"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019
Ηέλτιος-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Οριοθετήσεις
περιοδικές
πάνω στα νερά,
τα επουράνια και τα χθόνια/
στον γαλακτόχρωμο επάνω Ιορδάνη και στο ποτάμι εδώ
που περνά ανάμεσα στα πλατάνια και τις ιτιές σέρνοντας κίτρινα φύλλα
και ένα πλήθος από κιτρινισμένα ανεπίδωτα κρυφά μηνύματα/
ταξιδεύοντας ένα όνειρο ανεκπλήρωτο-
μια δίψα βαθιά καλοκαιριού που επιμένει και πάει
σα σεντόνι κόκκινο μέσα στο σάλαγο των χρωμάτων/
κι ένα θεό γείτονα που βάφει τα γένια του
στις κόκκινες ρώγες των σταφυλιών
καλοσωρίζοντας τον Τρυγητή
την πρώτη κάθε Ιωβηλαίου.
1-9-2019.
Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019
Ηέλτιος- ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
προσκυνητές και πανηγυριώτες (πώς να τους ξεχωρίσεις;):
μεσημέρι Δεκαπενταύγουστου,
Τρίτη 20 Αυγούστου 2019
Νάνος Βαλαωρίτης- ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
Από τη Ποιητική Συλλογή "Ποιήματα ΙΙ", Εκδόσεις Ύψιλον
ήμαστε εγώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα
πήγα ν'ανοίξω-βιαστικός με την μπουκιά στο στόμα
μήπως κανένας άνθρωπος με γύρευε από κάτω
και δεν τολμούσε ν' ανεβεί γιατί ντρεπόταν
που συνηθίζουνε γι' αστείο να χτυπάν τις πόρτες
προτού να φύγουν τρέχοντας και να χαθούν στο δρόμο
και πίσω απ' τις εξώπορτες και πίσω από τους στύλους
να δω μην ήτανε κανείς-για χωρατό κρυμμένος
μια πολιτεία παμμέγιστη και εντελώς αθόρυβη
χωρίς κίνηση καμιά σ' όλες τις λεωφόρους-
πολλές πολλές πατημασιές αλλά χωρίς διαβάτες
κι ακρογιαλιές μα πουθενά κανένας δεν λουζόταν
και γύρισα στο σπίτι μου και χτύπησα την πόρτα
αλλά κανείς δεν άνοιξε-κανείς δεν ήταν μέσα
μπαίνοντας γύρεψα παντού έψαξα τα ντουλάπια
μήπως και κάπου κρύφτηκαν για να τρομάξω
στο σπίτι όπου τρώγαμε-δεν πάει πολύς καιρός
εγώ με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα...
Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019
ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ- Ο ίσκιος της ψυχής μου
χάνεται μέσα σε ένα σούρουπο από αλφάβητα
ομίχλη από βιβλία
και λόγια
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
¨Εφτασα στη γραμμή όπου σταματά
η νοσταλγία
και το δάκρυ μεταμορφώνεται
σε αλάβαστρο του νου
Ο ίσκιος της ψυχής μου
Η ανέμη του πόνου
φτάνει στο τέλος της
μα μέσα μου απομένει, ουσία και λόγος,
ένα παλιό μεσημέρι από χείλη,
ένα παλιό μεσημέρι
από βλέμματα
Ένας θολός λαβύρινθος
από σκοτεινιασμένα αστέρια
πλέκεται με τις αυταπάτες μου
που έχουν σχεδόν μαραθεί
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
Μια προαίσθηση
ρουφάει τη ματιά μου
Βλέπω τη λέξη έρωτας
να γίνεται ρημάδι
Αηδόνι!
Ω αηδόνι μου!
Τραγουδάς ακόμα;
Σάββατο 17 Αυγούστου 2019
Γιάννης Σκαρίμπας - Ο Γλάρος - HD - by Maria
Ώρα καλή στου απείρου την καρδία
γλάρε µου βραδινέ πού Φεύγεις πλοίο, µετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά, η κάμαρά µου, ένα Φωσάκι, ένα βιβλίο. Πηγαίνεις σύ ... Εγώ έκπεσµένο αλαργινό αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω ένα βιβλίο, Ένα φωσάκι και πονώ µια καµαρούλα αδέλφι µου υψωμένο. Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά στο χώμα δώ πού βρέθηκαν οι καημοί µου, άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου. Κι από άκοντα (µην απορείς και µη ρωτάς) σιγανά φύγω έχω δουλειά γλάρε µου πλοίο ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς σαν να 'σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο ...
Ηέλτιος -ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
του Έκτορα τ' άψυχο κορμί.
Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019
Κάτω απ' τη γέρικη συκομουριά- η Νένα Βενετσάνου τραγουδάει Γιώργο Σεφέρη
Κάτω απ' τη γέρικη συκομουριά
τρελός ο αγέρας έπαιζε
με τα πουλιά με τα κλωνιά
και δε μας έκρενε.
Ώρα καλή σου, ανάσα της ψυχής,
ανοίξαμε τον κόρφο μας
έλα να μπεις έλα να πιεις
από τον πόθο μας.
Κάτω απ' τη γέρικη συκομουριά
ο αγέρας σκώθη κι έφυγε
κατά τα κάστρα του βοριά
και δε μας έγγιξε.
Θυμάρι μου και δεντρολιβανιά,
δέσε γερά το στήθος σου
και βρες σπηλιά και βρες μονιά
κρύψε το λύχνο σου.
Δεν είναι αγέρας τούτος του Βαγιού
δεν είναι της Ανάστασης
μα είν' της φωτιάς και του καπνού
της ζωής της άχαρης.
Κάτω απ' τη γέρικη συκομουριά
στεγνός ο αγέρας γύρισε·
οσμίζουνταν παντού φλουριά
και μας επούλησε.
Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019
Μυστικό τοπίο - Διονύσης Σαββόπουλος | Gazarte
Σαν το παράπονο στη φράση: Εδώ και τώρα
Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα
Σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου
μέσα απ' τις βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω τη ψυχή σου
Κι όπως σ' ένα τοπίο μυστικό, αντικριστά στο κήτος
έτσι μια ευλογία που αγνοώ, με κρατάει στο δικό σου το μήκος
Μου 'στειλαν μηνύματα οι βιαστικοί σου οι νάνοι
απ' το παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει
Τρεις και μισή ξημερώματα, σαν διαδήλωση που πήζει
μαύρο γυαλί δίχως πρόσωπο και ξαφνικά ραγίζει
Και στου σκοτωμένου το σφυγμό, στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ' την ηχώ του Θεού στο βυθό του Εωσφόρου
Οι ρυθμοί μου λύσσαξαν μα δεν κρατούν τον ήχο
της μοναξιάς σου όταν κλαις και χτυπάς τον τοίχο
Μες της αυγής το μισόφωτο σβήνω μίλια γραμμένης ύλης
να βρεις τη σελίδα κατάλευκη να μπεις και ν' ανατείλεις
Μ' ένα παρανάλωμα παντού, στη Θεϊκή σου αλήθεια
σαν φωτογραφία ενός παιδιού που μου λέει: Αναγνώστη βοήθεια
Θύρα επτά και Θύρα κάτω απ' τις ερπύστριες
Όλα διαβήκαν απ' τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
Κι όμως εγώ σ' αφουγκράστηκα σαν λεξούλα ενός αγνώστου
κι όχι σαν μέρος του λόγου τους και του δικού τους πόστου
Για να σ' αγκαλιάσω με καημό και τόσο να σε νιώσω
Όσο είναι τοπίο μυστικό τούτο εδώ που ποθώ ν' αποδώσω
Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019
Νατάσσα Μποφίλιου - Δεμένη / Λύκος, Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης, Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
δεμένη μ' αλυσίδα στα κλειδιά του με τ' όνομα, τ' αμάξι και τα σπίτια του και μ' όλα τα μεγάλα όνειρα του
Μεγάλωνα στης μάνας μου τα δάκρυα σαν σκάλισμα σε βέρα από πλατίνα που έβγαζε και άφηνε στην άκρια καθώς έπλενε πιάτα στην κουζίνα.
Τι με ρωτάς, τι να σου λέω, εδώ τα βλέπεις θες με κρατάς κι αν δε σου κάνω
με επιστρέφεις
Δεν έχω μάθει δυστυχώς να μην ανήκω μια στο βοσκό, μια στο μαντρί και μια στο λύκο
Μεγάλωνα γι' αυτούς περιμένανε
και ύστερα για χάρη κάποιου ψεύτη
και μέρα με τη μέρα αντί για μένανε
τη μάνα μου αντικρίζω στον καθρέφτη
Τι με ρωτάς,
τι να σου λέω,
εδώ τα βλέπεις
θες με κρατάς
κι αν δε σου κάνω
με επιστρέφεις
Δεν έχω μάθει δυστυχώς να μην ανήκω
μια στο βοσκό,
μια στο μαντρί
και μια στο λύκο
Κυριακή 4 Αυγούστου 2019
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Μὴν ἀγγίζετε!
Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!
Αὐτοβιογραφία (ἀποσπάσματα)
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὰ δέντρα.
