"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019
Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019
Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019
Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019
Αφήγηση ~ Μίλτος Πασχαλίδης
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Πρώτη εκτέλεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
σαν κι αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα
Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν
γυναίκες που γερνούνε δύσκολα
αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών
Πγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία
Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε
για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς
άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή
Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος
μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο
ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή
Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
που να μην το συνηθίσατε
προσκυνώ
Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019
Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019
Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019
Ηέλτιος- ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ-1
1
...Λέξεις
θα μου πεις.
Αλλά
όσο αυτές οι λέξεις αντέχουν ακόμα,
διατηρώ
κρυφά την ελπίδα πώς θα με καταλάβεις,
κι
ίσως με σώσεις κάποτε.
Γιατί
ο πόλεμος δεν τέλειωσε
κι
η λέξη ανοιχτή μένει στη φθορά, τη
διαφθορά,
και στον αναστάσιμο Λόγο.
Σπαραγμένο
φεγγάρι
απόψε
περιπολεί
απόψε
περιπολεί
συντροφιά
με τη σκιά μας
και
τους σπασμένους βραχίονες
των
αγαλμάτων.
25-11-2019
Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ
Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο
πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ' αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο
πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ' αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες
HOMOUNIVERSALISGR.BLOGSPOT.COM
Φίλε ή αντίπαλε μην τ' αναγγείλεις πουθενά. Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος. Ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχ...
Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019
Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019
Άγγελος Σικελιανός - Ιερά Οδός
Ἱερὰ Ὁδός
(1935)
Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίραἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα βουλιάζει.
Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα. Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.
Φανερωμένος
Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμοςμεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν, μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους. κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη, θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια, σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο. Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι. Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν, καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες. Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.
Ἡ μία,
Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη, μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας, αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη, μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη, γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία. Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι, σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια! ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα ῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο, νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται ζωηρά.
K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βίαἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο, ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες· ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο. τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της, δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι, μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου, μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.
Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.
Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα, καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.
Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες, καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα. K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε: «Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου, κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω, θὰ γιορτάσουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου, καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια, σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια, ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου, ἕνα μούρμουρο, κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:
«Θὰ ῾ρτει.»
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968) |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)