Κράτησε με μέσα σου.
Στο εξαργυρωμένο φως η φυλακή μου
δεσπόζει σαν ένα αρχαιομυθικό τέρας.
Μνήμες χελιδονιών με ταξιδεύουν
στα κύματα αλλοπρόσαλλων εποχών.
Απόμερες γωνιές στη σκόνη γράφουν
ονόματα που δεν ήταν ποτέ θεοί μου.
Πάνω απ’ τους δρυμούς λάμψεις φτερών
κονταρομαχούν για ένα ψίχουλο επιβίωσης.
Εγώ που θέλω να ζήσω όπως μια πεταλούδα
είμαι ξένος στις τόσες αγκαλιές του μεσημεριού
που φέρνουν βαθύ ύπνο στα όνειρα μου.
Κράτησε με μέσα σου. Γιατί είναι μόνο η αρχή
της αμφιβολίας για τα όρια της υπομονής μου
στο λαβύρινθο της συγνώμης και της ικεσίας
κι ο Μινώταυρος αληθινός, κι ας μην το ξέρει,
μεταμφιεσμένος με προσωπίδα ανθρώπου
το φαράγγι με τις εφτά πληγές ορθάνοιχτο
στα στολίδια κι ετοιμόρροπο που βρυχάται,
άγριο θηρίο, στις αρένες των μελλοθανάτων.
Στο εξαργυρωμένο φως η φυλακή μου
δεσπόζει σαν ένα αρχαιομυθικό τέρας.
Μνήμες χελιδονιών με ταξιδεύουν
στα κύματα αλλοπρόσαλλων εποχών.
Απόμερες γωνιές στη σκόνη γράφουν
ονόματα που δεν ήταν ποτέ θεοί μου.
Πάνω απ’ τους δρυμούς λάμψεις φτερών
κονταρομαχούν για ένα ψίχουλο επιβίωσης.
Εγώ που θέλω να ζήσω όπως μια πεταλούδα
είμαι ξένος στις τόσες αγκαλιές του μεσημεριού
που φέρνουν βαθύ ύπνο στα όνειρα μου.
Κράτησε με μέσα σου. Γιατί είναι μόνο η αρχή
της αμφιβολίας για τα όρια της υπομονής μου
στο λαβύρινθο της συγνώμης και της ικεσίας
κι ο Μινώταυρος αληθινός, κι ας μην το ξέρει,
μεταμφιεσμένος με προσωπίδα ανθρώπου
το φαράγγι με τις εφτά πληγές ορθάνοιχτο
στα στολίδια κι ετοιμόρροπο που βρυχάται,
άγριο θηρίο, στις αρένες των μελλοθανάτων.
Κράτησε με, όπως κάποτε ένα χαμόγελο παιδιού
κρατούσε τον κόσμο ολόκληρο στην ευωδιά του
δε θέλω να είμαι η πυγολαμπίδα των άναστρων νυχτών
μήτε η φωτιά εκείνης της νύχτας του Άη Γιάννη
που έκαψε της ψυχής μου το μάλαμα πέφτοντας
σαν το λιωμένο μολύβι στο κρύο της «αγάπης».
Θέλω να είμαι μέσα σου όπως η έγνοια της μάνας
για το καμάρι της που μεγαλώνει στο στήθος της
ή μια σταγόνα βροχής στην απέραντη θάλασσα
που όπου κι αν πέσει θα ενσωματωθεί στο κορμί της.
κρατούσε τον κόσμο ολόκληρο στην ευωδιά του
δε θέλω να είμαι η πυγολαμπίδα των άναστρων νυχτών
μήτε η φωτιά εκείνης της νύχτας του Άη Γιάννη
που έκαψε της ψυχής μου το μάλαμα πέφτοντας
σαν το λιωμένο μολύβι στο κρύο της «αγάπης».
Θέλω να είμαι μέσα σου όπως η έγνοια της μάνας
για το καμάρι της που μεγαλώνει στο στήθος της
ή μια σταγόνα βροχής στην απέραντη θάλασσα
που όπου κι αν πέσει θα ενσωματωθεί στο κορμί της.
Κράτησε με μέσα σου. Οι συστάδες των ημερών
φυλλορροούν τις φωνές των γερασμένων αηδονιών
στο μεγάλο του χρόνου ποτάμι κι η βουή του
πνίγει τις ώρες τους στους αφρούς της οργής.
Γυμνά, σαν νεογέννητοι άνθρωποι, τα κλαριά
σηκώνουν τα χέρια τους στην ερημιά των ουρανών
και μαύρα πουλιά της λησμονιάς του ελέους
χτίζουν φωλιές μέσα στα ακατοίκητα των ψυχών.
φυλλορροούν τις φωνές των γερασμένων αηδονιών
στο μεγάλο του χρόνου ποτάμι κι η βουή του
πνίγει τις ώρες τους στους αφρούς της οργής.
Γυμνά, σαν νεογέννητοι άνθρωποι, τα κλαριά
σηκώνουν τα χέρια τους στην ερημιά των ουρανών
και μαύρα πουλιά της λησμονιάς του ελέους
χτίζουν φωλιές μέσα στα ακατοίκητα των ψυχών.
Ξέρω τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε «σ’ αγαπώ»
αυτοί που χθες οχυρωμένοι στην άκρη της ανυπαρξίας
βρήκαν την πόρτα διάπλατη και μπήκαν για το φως
που είχε αφήσει ανοιχτό ο αρχάγγελος του φόβου.
Ξέρω. Όμως η αλήθεια δε μιλιέται, μήτε ακούγεται
κι ούτε μπορεί από ένα ορφανό μολύβι να γραφτεί...
αυτοί που χθες οχυρωμένοι στην άκρη της ανυπαρξίας
βρήκαν την πόρτα διάπλατη και μπήκαν για το φως
που είχε αφήσει ανοιχτό ο αρχάγγελος του φόβου.
Ξέρω. Όμως η αλήθεια δε μιλιέται, μήτε ακούγεται
κι ούτε μπορεί από ένα ορφανό μολύβι να γραφτεί...
Γι’ αυτό κράτησε μέσα σου όπως ένα άστρο η νύχτα!