Συ που θα πας ...
Σςς μη μιλάς, Συ που θα πας σε ξένη γη. Σαν έρθει η αυγή. Να θυμηθείς. Τι προσπαθείς; Να σταματήσω τη στιγμή. Μας προσπερνά, δεν ωφελεί. Αν φύγεις, φεύγει.
Δεν μπορώ. Ο χρόνος φεύγει Όχι εγώ ...
Ανέβα πάνω στο λεπτό, στον λεπτοδείχτη. Κράτα γερά.
Οι δείχτες σπρώχνουν το λεπτό, είναι από σίδερο γερό δεν τους βαστώ ... Συ κράτα τούτη τη στιγμή. Του ρολογιού τον χτύπο. Και φκιάξε επίμονο ρυθμό που να ’χει μέσα τον καιρό ...
Και τον χαμό ... Χρέος πικρό ... Πού είσαι, πες μου; Εδώ μακριά σου ... Έφυγε κι όλας η στιγμή οριστικά.
Και γίναν όλα διαφορετικά. Και η σιωπή ... Που ακολουθά ... Μας παρασέρνει, μας μεθά ... Και μας βυθίζει στην αρχή ... Του χρόνου πριν να γεννηθεί . Μνήμη πιστή Πάει να σβηστεί ...
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ 0000076926 Εκπομπή αφιερωμένη στο βιβλίο, με παρουσιαστή τον ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟ. Θέμα του επεισοδίου είναι η ζωή και το έργο του ΝΑΝΟΥ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ. Πλήρης Τε...
“Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) αναγαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου. Τίποτε μη φοβάσαι. Έαρ, χειμώνας, θέρος- όπου κι αν είσαι- είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”
Είναι εκείνες οι γυναίκες που πρώτα τις προσκύνησαν και μετά τις αγάπησαν.
Θα τις δεις να περπατάνε μέσα στον κόσμο ανέγγιχτες κι αγέρωχες. Είναι εκείνη η πάστα γυναικών που ποτέ δεν είχαν ανάγκη τίποτα και κανέναν, αν δε το ήθελαν οι ίδιες. Είναι οι γυναίκες που δημιουργούν εκείνες τις ευκαιρίες και δεν περιμένουν από το κάρμα και την τύχη. Διαλέγουν πάντα εκείνες και ποτέ δε τις διαλέγουν, ούτε και επιτρέπουν να είναι η δεύτερη επιλογή.
Δε δίνονται ποτέ ολοκληρωτικά, μα αν τις αγαπήσεις και τους ανοίξεις την καρδιά, γίνονται τα πιο γλυκά και τρυφερά πλάσματα. Γίνονται φωτιά για χάρη σου και σε ανεβάζουν στον έβδομο ουρανό.
Το λάθος δεν είναι μέσα στα σχέδια τους και γι’ αυτό δε στο επιτρέπουν. Θα σε συγχωρέσουν μία φορά ,αλλά δε θα είναι ίδιες απέναντί σου.
Οι συμβιβασμοί με το «λίγο» και το «δεν ξέρω», τις κουράζει και τις κάνει να βαριούνται. Το μότο τους άλλωστε είναι γνωστό «ή όλα ή τίποτα». Το μέτριο δε τους κάνει.
Είναι αχόρταγες και με μια απρόσμενη τρέλα που δύσκολα κατανοείς την πηγή και την αιτία της. Ξέρεις, από εκείνες τις τρέλες που μόνο ένα μικρό παιδί κι ένα μεγάλο μυαλό θα μπορούσε να σκεφτεί και να πράξει.
Μην προσπαθήσεις να τις κατακτήσεις ή να τις φυλακίσεις. Τίποτα δε θα καταφέρεις. Θα σου χαρίσουν λίγη από την ομορφιά τους και τη γεύση τους κι ύστερα θα αποχωρήσουν, για να σε κάνουν να τις θέλεις πάλι και να τις θυμάσαι για μια ζωή.
Σιχαίνονται να έχουν αδυναμίες, αλλά λατρεύουν να γίνονται η αδυναμία των άλλων Η μυρωδιά τους είναι μεθυστική και βαριά για να σε προκαλέσει να τη γυρέψεις. Να βρεις από πού προέρχεται. Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια τους ηχούν στους δρόμους περήφανα και με θρασύτητα, αλλά ταυτόχρονα και με μια κομψότητα και αρχοντιά από άλλη εποχή.
Έχουν τρόπους, είναι λιγομίλητες και ευγενικές. Το βλέμμα τους, όμως, μπορεί να βάλει στη θέση του και το πιο αναιδή άνθρωπο.
Είναι εκείνες οι γυναίκες που πρώτα τις προσκύνησαν και μετά τις αγάπησαν.
Πάνω στο μπούστο που έφεγγε τα βράδια όνειρα τα διάφανα όχι της ψυχής σου μετρώντας άνθιζα ανάμεσα σε λεξοκάμωτων βεγγέρων την κραιπάλη άσωτος ψηλαφητής εκείνων που έσειαν ουτοπίες.
Ακόμα ανθισμένος σε βάζα μαραμένων κρίνων λοβοτομούμαι ως δείγμα επιείκειας στ' άγνωστο μ' όλη τη χάρη του τερπνού την άλικη αυταπάτη κι όλο το μύρο των κορμιών που έπλαθαν ζωή.
Ζύμη της λήθης ο καρπός του αψεντιού της νύχτας μέσα στης μέθης το κροτάλισμα με γαλουχούσε κι απ' του ουρανού τα σήμαντρα στεντόρεια σιωπή μέσα σου σαν αεράκι αλαφρύ πιστά με σεργιανούσε.
Νύφες της πίκρας οι χαρές στης γιορτής το βλέμμα πρωί μες στο φιλί και μες στο ψέμα με γεννούσαν...