ.
Ὅλα σταμάτησαν ἐκεῖ.
Ἀργεῖ πολὺ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βραδιά…
Πῶς ἔχω τὴν ψυχὴ βαριά,
Τὸ δειλινὸ τὴν Κυριακή!
(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)