"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016
Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016
Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016
Στον Άγνωστο Ποιητή
Στίχοι - μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ρήγα Φεραίε σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από τη Γερμανία στην Τασκένδη,
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά,
διασκορπισμένοι οι Έλληνες.
Διονύσιε Σολωμέ σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες,
δέροντες και δερόμενοι,
διατάσσοντες και διατασσόμενοι,
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι,
κατέχοντες και κατεχόμενοι,
διηρημένοι οι Έλληνες.
Αντρέα Κάλβε σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί,
απορούν τα βουνά και τα έλατα,
οι ακρογιαλιές και τ' αηδόνια,
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου,
σήμερα τόπος θανάτου.
Κωστή Παλαμά σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος,
τόση ανδρεία φόβος,
τόση αδυναμία η δύναμη,
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές,
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου,
σήμερα χώρα υποτελών.
Νίκο Καζαντζάκη σε σε κράζω.
Κι όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου,
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα και τις σκοπιές,
η μνήμη κατοικεί μέσα στα ληθάρια,
φωλιάζει στα κίτρινα φύλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.
Άγγελε Σικελιανέ σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσ' εσύ πολύμορφο ποτάμι,
τυφλό από το αίμα, κουφό από το βόγκο,
ανήμπορο από το μέγα μίσος και τη μεγάλη αγάπη,
που εξίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι
δυο χειροπέδες σφιγμένες σε δυο ποτάμια,
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας,
ο Αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π' άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσ' εσύ μάνα, γυναίκα, κόρη,
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφόβαφεις μ' αίμα
τα κόκκινα αβγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αν ποτές να 'ρθει στη δύστυχη χώρα μου,
Πάσχα Ελλήνων.
Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016
Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016
Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016
Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016
Νάνος Βαλαωρίτης (Nanos Valaoritis) ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
Από τη Ποιητική Συλλογή "Ποιήματα ΙΙ", Εκδόσεις Ύψιλον
Και το κουδούνι χτύπησε τς πόρτας όταν τρώγαμε
ήμαστε εγώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα
πήγα ν'ανοίξω-βιαστικός με την μπουκιά στο στόμα
ήμαστε εγώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα
πήγα ν'ανοίξω-βιαστικός με την μπουκιά στο στόμα
Κατέβηκα και στάθηκα στις σκάλες για να δω
μήπως κανένας άνθρωπος με γύρευε από κάτω
και δεν τολμούσε ν' ανεβεί γιατί ντρεπόταν
μήπως κανένας άνθρωπος με γύρευε από κάτω
και δεν τολμούσε ν' ανεβεί γιατί ντρεπόταν
Μα δεν είδα ούτε εκείνα τα γνωστά παλιόπαιδα
που συνηθίζουνε γι' αστείο να χτυπάν τις πόρτες
προτού να φύγουν τρέχοντας και να χαθούν στο δρόμο
που συνηθίζουνε γι' αστείο να χτυπάν τις πόρτες
προτού να φύγουν τρέχοντας και να χαθούν στο δρόμο
Πίσω απ' τα τζάμια κοίταξα και πίσω απ' τις κουρτίνες
και πίσω απ' τις εξώπορτες και πίσω από τους στύλους
να δω μην ήτανε κανείς-για χωρατό κρυμμένος
και πίσω απ' τις εξώπορτες και πίσω από τους στύλους
να δω μην ήτανε κανείς-για χωρατό κρυμμένος
Παντού μπροστά μου απλώνονταν μια ερημιά από σπίτια
μια πολιτεία παμμέγιστη και εντελώς αθόρυβη
χωρίς κίνηση καμιά σ' όλες τις λεωφόρους-
μια πολιτεία παμμέγιστη και εντελώς αθόρυβη
χωρίς κίνηση καμιά σ' όλες τις λεωφόρους-
Ήταν κλειστά τα μαγαζιά τα ζαχαροπλαστεία
πολλές πολλές πατημασιές αλλά χωρίς διαβάτες
κι ακρογιαλιές μα πουθενά κανένας δεν λουζόταν
πολλές πολλές πατημασιές αλλά χωρίς διαβάτες
κι ακρογιαλιές μα πουθενά κανένας δεν λουζόταν
Ώστε ο κόσμος άδειασε σκέφτηκα μ'ανακούφιση
και γύρισα στο σπίτι μου και χτύπησα την πόρτα
αλλά κανείς δεν άνοιξε-κανείς δεν ήταν μέσα
και γύρισα στο σπίτι μου και χτύπησα την πόρτα
αλλά κανείς δεν άνοιξε-κανείς δεν ήταν μέσα
Πίστεψα πως ασφαλώς θα το καναν επίτηδες
μπαίνοντας γύρεψα παντού έψαξα τα ντουλάπια
μήπως και κάπου κρύφτηκαν για να τρομάξω
μπαίνοντας γύρεψα παντού έψαξα τα ντουλάπια
μήπως και κάπου κρύφτηκαν για να τρομάξω
Αλλά κανείς δεν ήτανε-παράξενο-κανένας
στο σπίτι όπου τρώγαμε-δεν πάει πολύς καιρός
εγώ με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα...
στο σπίτι όπου τρώγαμε-δεν πάει πολύς καιρός
εγώ με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα...
Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016
Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016
Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016
Ηέλτιος- Η πέστροφα
Κάτου στην
ακροποταμιά, μέσα στις καλαμιές,
στέκω και περιμένω
μέχρι να δω για μια στιγμή την πέστροφα να ξεπετιέται πάνω απ’ το νερό,
μέχρι να δω τη ράχη της να λαμπυρίζει στο φως πριν βυθιστεί ξανά
στο άγριο ρεύμα,
αφήνοντας πίσω της το στιγμιαίο ίχνος του αφανέρωτου,
το αντιφέγγισμα απ’ το λυχνάρι του στρατοκόπου μες τη νύχτα,
που κόβει το συρματόπλεγμα για να διαβεί τα σύνορα.
στέκω και περιμένω
μέχρι να δω για μια στιγμή την πέστροφα να ξεπετιέται πάνω απ’ το νερό,
μέχρι να δω τη ράχη της να λαμπυρίζει στο φως πριν βυθιστεί ξανά
στο άγριο ρεύμα,
αφήνοντας πίσω της το στιγμιαίο ίχνος του αφανέρωτου,
το αντιφέγγισμα απ’ το λυχνάρι του στρατοκόπου μες τη νύχτα,
που κόβει το συρματόπλεγμα για να διαβεί τα σύνορα.
Μ’ άλματα κόντρα στο ρεύμα
Το διάφανο
και η ζωή:
Στους
κόρφους της πέτρας
που
ρίζωσε στο γαλάζιο πόντο
Και
στων βράχων ψηλά
Τις
άχραντες πηγές
κι τις ολάσπρες κρήνες.
3-10-2016.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)