Μὴ μοῦ ξεσκίστε αὐτὲς τὶς θεῖες σελίδες ποὺ τὶς γράψανε
τ᾿ ἀσύλληπτο φῶς κι ὁ ἀσύλληπτος χρόνος
κι ὅπου σταθῶ μὲ περιβάλλουν.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τῆς γῆς τὸ ποίημα!...
...Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιότητα,
ἀνάβοντας τὸ ἄστρο: «Ἀγάπη».
Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιόττητα, ἀνάβοντας
ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλα, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἕτοιμο
βάραθρο, τὸ ἄστρο: «Ἀνθρώπινο μέτωπο!»...
...Σᾶς παρακαλοῦμε:
Ἀφῆστε μας τὰ πράγματα. Μὴ μᾶς τὰ καῖτε.
Ἀφῆστε τὰ ἔντομα νὰ βρίσκουνε τ᾿ ἄνθη τους.
Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019
ΗΕΛΤΙΟΣ -ΗΧΩ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
Κρατήθηκα απ’ το χέρι σου καθώς βασίλευε ο ήλιος,
μα επέμεινα νοερά να τον κοιτάζω,
έτσι όπως συνέχιζε το ταξίδι του στα ουράνια διαστήματα,
κι εναλλάσσονταν πάνω στη Γη το φως και το σκοτάδι.
Πίσω απ’ τη νύχτα συνέχιζε τη λαμπερή περιφορά του
θνητός- ωσάν κι εσένα ωσάν κι εμένα-,
αλάθητα σαλπίζοντας κάθε αυγή απ΄των βουνών τις κορφές
του κόσμου το θαύμα.
Σε καιρούς μακρινούς μ΄οδήγααν οι σκέψεις μου,
σε μονοπάτια δύσβατα, γεμάτα βάτα και τσουκνίδες,
πού’ βγαζαν στου Ομήρου τ’ ακρογιάλια,
στο ακροθαλάσσι του Πρωτέα
όπου έφτασα καταμεσήμερο πελιδνός
ιστίο γυρεύοντας και πόρο για την Ιθάκη.
Περπάτησα μερόνυχτα ξυπόλητος πάνω στην άμμο
μέχρι που βρέθηκα στα δρεπανόμορφα καράβια:
κοντά σε γέρους θαλασσινούς που κοίταζαν το κύμα και μίλαγαν
για αστερισμούς και θαλάσσια στοιχειά,
σε γενειοφόρους που χάραζαν σχήματα στην άμμο και ξύνανε το γένι τους
καθώς μετρούσαν τις σκιές από το μπόι τους,
και άλλους πιο κει που έπαιζαν τη λύρα, τραγουδώντας και χορεύοντας,
ή διηγούνταν ιστορίες από ξένους τόπους ενώ με το χέρι τους
χάραζαν επάνω στα όστρακα
γράμματα και σχήματα που τα σεβάστηκε ο καιρός.
Προσπάθησα μια ζωή να τα εννοήσω καταμεσής του πελάγους μοναχός,
περιμένοντας τις θύελλες και τις τρικυμίες πάνω μου να ξεσπάσουν
μήπως κι απ’ το εγώ μου κάποτε λευτερωθώ,
μήπως για μια στιγμή την εύνοια της μοίρας τύχω και μεσ' το φως της αστραπής
-τη ράχη αδράζοντας του δελφινιού- τ’ άπιαστο αξιωθώ
και έστιν κράξω:
Πυρ αείζωον,
Φύσις αυτοπάτωρ απάτωρ,
Αγέννητον εόν και ανώλεθρον.
Πώς αλλιώς;
Πώς να ξεφύγεις: «απ’ αυτό που δε δύει ποτέ;»
απ’ αυτό που είναι και κρύβεται βαθιά μέσα σου,
από το κοινό και αβύθιστο Είναι μας
που επιτρέπει να με κατανοείς και να σε γνοιάζομαι,
να σε αισθάνομαι και με νοιώθεις-
ν’ ανοίγω τα μάτια κι εσύ να βλέπεις
να σε κόβει το μαχαίρι κι εγώ να πονώ;
Πώς αλλιώς ;
Έσφιξα το χέρι σου καθώς κατέβαινα τα σκαλοπάτια
κι ένοιωσα στη φλέβα σου να πάλλει σα χορδή
του επέκεινα ο παλμός.
26/2/22
Τρίτη 30 Ιουλίου 2019
Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019
Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019
ΗΕΛΤΙΟΣ-Ξένος εγώ ειμί
της παρουσίας σου δεξάμενος το θαύμα
26-7-2019