Απομακρύνονται
οι γαλαξίες επιταχυνόμενοι (λέει η
επιστήμη)˙
αφηνιασμένη
αράβιος φοράδα φεύγουν τ' άστρα κι
όλο μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ μας.
Αλαργεύουν
κάθε μέρα τα βήματά σου και πονεμένα σ'
αποχαιρετάω, προτού προλάβω καλά-καλά
να σε γνωρίσω.
Να
ζεις, να υπάρχεις άραγε εκεί μακριά
όπου
καλπάζεις καταπίνοντας της Ανδρομέδας
τα διαστήματα;
να
υπάρχεις είδωλο ζωντανό έτη φωτός
μακριά απ' τις αισθήσεις μου
ή
νοητή μόνο νάσαι;
Όλοι
σκορπάτε και προς αχανείς ξενιτίες
φεύγετε
και
την πίκρα μ' αφήνετε δίχως πίσω να
κοιτάτε!
Χαμηλώνει
στο θέατρο το φως και στης Επιδαύρου το
μέσα μέρος σωπαίνει ο μύθος κι οι θεοί
φανέρωμα δε βρίσκουν.
Με
κλίνει το σκοτάδι από παντού. Περπατώ
τυφλός και τον Οιδίποδα γυρεύω, τις
φλούδες της ύπαρξής μου απεκδυόμενος
στην είσοδο της Θήβας
και
στο κενό πετώντας τες το τίποτα να ορίσω.
Χαμηλώνει
διαρκώς ο ήχος απ' το μεγάλο ρέμα και
λιγοστεύει
όσο πάει η φωνή δίχως ώτα να συναντά
ανθρώπου.
Τελευταία
των όντων επαφή σε τρισδιάστατη εικόνα
με
το βέλος του χρόνου αντίθετα να πορεύεται
στο βέλος της καρδιάς μου
έτσι
καθώς απ' τον κάλλιστο κόσμο προς
τη μαύρη καταβόθρα φεύγουνε
και βυθίζονται πανιά και ιστία.
Αποδομούνται
οι αισθήσεις, κόβονται οι συνδέσεις
αποσυντίθεται
το τοπίο, διαρρηγνύεται ο χωρόχρονος
και καταρρέει
κι'
εγώ προς το απόλυτο μοναχικό μου
Ένα συρρικνώνομαι,
προς
την αρχέγονη Εστία,
εκεί
όπου ο Παρμενίδης την αλήθεια-θεά
συναπαντά κι ο Ηράκλειτος,
ανασκαλεύοντας τη χόβολη, την αρχή
την άναρχη και τον πρώτο Λόγο.
Θαύμα
είναι που μου μιλάς, αφού εμείς δεν
πήγαμε ποτέ σχολείο κι ούτε
συναντηθήκαμε ποτέ˙
θαύμα
που από τόση απόσταση με νοιώθεις και
μ' αισθάνεσαι, κι ας μην κοιταχτήκαμε
ποτέ στα μάτια˙
εκτός
κι αν μαζί με την πρώτη αρχή γεννήθηκες
και στην πρωτοπηγή μαζί' ήπιαμε νερό
πριν έρθουμε εδώ πέρα,
πριν
κοινωνία μεταλάβουμε ζωής πάνω στου
Αιγαίου το βράχο κι έπειτα στο γύρο
ανεβούμε του θανάτου.
29/12/2018
(Ιούλιος 19)