Μόνος,
δίχως θεούς να επινοώ και πλάσματα να προσκυνώ της φαντασίας,
την άτρεμη αλήθεια
ομολογώ που φτάνει στην καρδιά μου,
όπως όταν ξεμυτίζει τη
νύχτα κίτρινο νύχι το φεγγάρι
και βλέπεις πάνω στο
πέλαγος να τρεμοπαίζουν
της ψηλής λεύκας τ’ ασημίζοντα φύλλα.
Ω άθετη αιτία -αείζωον σπέρμα-
και της γένεσης ιεροί
κύκλοι
και της ποίησης οδυνηροί
δρόμοι,
και του Γολγοθά
ανυπέρβλητε Λόγε,
ένας ο χτύπος σας στην
καρδιά μου
κι ένας ο λυγμός μου
εδώ στο σκοτεινό πόντο όπου πορεύομαι
δίχως πόρο να βρίσκω ανάμεσα
στο ένα και τα πολλά.
Ω θνητή ύπαρξη
-από ανέσπερο φως
σημαδεμένη
που γέρνεις πληγωμένη
στ’ ασφοδίλια-
στους χάρτες δε χωράς και στων πυραμίδων τους
ίσκιους.
Ξυπόλητος άνεμος το
πόδι σου στην αλυσίδα
κι οι τόποι σου βαθιά γκρεμνά κι απάτητες βουνών σπηλιές
κοντά στα λάφια και
τ’ αγρίμια.
Τό’ ξερε ο Θησέας
και τον ιερό δρόμο
απάλλαξε από τον Πολυπήμονα,
κι ο Σόλωνας, αντί για βασιλιά-φιλόσοφο,
το Δήμο θέσπισε των
πολιτών γνώμες κι αλήθειες να συζητάνε
και το κοινό αγαθό για
την πόλη οι ίδιοι αυτοί ν’ αποφασίζουν--
με κίνδυνο πάντα να
λαθέψουν και τ’ άδικο να πράξουν!