"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Σάββατο 13 Ιουνίου 2015
Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015
PITSIRIKI1-Σαν ένα κουβάρι μαλλί για πλέξιμο.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 08, 2014 PITSIRIKI1
Αντιμέτωπος πάλι με ένα άσπρο χαρτί, με μόνο όπλο ένα στυλό και κάποιες ανέμελες και ακατάσχετες σκέψεις. ‘Μαθαίνω ξανά να περπατάω’ σκέφτομαι και ακουμπάω το στυλό επάνω στο χαρτί. Στην αρχή ζωγραφίζω σχήματα. Άλλοτε κύκλους (‘ζωή είναι αυτή καρδιά μου’), άλλοτε παραλληλόγραμμα (‘μέσα σε τέσσερις τοίχους ζούμε’), άλλοτε γραμμές τεθλασμένες (‘σαν γράφημα της ζωής μας, μία πάνω μία κάτω, σε δουλειά να βρισκόμαστε’), ευθείες (‘δύσκολα να τις κρατήσεις’), καμπύλες (‘έτσι έχουμε μάθει να καμπυλώνουμε τις σκέψεις μας’). Κάπου-κάπου αφήνω μόνο τελείες (‘στίγματα επάνω στα κορμιά μας τα πάθη’). Τα σχήματα αυτά δεν απεικονίζουν κάτι το συγκεκριμένο. Μόνο τον δαίδαλο που το μυαλό μου ορίζει. Σαν ένα κουβάρι μαλλί για πλέξιμο. Πριν το πάρει στα χέρια της η γριά-μοίρα και το ξεμπλέξει. Και το ορίσει. Και το γυρίσει στον τροχό της ζωής. Πιάνω να γράψω κάποιες λέξεις. Περνάνε πολλές από το μυαλό μου. Δεν γράφω καμία. Δεν θέλω να αδικήσω καμία. Δεν βρίσκω εκείνη που θα την ορίσω αρχηγό. ‘Αρχηγός των λέξεων’. Καλός τίτλος για μία λέξη. Καλός τίτλος για λέξεις που ζητάνε αυτοεπιβεβαίωση. Τέτοιες πολλές όσοι και οι άνθρωποι που τις λένε, τις εκφέρουν. Βρήκα μία. Την λένε ‘ζωή’. ‘Καλή φαίνεται’ σκέφτομαι και αρχίζω να πλέκω γύρω της μια ιστορία. Μικρή ζωή, καλή ζωή, αφόρητη ζωή, όμορφη ζωή, “ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή κλεμμένη”. Τόσοι πολλοί επιθετικοί προσδιορισμοί για ένα τόσο μικρό ουσιαστικό. Τόσοι πολλοί επιθετικοί προσδιορισμοί για ένα τόσο ιδιαίτερο δώρο. Αγωνιώ στην σκέψη που θα καταλήξει η ιστορία μου. Προσπαθώ να την φτιάξω έτσι ώστε να έχει καλό τέλος. Όμορφο. Να συνάδει με τα όνειρα που κάνει ο καθένας μας για την ζωή του. Θαλπωρή, ηρεμία, γαλήνη. Χωρίς άσκοπες ανατροπές και ηθελημένα τέλματα. Ορίζω την αρχή. Χρόνια παιδικά, χρόνια εφηβικά. Συνειδητοποίηση. Κάπου στην μέση φτάνω στο τώρα. Το παρατηρώ από άλλη οπτική γωνία. Την γωνία αυτού που αποτυπώνει και όχι την γωνία αυτού που βιώνει. Σίγουρα εκ του ασφαλούς. Λες και η ασφάλεια είναι για αυτούς που θέλουν να βιώσουν στο μεδούλι τους την ζωή. Με αφήνω να γράψω απερίσπαστος από τις βολεμένες σκέψεις μου. Μου βγαίνει ένας θυμός, μία άρνηση, μία πίκρα. Μου βγαίνει όμως και μια καλοσύνη, ένα χαμόγελο, μια γλυκύτητα. Σκέφτομαι εσένα προφανώς, δεν χρειάζεται να ψάξεις το γιατί. Κοιτάω μπροστά. Προσπαθώ να προβλέψω τα μελλούμενα. Ποτέ δεν ήμουν καλός σε αυτό. Δεν έχω το κληρονομικό χάρισμα, που θα έλεγες χαριτολογώντας. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βασίσω τις προβλέψεις μου στα δεδομένα του τώρα. Έχοντας γνώση του τώρα, μπορώ να έχω γνώμη για το αύριο. Δικές σου κουβέντες είναι. Το ξέρεις. Έτσι πράττω. Και βλέπω το τέλος που ήθελα να έχω στην ιστορία μου. Αποτυπώνω την θαλπωρή, την ηρεμία, την γαλήνη. Αποτυπώνω εμάς. Χωρίς πολλά λόγια…
εγραψε το πιτσιρικι
http://pitsirikidotnet.gr/2014/11/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%B2%CE%AC%CF%81%CE%B9-%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B9%CE%BC%CE%BF/
Αυτοέκδοση για συγγραφείς από Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές
Αυτοέκδοση για συγγραφείς από Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές
Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΠΟΙΟΣ ΒΛΕΠΕΙ;
Τι να πεις; Ποιος βλέπει;
Συνεχές το φάσμα των χρωμάτων
μα ασυνεχής ο νους:
πότε ο βράχος που σε κοιτάζει
και πότε εσύ που τον κοιτάς,
κι ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
και το παθιασμένο κόκκινο φιλί σου που ταξιδεύει
στο γράμμα μέσα αεροπορικώς.
