Ὁ χρόνος ὁ παρὼν καὶ ὁ περασμένος
ὑπάρχουν ἴσως μέσα στὸν μελλοντικὸ
κι ὁ μελλοντικὸς στὸ παρελθόν.
Ἂν ἕνας εἶναι ὁ χρόνος καὶ παντοῦ παρών,
δὲν μπορεῖς νὰ διαπραγματευτεῖς μ’ αὐτόν.
Δὲν μετρᾶ τὸ τί θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ,
θὰ μείνει πάντα ἕνα ἀνυπόστατο «ἄν»,
σὲ κόσμο ὑποθετικό.
Ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ κι ὅ,τι συνέβη,
καταλήγουν σ’ ἕνα σημεῖο, πού ’ναι αἰώνια παρόν.
Βήματα στὴ μνήμη ἀντηχοῦν
στὸ πέρασμα ποὺ δὲν θέλησαν νὰ μποῦν,
μὲ τὴ θύρα ποὺ δὲν ἀνοίξαμε ποτὲς
τοῦ κήπου μὲ τὶς τριανταφυλλιές. Ἔτσι τὰ λόγια μου
στὴ σκέψη σου ἠχοῦν.
Παρενοχλοῦν τὴ σκόνη στὴν κούπα
μὲ τὰ πέταλα τοῦ ρόδου – ἄγνωστο γιατί.
Κι ἄλλοι ἦχοι τὸν κῆπο κατοικοῦν·
θὰ πᾶμε ἐκεῖ ποὺ ὁδηγοῦν;
Βιαστεῖτε, εἶπε τὸ πουλί, βρεῖτε τους, βρεῖτε τους,
δὲν εἶναι μακριά. Μὲς ἀπὸ τὴν πρώτη θύρα
στὸν κόσμο μπαίνεις ποὺ ἔχεις πρωτοδεῖ,
ν’ ἀκολουθήσουμε τῆς τσίχλας
τὴν πλανερὴ φωνή; Νά μας τώρα ἐκεῖ.
Μπροστά μας στέκουν,
ἀόρατοι κι ἀδιαμφισβήτητοι,
κυματίζουν ἀργὰ κι ἐλεύθερα,
πάνω ἀπὸ φύλλα ξερά,
στὴ ζέστη τὴ φθινοπωρινή·
καὶ τὸ πουλὶ ἀπαντᾶ ξανὰ
σὲ μιὰ ἀνάκουστη μουσική,
ποὺ στοὺς θάμνους ἔχει κρυφτεῖ.
Ἡ ἀόρατη ἀκτίδα περνᾶ σὲ μιὰ στιγμὴ
καὶ τὰ ρόδα παίρνουν τὸ ὕφος
λουλουδιῶν ποὺ ἔχουν κοιταχτεῖ.
Νά τους ἐκεῖ, σὰν ξένοι καλωσορισμένοι,
γεμάτοι χαρὰ κι αὐτοί, ποὺ εἴμαστε μαζί.
Προχώρησαν ἐκεῖνοι, ἀπὸ κοντὰ κι ἐμεῖς,
μὲ σχέδιο καὶ τάξη, στ’ ἄδειο δρομάκι,
γύρω στὸν κύκλο μὲ τὶς πρασιὲς καὶ τὸ σιντριβάνι,
νὰ δοῦμε μέσα στὴν κοίτη τὴ στεγνή.
Οὔτε σταγόνα νερὸ δὲν εἶναι ’κεῖ,
μόνο τσιμέντο κι ἡ κάθε κόχη του λερή·
μὰ νά, γεμίζει μὲ τοῦ ἥλιου τὸ νερένιο φῶς
κι ἀργά-ἀργὰ ἀναδύεται ὁ λωτός·
ἡ ἐπιφάνεια λάμπει τοῦ νεροῦ
σὰν τὴν ἄλλη καρδιά, ἐκείνη τοῦ φωτός.
Κι ἐκείνων οἱ μορφὲς ἀντανακλοῦν
πίσω μας μὲς στὸ νερό.
Τότε ἕνα σύννεφο περνᾶ
καὶ τὸ σιντριβάνι πάλι γίνεται στεγνό.
Φύγετε, φύγετε, εἶπε τὸ πουλί·
τὰ φύλλα γέμισαν παιδιά,
ποὺ τρέχουν ξαναμμένα νὰ κρυφτοῦν,
μόλις ποὺ τὰ καταφέρνουν
τὰ γέλια τους νὰ συγκρατοῦν.
Φύγετε, φύγετε τώρα, εἶπε τὸ πουλί:
δὲν ἀντέχει πολλὰ τῶν ἀνθρώπων ἡ φυλή.
Ὁ περασμένος χρόνος κι ὁ μελλοντικός,
ὅ,τι συνέβη κι ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ,
συγκλίνουν σ’ ἕνα σκοπό, ποὺ εἶναι πάντα παρών.