στεφανωμένη με αγκάθια. Χαίρετε άνθη σιωπηλά με των καλύκων την περισυλλογή ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας. Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας. Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής. Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά μια μέρα… Με τη θυσία του γύρω φαινομένου θα ανακαταλάβει, η ψυχή τη μοναξιά της.
Η λάμπα τρέμει στη βιτρίνα σαν παγωμένη θεατρίνα και στο μικρό ξενοδοχείο έπεσε η νύχτα σα λαχείο. Οι πόρνες κάτω από την τέντα
πιάνουν στο θάνατο κουβέντα μα τελικά γυρνάν την πλάτη σ’ αυτόν τον άβολο πελάτη. Στο τρίτο πάτωμα οι λεσβίες ακούν του δρόμου τις ρομβίες και προσπαθούν με σάπια φίλτρα να νιώσουν σκίρτημα στη μήτρα. Κι εσύ που ήσουνα για μένα σαν αποβάθρα για τα τραίνα σε ποιο σταυρώθηκες φανάρι μια τέτοια νύχτα του Γενάρη;
Τω καιρώ εκείνο ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως. Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία οδήγησαν εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως και προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων, οι οικισμοί των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως. Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και η δημιουργία του λεγομένου άστεως, το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς εμεγαλούργησε και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.
Επίσκοποι και προεστοί κατακτητές και στρατηλάτες επαναστάτες και αστοί της ιστορίας οι πελάτες.
Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα πελασγικά φύλα, απεφάσισαν την βαθμιαία κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου, εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού. Κατά τους επόμενους μακρούς αιώνας κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι δια την αναβίωσιν του παλαιού άστεως, αλλ’ αύται απέβησαν άκαρποι. Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν του γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης, αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν δι’ ανεσπέρου φωτός τους ομιχλώδεις ορίζοντας της περιδεούς ανθρωπότητος.
Στο Σούλι και στην Αλαμάνα κάναμε φως τη συμφορά θα μας θυμούνται τάχα μάνα καμιά φορά;
Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζωσας αιωνιότητας, ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις. Και αι Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να προετοιμάζονται δια την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους. Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή και οι μεταγενέστεροι αδελφοί του μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών ορέων και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν την Αχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας. Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν ακριβώς όπως αι Αθήναι.
Χτυπάτε της οργής προφήτες καμπάνα στην Καισιαριανή νά `ρθουν απόψε οι Διστομίτες νά `ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί με σπαραγμό κι απελπισία για τη χαμένη τους θυσία.
Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω; Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν της Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν υπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον η βράδυον, αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν δια παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του και θα καταβροχθίσει αυτούς! Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι; Πότε θα `ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι να συνοδεύσουνε την βλακεία στην τελευταία της κατοικία;
με διψασμένα χάδια
του νου μου τα σκοτάδια
απόψε ντύνομαι
Λευκό πανί υψώνω
και πάω όπου με πάει
αυτό που με σκορπάει,
σου παραδίνομαι
Φωτιά μου εσύ κι αέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
Τη φλόγα σου δώσ' μου
και γίνε μου φως μου
χρυσόμαλλο δέρας
Φωτιά μου εσύ κι αέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
Το γέλιο σου δώσ' μου
και γίνε του κόσμου
το πέρας
Μονάχη μες τους ξένους
και μες τους φίλους μόνη
να `ξερα τι σε σώνει
στον πόνο στη χαρά
Γυαλί που δεν ραγίζει
θα `βρισκα να σου τάξω
Πες μου πως να πετάξω
με δανεικά φτερά
Φωτιά μου εσύ κι αέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
Τη φλόγα σου δώσ' μου
και γίνε μου φως μου
χρυσόμαλλο δέρας
Φωτιά μου εσύ κι αέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
Το γέλιο σου δώσ' μου
και γίνε του κόσμου το πέρας
Της φυλακής μου πόρτα
εσύ και αντικλείδι
και γω μικρό στολίδι
στον άσπρο σου λαιμό
Θα πω ένα τραγούδι
σήκω να το χορέψεις
Τα μάτια να μου κλέψεις
για πάντα πριν χαθώ
Συ που θα πας ...
Σςς μη μιλάς, Συ που θα πας σε ξένη γη. Σαν έρθει η αυγή. Να θυμηθείς. Τι προσπαθείς; Να σταματήσω τη στιγμή. Μας προσπερνά, δεν ωφελεί. Αν φύγεις, φεύγει.
Δεν μπορώ. Ο χρόνος φεύγει Όχι εγώ ...
Ανέβα πάνω στο λεπτό, στον λεπτοδείχτη. Κράτα γερά.
Οι δείχτες σπρώχνουν το λεπτό, είναι από σίδερο γερό δεν τους βαστώ ... Συ κράτα τούτη τη στιγμή. Του ρολογιού τον χτύπο. Και φκιάξε επίμονο ρυθμό που να ’χει μέσα τον καιρό ...
Και τον χαμό ... Χρέος πικρό ... Πού είσαι, πες μου; Εδώ μακριά σου ... Έφυγε κι όλας η στιγμή οριστικά.
Και γίναν όλα διαφορετικά. Και η σιωπή ... Που ακολουθά ... Μας παρασέρνει, μας μεθά ... Και μας βυθίζει στην αρχή ... Του χρόνου πριν να γεννηθεί . Μνήμη πιστή Πάει να σβηστεί ...
μα τελικά γυρνάν την πλάτη
σ’ αυτόν τον άβολο πελάτη.
Στο τρίτο πάτωμα οι λεσβίες
ακούν του δρόμου τις ρομβίες
και προσπαθούν με σάπια φίλτρα
να νιώσουν σκίρτημα στη μήτρα.
Κι εσύ που ήσουνα για μένα
σαν αποβάθρα για τα τραίνα
σε ποιο σταυρώθηκες φανάρι
μια τέτοια νύχτα του Γενάρη;