11-6-2015
Συνεχές το φάσμα των χρωμάτων
μα ασυνεχής ο νους:
πότε ο βράχος που σε κοιτάζει
και πότε εσύ που τον κοιτάς,
κι ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
και το παθιασμένο κόκκινο φιλί σου που ταξιδεύει
στο γράμμα μέσα αεροπορικώς.
11-6-2015
Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015
Άγγελος Σικελιανός «Το τραγούδι της Καλυψώς» : Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Κωνσταντίνου Μάντη
Το ευρύχωρο άντρο, γιόμιζεν από τα κυπαρίσσια
Μιαν ήρεμη ευωδιά –
Κι από των ξέρρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια
Πνοήν, η θεία βραδυά.
Μιαν ήρεμη ευωδιά –
Κι από των ξέρρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια
Πνοήν, η θεία βραδυά.
Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε, μιά κι’ άλληνε πλεξούδα,
Γιομάτη και χρυσή,
Αργά, το ηλιοβασίλεμμα, η Νύφη, ορτή, τραγούδα
Και βόγγαε το νησί.
Γιομάτη και χρυσή,
Αργά, το ηλιοβασίλεμμα, η Νύφη, ορτή, τραγούδα
Και βόγγαε το νησί.
Και καθώς πλέρια στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νάμπει,
Στο γέρσιμο του Ηλιού,
Μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει
Στο διάνεμα πουλιού –
Στο γέρσιμο του Ηλιού,
Μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει
Στο διάνεμα πουλιού –
Κι’ απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα,
Αν την ακουμπά ο κρουνός,
Άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα
Και κόσμος εαρινός
Αν την ακουμπά ο κρουνός,
Άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα
Και κόσμος εαρινός
Μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει
Στη φλόγινη αστραπή
Χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
Διαβατική σιωπή –
Στη φλόγινη αστραπή
Χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
Διαβατική σιωπή –
Κι όπως, αν γύρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο,
Τα πάντα διαπερνά,
Τα ξερά ‘γκάθια διάφωτα με κρουσταλλένιο λάμπο
Σαλεύουν φωτεινά,
Τα πάντα διαπερνά,
Τα ξερά ‘γκάθια διάφωτα με κρουσταλλένιο λάμπο
Σαλεύουν φωτεινά,
Τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει
Με διαμαντένια ακμή –
Κ’ αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι
Γλιστράει κάθε στιγμή,
Με διαμαντένια ακμή –
Κ’ αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι
Γλιστράει κάθε στιγμή,
Τ’ άγριο το κύμα, ως τάλογο, που ωρτώθη στα καπούλια
Κρεμάει – κι’ από ψηλά,
Σα βρύση αφίνει τον αφρόν, από άμετρα κανούλια,
Φλογάτος να κυλά,
Κρεμάει – κι’ από ψηλά,
Σα βρύση αφίνει τον αφρόν, από άμετρα κανούλια,
Φλογάτος να κυλά,
Έτσι, απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν, ό,τι διαβαίνει,
Διαβαίνει δίχως σκιά
Και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει
Που τραγουδά η Θεά –
Διαβαίνει δίχως σκιά
Και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει
Που τραγουδά η Θεά –
Και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε
Στη βαθουλή σπηλιά,
Τ’ αλάφια Διοκαταίβατα, να ποτιστούνε ως πάνε
Και τα τρανά πουλιά,
Στη βαθουλή σπηλιά,
Τ’ αλάφια Διοκαταίβατα, να ποτιστούνε ως πάνε
Και τα τρανά πουλιά,
«Λαμπρέ θνητέ σε χαιρετώ∙ – Σου θέρισε, σα στάχυα
Τα κύματα μακριά
Η ευκή μου∙ και τραβήχτηκε, πάνω απ’ τα μαύρα βράχια
Η θλιβερή σου σκιά.
