Share

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

ΛΟΡΚΑΣ- ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: John Williams & Maria Farantouri: Του πικραμένου

ΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ
Εικοσιτρείς του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν, πάνε και λένε:
«Αν το μπορείς δυστυχισμένε,
στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε.
Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλε από κάτω τ’ όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες.
Πάρε κεριά, πάρε λαμπάδες
μάθε τα χέρια να σταυρώνεις
κι απάνω από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στο σάβανο».
Στους ουρανούς ταχιά προβαίνει
ο ταξιάρχης και πηγαίνει
πού ‘χει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δεν μιλεί.
Εικοσιτρείς του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
κι εικοσιτρείς τ’ Αυγούστου
γέρνει και τα πικροσφαλεί.
John Williams & Maria Farantouri: Του πικραμένου

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Χάρης 1944 - Αννόβερο 1972 - Φαραντούρη - Πανδής - Σαγιόνμαα

Από τον κύκλο τραγουδιών «Αρκαδία VIII» Ποίηση:Μανώλης Αναγνωστάκης Σύνθεση:Μίκης Θεοδωράκης Από συναυλία στο Αννόβερο 1972 Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας. Tραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα. Aυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές, χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας. Mερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι. Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη. Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι. Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ' αφτί: "Πέθανε ο Xάρης", "σκοτώθηκε" ή κάτι τέτοιο, λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. Kανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα 'χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα. Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας. Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει. Δεν είμαστε όλοι μαζί, δυο τρεις ξενιτεύτηκαν. Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ' ένα φέρσιμο αόριστο. Κι ο Xάρης σκοτώθηκε. Φύγανε κι άλλοι. Μας ήρθαν καινούριοι. Γεμίσαν οι δρόμοι. Tο πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες. Mαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυματίζουν τραγούδια. Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπάνε ανελέητα τα τείχη, ξεχώρισες μια, είν' η δική του, π' ανάβει μικρές πυρκαγιές, χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας. Eίν' η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος π' αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος και σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Aλήθεια και στο αίθριο το φως.

Theodorakis Neruda America Insurecta 1974


Canto General - América insurrecta (1800)

Nuestra tierra, ancha tierra, soledades,
se poblò de rumores, brazos, bocas.
Una callada sìlaba iba ardiento,
congregando la rosa clandestina,
hasta que las praderas trepidaron
cubiertas de metales y galopes.
 
Fue dura la verdad como un arado.
 
Rompiò la tierra, estableciò el deseo,
hundiò sus propagandas germinales
y naciò en la secreta primavera.
Fue callada su flor, fue rechazada
su reuniòn de luz, fue combatida
la levadura colectiva, el beso
de las banderas escondidas,
pero surgiò rompiendo las paredes,
apartando las càrceles del suelo.
 
El pueblo oscuro fue su copa,
recibiò la substancia rechazada,
la propagò en los lìmites marìtimos,
la machacò en morteros indomables.
Y saliò con las pàginas golpeadas
y con la primavera en el camino.
Hora de ayer, hora de mediodìa,
hora de hoy otra vez, hora esperada
entre el minuto muerto y el que nace,
en la erizada edad de la mentira.
 
Patria, naciste de los leñadores,
de hijos sin bautizar, de carpinteros,
de los que dieron como un ave extraña
una gota de sangre voladora,
y hoy naceràs de nuevo duramente,
desde donde el traidor y el carcelero
te creen para siempre sumergida.
 
Hoy naceràs del pueblo como entonces.
Hoy saldaràs del carbòn y del rocìo,35
Hoy llegaràs a sacudir las puertas
con manos maltratadas, con pedazos
de alma sobreviviente, con racimos
de miradas que no extinguiò la muerte,
con herramientas hurañas
armadas bajo los harapos.
https://lyricstranslate.com

Μανώλης Μητσιάς - Το κελί - Official Audio Release

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Ο κόσμος είναι ένα κελί κι εμείς φυλακισμένοι Δίχως αιτία αμαρτωλοί και καταδικασμένοι Κι όταν ανοίγει η φυλακή την ώρα που βραδιάζει Σ’ ένα σοκάκι παρακεί ο Χάρος μας αρπάζει Ο κόσμος είναι ένα κελί γι’ αυτό χαρά στα νιάτα κράτα απ’ το χέρι το φιλί και σαν Θεός περπάτα



Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Ηέλτιος-Καλή Παναγιά

 

...ήταν εκεί. στη μέση του τίποτα.
κι ύψωνε ανάστημα
με ίσκιους αγίων, λέξεις θροίζουσες, αόρατες λεύκες
και λυγερόκορμες θωριές να την περιστοιχίζουν
στη σύναξη της Παναγιάς.

14/8/2022

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Μίκης Θεοδωράκης - ΕΠΟΥΡΑΝΙΟΙ ΠΟΤΑΜΟΙ - Μαρία Σουλτάτου


Επουράνιοι ποταμοί, υπόγειοι χείμαρροι κατεβαίνουν παφλάζοντας, οδός Ονείρων, Ομόνοια, Σίλβα, Σίλβα, τα νερά τους ξανθά, δυο στρώματα ξανθά, δυο στρώματα πράσινα, στη μέση εγώ, κόκκινη ακρίδα, φτερά φυσαρμόνικες, ήχοι από νερό, σαύρες, φεγγάρια, βουτούν, βυθίζονται, πνίγονται, κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα, Σίλβα, Σίλβα.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

The Sea

Markopoulos The Ferryman

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΣΕ ΨΑΧΝΩ

 

Μέσα  στο χορό σε ψάχνω

το κλαρίνο σαν χτυπά

και στους φίλους που επιμένουν

για να σπάσουν τα δεσμά.


Μες στην εκκλησιά σε ψάχνω

στ’ άστρο το εωθινό

κι εκεί πίσω απ’ τα βιβλία

που σε κρύψαν πριν σε δω.


Μες στους ουρανούς  σε ψάχνω   

και στην αστρολαγκαδιά,

σαν καβάλα στ’ άλογό σου

παίρνεις την ανηφοριά.


Γύρω απ’ το μακρύ τραπέζι

εκεί στο πλάτανο μπροστά

μου μιλάει η ανάμνησή σου

σαν βρεθώ καμιά φορά.


Μου μιλάει η ψυχή σου

και το ημιτελές γραπτό

που ακέρια την αλήθεια

μου μηνάει όπου σταθώ.

 2015.

Γιάννης Μαρκόπουλος - Ο Αχιλλέας Στο Πήλιο - Official Audio Release

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Ο Καιόμενος – Τάκης Σινόπουλος

 

“- Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.”

ΠΗΓΗ