Ἱερὰ Ὁδός
(1935)
Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα βουλιάζει.
Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι, σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα. Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.
Φανερωμένος μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν, μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.
Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη, θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια, σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.
Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι. Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν, καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.
Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.
Ἡ μία, (ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη, μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας, αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη, μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη, γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία. Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι, σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!
Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα ῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο, νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται ζωηρά.
K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο, ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες· ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.
Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της, δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι, μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου, μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.
Τί ἐτούτη ἀκόμα ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.
Καὶ σκυμμένο τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα, καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.
Μὰ ὡς, τέλος, ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες, καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα. K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε: «Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου, κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω, θὰ γιορτάσουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα, καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου, καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια, σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια, ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου, ἕνα μούρμουρο, κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:
«Θὰ ῾ρτει.»
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968) |