Τα κύματα μακριά
Η ευκή μου∙ και τραβήχτηκε, πάνω απ’ τα μαύρα βράχια
Η θλιβερή σου σκιά.
Με το καλόν οπ’ ώφυγες και πια δε σου προσμένω
Τα μέλη τα γερά,
Οπ’ ώσβυνα τον πόθο σου, σα σίδερο αναμμένο
Μέσα στα κρύα νερά –
Τα μέλη τα γερά,
Οπ’ ώσβυνα τον πόθο σου, σα σίδερο αναμμένο
Μέσα στα κρύα νερά –
Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό σα μέλι
Στη βαθουλή σπηλιά,
Των Ολυμπίων τον έρωτα κιάν ένιωσες στα μέλη
Σε αργόπορη αγκαλιά,
Στη βαθουλή σπηλιά,
Των Ολυμπίων τον έρωτα κιάν ένιωσες στα μέλη
Σε αργόπορη αγκαλιά,
Δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι,
Τη θεϊκή μου ορμή
Που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου – κι’ η νοσταλγία σ’ επάτει,
Για μιας θνητής κορμί;
...
Τη θεϊκή μου ορμή
Που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου – κι’ η νοσταλγία σ’ επάτει,
Για μιας θνητής κορμί;
...
διάνεμα = νεύμα
μούσκλα = βρύα
κρουνός = βρύση
ανάβρα = πηγή νερού που αναβλύζει
http://latistor.blogspot.gr/2012/09/blog-post_28.html
μούσκλα = βρύα
κρουνός = βρύση
ανάβρα = πηγή νερού που αναβλύζει
http://latistor.blogspot.gr/2012/09/blog-post_28.html
Τρίτη 9 Ιουνίου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ
Στο παραθύρι στέκοσουν
κι είδα τα ηλιοτρόπια με στραμμένο
το μίσχο τους
να κοιτάζουν το πρόσωπό σου!
8-6-2015
κι είδα τα ηλιοτρόπια με στραμμένο
το μίσχο τους
να κοιτάζουν το πρόσωπό σου!
8-6-2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΕΤΑΙΡΟΙ
Τους δώσαμε της Αμάλθειας το γάλα
μεγάλωσαν
δυνάμωσαν
υψώσαμε το δαυλό ψηλά
το μονοπάτι να περάσουν.
Βάλαμε για αιώνες το σώμα μας
ασπίδα και δώσαμε το αίμα μας
για να τους υπερασπιστούμε.
Και γύρισαν με τη φωτιά και το σίδερο,
το δόλο και την απάτη,
την ώρα που σκάβαμε τα χωράφια μας
και αγρυπνούσαμε στον Άθω το αγέννητο
και το αποίητο να φυλάμε.
Κι αφήσαμε πίσω μας ξαρμάτωτα
τα παλικάρια,
με δανεικό σπαθί
την ελευθερία να υπερασπιστούνε
Και γράψαμε τον εθνικό μας ύμνο!
μεγάλωσαν
δυνάμωσαν
υψώσαμε το δαυλό ψηλά
το μονοπάτι να περάσουν.
Βάλαμε για αιώνες το σώμα μας
ασπίδα και δώσαμε το αίμα μας
για να τους υπερασπιστούμε.
Και γύρισαν με τη φωτιά και το σίδερο,
το δόλο και την απάτη,
την ώρα που σκάβαμε τα χωράφια μας
και αγρυπνούσαμε στον Άθω το αγέννητο
και το αποίητο να φυλάμε.
