Βαθύ σκοτάδι κράταγε κι η άμαξα με τον γέρο Πρίαμο
τα τείχη περνά της Τροίας και προς τη σκηνή οδεύει του Αχιλλέα,
που το νεκρό 'Εκτορα στο άρμα του σφιχτά σαν έδεσε
τον περιέφερε ταπεινωτικά στην πόλη για τρεις μέρες
έτσι που τους θεούς εξόργισε, κι' ακόμα δεμένον έχει.
Χαμένος ο σεβασμός για τους νεκρούς σε Αχαιούς και Τρώες
που ο πόλεμος τους τύφλωσε και δε μπορούν να δούνε
ότι ένας ο ήλιος κάθε αυγή στο Άργος και την Τροία
κι ένας ο θείος Όλυμπος ο νεφοσκεπασμένος
κι ο θάνατος ένας που φυλάει στης μοίρας τα πιθάρια
ν' απλώσει τη χλωμάδα του πάνω στους ανδρειωμένους.
Έτρεχαν τ' άλογα ιδρωμένα στον καρόδρομο κι ο άξονας έτριζε
ενώ ο γέρος σιωπηλός μέσα στο μισοσκόταδο
σ' έγνοια βρισκόταν κι απορία
για το πώς οι άνθρωποι μες τη ζωή τ' αντίθετα θα γεφυρώσουν
και του νου θ' αποφύγουν τα αζήλευτα έργα.
Ξεπέζεψε ο μέγας Πρίαμος κι έσπευσε στη σκηνή του Αχιλλέα
όπου στα πόδια του πέφτοντας και τα χέρια φιλώντας τ' ανδροφόνα
τον ικέτευε και με δώρα κοίταγε την οργή του να μαλακώσει
μέχρι που τον συγκίνησε και δάκρυα τον πήραν, σαν τ' έρμου πατέρα του
θυμήθηκε τα γεράματα και τον Πάτροκλο τον γκαρδιακό του φίλο
που γενναίος στη μάχη έπεσε απ΄ του Έκτορα το δόρυ.
Το καλοσκέφτηκε του Πηλέα ο γιός και διάταξε τον Έκτορα να λύσουν
κι αυτός πήρε ευθύς τους φίλους του και στη λαμπρή άμαξα πήγαν
το βιός να ξεφορτώσουνε το αμέτρητο,
αφήνοντας εκεί χλαμύδες δυο κι ένα καλό χιτώνα για το νεκρό,
που οι δούλες σαν τον έλουσαν, τον μύρωσαν και τον ετοίμασαν,
αυτός ο ίδιος τον εσήκωσε και τον απίθωσε στο νεκρικό κρεβάτι.
Ροδίζει στο πέλαγο η αυγή και ο εωθινός ψαλμός ξεσπάει στ’ αρμυρίκια,
ενώ στον κάμπο που απλώνεται μακριά μέχρι τα τείχη πέρα,
χέρια σπαρμένα κι άταφοι νεκροί κι η άμαξα η βασιλική που επιστρέφει
με τον ικέτη Πρίαμο γερμένο
πάνω στου Έκτορα τ' άψυχο σαβανωμένο σώμα.
21-28/1/2021