Share

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Γιώργος Καλογήρου ("Roadtrip" - ΡΙΚ 1 - 9/2/2019)

Γιώργος Καλογήρου - Η νεράιδα και το δέντρο





Μουσική: Γιώργος Καλογήρου

Στίχοι: Μάνος Ορφανουδάκης
Ερμηνεία: Γιώργος Καλογήρου

Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
στη νεράιδα με το ξωτικό

Μπρος στην Ακρόπολη, στον ίσκιο μίας μάντρας
κάποτε θάφτηκε μονάχος ένας άντρας
για μια νεράιδα που είχε αγαπήσει
όμως δεν μπόρεσε στον κόσμο να κρατήσει.

Λένε πως έσκυψε τα χείλη της να νιώσει
τον ουρανό, για μια στιγμή, να τον κλειδώσει.
Τα είπαν όλα και την έκλεψε το κρύο
μ’ ένα φιλί, το «σ’ αγαπώ» και το «αντίο».

Ό,τι αγάπησε του έσβησε στα χέρια
κι ο νους του ψήλωσε δυο πήχες προς τ’ αστέρια.
Έβγαλε φύλλα και κλαδιά, έγινε δέντρο
πήγε και ρίζωσε βαθιά, στης γης το κέντρο.

Τις νύχτες βγάζει τα τσιμέντα απ’ τ’ αφτιά του
και το φεγγάρι κατεβάζει στα κλαριά του
για τη νεράιδα να μάθει το ρωτάει
αν τη συνάντησε στα μέρη που γυρνάει.

Μα το φεγγάρι απαντάει λυπημένο
μ’ ένα τραγούδι από εκείνη χαρισμένο.
Στα λόγια λέει: «Να μην κλαις για μένα φως μου
σε περιμένω στη συντέλεια του κόσμου».

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Wolfgang Amadeus Mozart - Exsultate, jubilate KV 165 (KV 158a)

Μ Πέμπτη πρωί 1975 Δόξα εσπερίων και Αποστολικό Ανάγνωσμα ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΤΖΕΛΑΣ




Γέννημα ἐχιδνῶν, ἀληθῶς ὁ Ἰούδας, φαγόντων τὸ Μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ γογγυζόντων κατὰ τοῦ τροφέως· ἔτι γὰρ τῆς βρώσεως οὔσης ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, κατελάλουν τοῦ Θεοῦ οἱ ἀχάριστοι, καὶ οὗτος ὁ δυσσεβής, τὸν οὐράνιον Ἄρτον, ἐν τῷ στόματι βαστάζων, κατὰ τοῦ Σωτῆρος τὴν προδοσίαν εἰργάσατο. Ὢ γνώμης ἀκορέστου, καὶ τόλμης ἀπανθρώπου! τὸν τρέφοντα ἐπώλει, καὶ ὃν ἐφίλει Δεσπότην, παρεδίδου εἰς θάνατον, ὄντως ἐκείνων υἱὸς ὁ παράνομος, καὶ σὺν αὐτοῖς τὴν ἀπώλειαν ἐκληρώσατο. Ἀλλὰ φεῖσαι Κύριε, τοιαύτης ἀπανθρωπίας τὰς ψυχὰς ἡμῶν, ὁ μόνος ἐν μακροθυμίᾳ ἀνείκαστος.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Μεγάλη Πέμπτη»

«Μεγάλη Πέμπτη»
Τὸν ἔβλεπα συχνὰ στὸ Βαρδάρι, παρέα μὲ κάτι γέρους κολομπαράδες. Περίπου τριαντάρης, σιωπηλός, μονίμως ἄνεργος, ὄχι πολὺ ἀρρενωπός, πάντα φτωχοντυμένος καὶ ἀξύριστος. Τοῦ πρότεινα παρέα κι ἦρθε. Ἀνηφορίσαμε σιωπηλοὶ γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ ντενεκὲ μαχαλᾶ. Σταθήκαμε στὰ σκοτεινά. Διστάσαμε.
Ἔσβησε τὸ τσιγάρο του. «Γιά στάσου», εἶπε, σὰ νὰ θυμήθηκε κάτι. «Μεγάλη Πέμπτη δὲν εἶναι σήμερα;» «Ναί», εἶπα, «καὶ τί μ’ αὐτό;» «Τί θὰ πεῖ ʺκαὶ τί μ’ αὐτόʺ; Ἡ ἐκκλησία νὰ ψέλνει τὰ δώδεκα εὐαγγέλια, καὶ μεῖς νὰ γαμιόμαστε;» «Καὶ τί θὲς νὰ κάνουμε; νὰ περιμένουμε τὸ Πάσχα;» «Βρέ, θὰ μᾶς κάψει ὁ Θεός, καταλαβαίνεις;» «Ἔ, τότε τί ἤθελες καὶ μὲ κουβάλησες ἐδῶ;» Μαλάκωσε. «Δίκιο ἔχεις. Ἀπὸ βραδὺς τό ‘χα στὸ νοῦ μου ἀλλὰ μετὰ τὸ ξέχασα. Πᾶμε τώρα. Ἄλλη φορά».
Ἔφυγα τσατισμένος. Πιὸ πολὺ μὲ τὸν ἑαυτό μου. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἕνας ἀλήτης νὰ μοῦ δώσει τέτοιο μάθημα, ἐμένα πού ‘ξερα τὰ δώδεκα εὐαγγέλια ἀπέξω!