Κι αφήσαμε πίσω μας ξαρμάτωτα
τα παλικάρια,
με δανεικό σπαθί
την ελευθερία να υπερασπιστούνε
Και γράψαμε τον εθνικό μας ύμνο!
Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΤΕΛΙΚΑ
Δε θα με συλλάβετε τελικά
ό,τι κι αν κάνετε
και μόνο στην αγκαλιά σου
θα παραδοθώ!
8-6-2015
ό,τι κι αν κάνετε
και μόνο στην αγκαλιά σου
θα παραδοθώ!
8-6-2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΕΛΛΑΔΑ
Κάτω από βάθη ανεξερεύνητα κι ανέγγιχτα πέρασα
που κανείς σας δεν ξέρει κι ούτε φαντάστηκε.
Γράφετε για μένα ανάλογα με τα μοτίβα του καιρού
και τις περιστάσεις, κι ας μη με ξέρετε.
Δεν είναι αυτό ποίηση, ομολογία είναι.
Δεν θα σας παραδοθώ ποτέ.
Εξακολουθώ τον απρόσιτο μυστικό μου δρόμο!
8-6-2015
που κανείς σας δεν ξέρει κι ούτε φαντάστηκε.
Γράφετε για μένα ανάλογα με τα μοτίβα του καιρού
και τις περιστάσεις, κι ας μη με ξέρετε.
Δεν είναι αυτό ποίηση, ομολογία είναι.
Δεν θα σας παραδοθώ ποτέ.
Εξακολουθώ τον απρόσιτο μυστικό μου δρόμο!
8-6-2015
Κυριακή 7 Ιουνίου 2015
Ανέκδοτο χειρόγραφο του Ελύτη μετά την απονομή του Νόμπελ
"...Κι αν μου το συγχωρείτε να σας δώσω μια γνώμη - ακούστε την: όσο καλά κι αν ζείτε σ’ αυτή τη φιλόξενη, την ευγενική χώρα, όσο κι αν νιώθετε καλά και στεριώνετε, και κάνετε οικογένεια - μην ξεχνάτε την πατρίδα μας, και προ παντός, τη γλώσσα μας. Πρέπει να ‘σαστε περήφανοι, να ‘μαστε όλοι περήφανοι, εμείς και τα παιδιά μας για τη γλώσσα μας. Είμαστε οι μόνοι...
MYTHIKI-ANAZITISI.BLOGSPOT.COM|ΑΠΟ ΕΛ ΛΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ
Σάββατο 6 Ιουνίου 2015
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΑΣΙΜΟΥ πριν αυτοκτονήσει
19 Νοεμβρίου 2014 στις 12:21 π.μ.
Μήνυμα προς όλους, για όλα.
Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει.
Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει....
Συνεχίστε την ανάγνωσηΜήνυμα προς όλους, για όλα.
Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει.
Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει....
ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ- 5 Ιουνίου 1898 - 18 Αυγούστου 1936
Σονέτο του γλυκού παραπόνου
Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.
Popi Synodinou
ΑμορΓυνή
Τα Ρ, τα Λ, τα Α, του έρωτα, ( έρωτα ανίκητε στην μάχη)
Ήταν εραστές από παλιά. Αγαπούσαν το σώμα τους , την βροχή και τον ήλιο.
Αυτός ένας άντρας-παιδί.
Εκείνη μια γυναίκα-παιδί.
Είχαν χωρίσει άδοξα. Μα είχαν υμνήσει τον έρωτα τους και το σχήμα του.
Ξαναβρέθηκαν μετά από καιρό σε ένα μπαράκι που θύμιζε σπίτι.
Φιλικά. Απλά, όποτε το χέρι του την άγγιζε στο γόνατο, ένας λεπτός μυρμηγκισμός άπλωνε σε όλο το πόδι.
Μίλησαν για αυτά που συνέβαιναν γύρω τους.
Παρατάξεις πνευματικές και πολιτικές δάγκωναν την καρδιά τους.
Στο μεταξύ οι μισοί άνθρωποι μιλούσαν για την μεταφυσική, τα ζώδια και τις καρμικές σχέσεις ενώ οι άλλοι μισοί ψυχαναλύονταν κι έπιναν στην υγειά του Φρόυντ, του Λακάν και του Γιούγκ.
Μιλούσαν για το σεξ χωρίς να κάνουν...
Αλλά αυτοί οι δυό ξαφνικά αφού μίλησαν για όλα αυτά ήθελαν να βρεθούν ξανά στις παρυφές του άλλου κόσμου.
Του μίλησε για τον Κ. και πόσο είχε ταλαιπωρήσει τον εαυτό της για έναν άντρα από πέτρα. Του είπε πως τελικά είχε παίξει με το μυαλό της. Σίγουρα έκανε ψυχανάλυση χρόνια πριν αλλά το μόνο που είχε πετύχει ήταν να γίνει περισσότερο πέτρινος κι όχι αυτοκυριαρχούμενος όπως αυτός νόμιζε...
(Δεν με νοιάζει, με νοιάζει που δεν γελάς εσύ, εσύ γελούσες κάποτε συνέχεια), της είπε πριν κινήσουν για ένα φιλόξενο δωμάτιο της πόλης.
(Με βρήκαν πολλά), του είπε και χαμογέλασε.
Αυτός τράβηξε τις άκρες των χειλιών της σε ένα χαμόγελο με τα δάχτυλα του, πάντα τρυφερά και αντρικά όπως πάντα...
Τον κοιτούσε.
Την κοιτούσε.
Ηλεκτρισμοί και ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ.
Στο δωμάτιο έξω ,φώτιζε η νύχτα.
Μέσα η αύρα των σωμάτων τους υπήρχε σαν πυγολαμπίδα στον αέρα.
Κι άρχισε η ακατανίκητη πείνα.
Της γλώσσας.
Των χεριών.
Της γλώσσας.
Των χεριών.
Ανίκητα. Πεινασμένα.
Σταθερά και αργά, άρχισε να την βγάζει από το κουκούλι της, την ήθελε γυναίκα.
Είμαι μια από τις μάγισσες του Γκόγια, σκέφτηκε.
Ενώ οι γλώσσες άνοιγαν τα βελούδινα φτερά τους.
Και μικροί ιδρώτες στάλαζαν σαν σταλαγμίτες στα σεντόνια.
Έμπαινε μέσα της, έβγαινε ενώ την φίλαγε και την μαλάκωνε.
Εκείνη άνοιγε σαν κοχύλι. Έπαιρνε μέσα της τα πέραν της στύσης του.
Λευτερώνονταν σιγά σιγά.
Τα αυτοκίνητα έξω είχαν πάψει.
Αυτή είχε γίνει ζώο για εκείνον.
Μούγκριζε και ούρλιαζε σαν αγρίμι.
έξυνε τα σεντόνια με τα νύχια της, την πλάτη του.
Τέλειωνε μέσα σε κυκλικά οργασμικά χρώματα.
Έπειτα συγκεντρώθηκε στα μάτια του.
Αιχμαλώτισε και τις πέντε αισθήσεις της για να τις αφήσει στα χέρια του.
Γλώσσα, χέρια, σούρσιμο στην σκοτεινή ζούγκλα, στο ποτάμι, στην θάλασσα.
Κι έπειτα ξεχύθηκε όταν κατάφερε να συγκεντρώσει όλες τις αισθήσεις στον οργασμό πάνω του.
Ήθελε να τον φάει.
Ήθελε να την φάει.
Το σεξ έπαιζε ζάρια με τους Εωσφόρους και τις θρησκείες και τους ψυχαναλυτές.
Ο έρωτας είναι αιρετικός, σκέφτηκε όταν πιά κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του σαν έμβρυο στον σάκο.
Χάιδεψε με.
Σε χαιδεύω, κοιμήσου. Θα σε προσέχω για λίγο.
Έξω άρχιζε η μέρα να ανοίγει τις φλούδες της.
Μάλλον θα ήταν γεμάτη σύννεφα.
Αυτοί έκαιγαν.
Μέσα και έξω τους.
Μια αδιαφορία τους τύλιγε για όλα τα άλλα.
Ψωμί κι αλάτι.
Αδιάφορο πιά τι είχε συμβεί τον καιρό που ήταν χώρια.
Δεν ήθελαν να ξανακάνουν λάθη.
Η αλήθεια ήταν πως τώρα ήταν πιό πολύ ελεύθεροι μέσα τους.
όταν τον είδε να φεύγει είδε ξανά έναν ιππότη.
Όχι των παραμυθιών και του ντιβανιού. Η αλήθεια είναι πως ο Φρόυντ δεν άντεχε να κοιτάζει τον ''ασθενή'' στα μάτια, γι αύτό τον ξάπλωνε για να κοιτάζει αλλού.
Νευρώσεις.
Ψυχώσεις.
Ενώ το φίδι του σεξ ζητά τροφή.
ΚΟιμούνται χώρια.
Ο καθένας σπίτι του.
Μα η ουσία του άλλου ήταν μέσα τους.
Η πόλη ξύπνησε.
Ο έρωτας όμως δεν κοιμόταν ποτέ.
Καμμιά φορά καμώνεται πως κοιμάται για να μην τρομάξει τον πεινασμένο.
Ζήσε σαν να ζεις χίλιες ζωές σε μια στιγμή, αυτό ήταν το πιστεύω της.
ήθελε παρέα όμως σε αυτήν την γιορτή.
Δεν ήταν πολλοί πρόθυμοι γι αυτό κι ας έδειχναν το αντίθετο.
Εκείνος ήταν....
Αυτός ένας άντρας-παιδί.
Εκείνη μια γυναίκα-παιδί.
Είχαν χωρίσει άδοξα. Μα είχαν υμνήσει τον έρωτα τους και το σχήμα του.
Ξαναβρέθηκαν μετά από καιρό σε ένα μπαράκι που θύμιζε σπίτι.
Φιλικά. Απλά, όποτε το χέρι του την άγγιζε στο γόνατο, ένας λεπτός μυρμηγκισμός άπλωνε σε όλο το πόδι.
Μίλησαν για αυτά που συνέβαιναν γύρω τους.
Παρατάξεις πνευματικές και πολιτικές δάγκωναν την καρδιά τους.
Στο μεταξύ οι μισοί άνθρωποι μιλούσαν για την μεταφυσική, τα ζώδια και τις καρμικές σχέσεις ενώ οι άλλοι μισοί ψυχαναλύονταν κι έπιναν στην υγειά του Φρόυντ, του Λακάν και του Γιούγκ.
Μιλούσαν για το σεξ χωρίς να κάνουν...
Αλλά αυτοί οι δυό ξαφνικά αφού μίλησαν για όλα αυτά ήθελαν να βρεθούν ξανά στις παρυφές του άλλου κόσμου.
Του μίλησε για τον Κ. και πόσο είχε ταλαιπωρήσει τον εαυτό της για έναν άντρα από πέτρα. Του είπε πως τελικά είχε παίξει με το μυαλό της. Σίγουρα έκανε ψυχανάλυση χρόνια πριν αλλά το μόνο που είχε πετύχει ήταν να γίνει περισσότερο πέτρινος κι όχι αυτοκυριαρχούμενος όπως αυτός νόμιζε...
(Δεν με νοιάζει, με νοιάζει που δεν γελάς εσύ, εσύ γελούσες κάποτε συνέχεια), της είπε πριν κινήσουν για ένα φιλόξενο δωμάτιο της πόλης.
(Με βρήκαν πολλά), του είπε και χαμογέλασε.
Αυτός τράβηξε τις άκρες των χειλιών της σε ένα χαμόγελο με τα δάχτυλα του, πάντα τρυφερά και αντρικά όπως πάντα...
Τον κοιτούσε.
Την κοιτούσε.
Ηλεκτρισμοί και ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ.
Στο δωμάτιο έξω ,φώτιζε η νύχτα.
Μέσα η αύρα των σωμάτων τους υπήρχε σαν πυγολαμπίδα στον αέρα.
Κι άρχισε η ακατανίκητη πείνα.
Της γλώσσας.
Των χεριών.
Της γλώσσας.
Των χεριών.
Ανίκητα. Πεινασμένα.
Σταθερά και αργά, άρχισε να την βγάζει από το κουκούλι της, την ήθελε γυναίκα.
Είμαι μια από τις μάγισσες του Γκόγια, σκέφτηκε.
Ενώ οι γλώσσες άνοιγαν τα βελούδινα φτερά τους.
Και μικροί ιδρώτες στάλαζαν σαν σταλαγμίτες στα σεντόνια.
Έμπαινε μέσα της, έβγαινε ενώ την φίλαγε και την μαλάκωνε.
Εκείνη άνοιγε σαν κοχύλι. Έπαιρνε μέσα της τα πέραν της στύσης του.
Λευτερώνονταν σιγά σιγά.
Τα αυτοκίνητα έξω είχαν πάψει.
Αυτή είχε γίνει ζώο για εκείνον.
Μούγκριζε και ούρλιαζε σαν αγρίμι.
έξυνε τα σεντόνια με τα νύχια της, την πλάτη του.
Τέλειωνε μέσα σε κυκλικά οργασμικά χρώματα.
Έπειτα συγκεντρώθηκε στα μάτια του.
Αιχμαλώτισε και τις πέντε αισθήσεις της για να τις αφήσει στα χέρια του.
Γλώσσα, χέρια, σούρσιμο στην σκοτεινή ζούγκλα, στο ποτάμι, στην θάλασσα.
Κι έπειτα ξεχύθηκε όταν κατάφερε να συγκεντρώσει όλες τις αισθήσεις στον οργασμό πάνω του.
Ήθελε να τον φάει.
Ήθελε να την φάει.
Το σεξ έπαιζε ζάρια με τους Εωσφόρους και τις θρησκείες και τους ψυχαναλυτές.
Ο έρωτας είναι αιρετικός, σκέφτηκε όταν πιά κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του σαν έμβρυο στον σάκο.
Χάιδεψε με.
Σε χαιδεύω, κοιμήσου. Θα σε προσέχω για λίγο.
Έξω άρχιζε η μέρα να ανοίγει τις φλούδες της.
Μάλλον θα ήταν γεμάτη σύννεφα.
Αυτοί έκαιγαν.
Μέσα και έξω τους.
Μια αδιαφορία τους τύλιγε για όλα τα άλλα.
Ψωμί κι αλάτι.
Αδιάφορο πιά τι είχε συμβεί τον καιρό που ήταν χώρια.
Δεν ήθελαν να ξανακάνουν λάθη.
Η αλήθεια ήταν πως τώρα ήταν πιό πολύ ελεύθεροι μέσα τους.
όταν τον είδε να φεύγει είδε ξανά έναν ιππότη.
Όχι των παραμυθιών και του ντιβανιού. Η αλήθεια είναι πως ο Φρόυντ δεν άντεχε να κοιτάζει τον ''ασθενή'' στα μάτια, γι αύτό τον ξάπλωνε για να κοιτάζει αλλού.
Νευρώσεις.
Ψυχώσεις.
Ενώ το φίδι του σεξ ζητά τροφή.
ΚΟιμούνται χώρια.
Ο καθένας σπίτι του.
Μα η ουσία του άλλου ήταν μέσα τους.
Η πόλη ξύπνησε.
Ο έρωτας όμως δεν κοιμόταν ποτέ.
Καμμιά φορά καμώνεται πως κοιμάται για να μην τρομάξει τον πεινασμένο.
Ζήσε σαν να ζεις χίλιες ζωές σε μια στιγμή, αυτό ήταν το πιστεύω της.
ήθελε παρέα όμως σε αυτήν την γιορτή.
Δεν ήταν πολλοί πρόθυμοι γι αυτό κι ας έδειχναν το αντίθετο.
Εκείνος ήταν....
Παρασκευή, 10 Μαΐου 2013
Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ' αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ' από την ψυχή και τον ίσκιο.
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ' αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ' από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ' αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ' τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ' τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.
Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ' άλλον τρόπο,
παρά μ' ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ' άλλον τρόπο,
παρά μ' ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
Τρίτη 2 Ιουνίου 2015
Κατσάνης, Βαγγέλης (1933-2009) -- "Όταν οι Ατρείδες..."
http://www.apgrd.ox.ac.uk/productions/production/7271
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ.κντ1
http://www.biblionet.gr/ΚΑΤΣΑΝΗΣ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ.κντ
http://alpha-web.de.a9sapp.eu/portal/record/2055708/507869.html
Παρουσιάσεις- Κριτικές
Ελληνική Διασπορά.
Πέτρος Χάρης.
http://www.eens.org/EENS_congresses/2014/shamanidi_sophie.pdf
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=149727
http://www.eens.org/EENS_congresses/2014/shamanidi_sophie.pdf
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=149727
Ετσι & Αλλιώς
Στις 13 του περασμένου Δεκεμβρίου έφευγε αναπάντεχα από τη ζωή από ανακοπή, στα 74 του, ο συγγραφέας Βαγγέλης Κατσάνης. Μια μέρα πριν, στις 12 Δεκεμβρίου, είχα συμπτωματικά αναφερθεί παραδίπλα στο πρώτο θεατρικό του έργο «Οταν οι Ατρείδες...», το οποίο, ενώ είχε επιλεγεί να παιχτεί το καλοκαίρι του 1964 στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ματαιώθηκε, με κυβερνητική εντολή, επειδή εκτιμήθηκε ότι έθιγε τον εύθικτο θεσμό της βασιλείας.
Ηταν η σύζυγός του η οποία με είχε πληροφορήσει μερικές ημέρες αργότερα ότι στις 31 Μαρτίου (την ερχόμενη Τετάρτη δηλαδή), στις 12 το μεσημέρι, θα πραγματοποιηθεί στον «Ιανό» (Σταδίου 24) εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του, επ' ευκαιρία και της έκδοσης της ποιητικής του συλλογής «Το κουτί με τα ποιήματα».
***
Η κυρία Κατσάνη είχε την καλοσύνη να μου στείλει τη συλλογή αυτή, μαζί με το μυθιστόρημά του «Ο καθρέφτης της τρέλας μας» (και τα δύο από τις εκδόσεις «Βιβλιοπέλαγος»). Γιατί ο Κατσάνης, με σπουδές στα νομικά, υπήρξε αθόρυβος μεν, πολυσχιδής δε συγγραφέας: Εκτός από τους «Ατρείδες», είχε γράψει ακόμη τρία θεατρικά έργα, δύο πεζογραφήματα, πλήθος μεταφράσεων λογοτεχνικών έργων (Χένρι Μίλερ, Χέμινγουεϊ, Τζακ Λόντον, Πάαρ Λάνγκερβιστ, Χέρμπερτ Γουέλς κ.ά. -συνολικά 60), καθώς και σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Τιμώντας την προσφορά και τη μνήμη του, μεταφέρω ένα ποίημά του (τόσα πολλά τα καλά) από τη συλλογή που θα παρουσιαστεί την Τετάρτη. Τίτλος «Ending», από την ενότητα «Εξι ποιήματα με εγγλέζικους τίτλους»: «Χρώματα δίψας - βήματα φωτιάς./ Το κόκκινο του ξύλου υπνώττοντας/ το πράσινο του φύλλου ελπίζοντας/ το κίτρινο της δύσης πονώντας./ Φθινοπωριάζουνε τα όνειρα στα χέρια μας/ και σκοτείνιασαν την καρδιά μας καταιγίδες./ Δυσδιάκριτος μες την ομίχλη/ ο παλιός πύργος σε ανάταση/ ταξιδεύει με περιπάθεια τα ουράνια/ πασχίζοντας εναγώνια να προκαλέσει/ μια μοναχή στάλα βροχής/ μια στάξη αίμα./ Ποιος θα μας σώσει;»
ΣΗΜ. «Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες»... (Μανόλης Αναγνωστάκης)
ghionis@enet.gr
Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Πέντε μικρά θέματα
I
Μες στην κλειστή μοναξιά μου
Έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια
Στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου.
Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς
Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας
Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους.
Έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια
Στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου.
Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς
Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας
Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους.
II
Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα
Μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές
Κύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες
Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα
Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα
Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου
Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.
Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα
Μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές
Κύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες
Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα
Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα
Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου
Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.
III
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε).
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε).
IV
Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά
Λησμόνησα την αγάπη που ’ναι μόνο αγάπη
Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του όνειρου
Ένιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου
Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.
Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά
Λησμόνησα την αγάπη που ’ναι μόνο αγάπη
Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του όνειρου
Ένιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου
Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.
V
Χαρά, Χαρά, ζεστή αγαπημένη
Τραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά
Στα γυμνά μου μπράτσα το είδωλό σου συντρίβω
Χαρά μακρινή, σαν τη θάλασσα ατέλειωτη
Κουρέλι ακριβό της πικρής αναζήτησης
Άσε να φτύσω το φαρμάκι της ψεύτρας σου ύπαρξης
Άσε να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου
(Ανελέητο κύμα της νιότης μου).
Χαρά, Χαρά, ζεστή αγαπημένη
Τραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά
Στα γυμνά μου μπράτσα το είδωλό σου συντρίβω
Χαρά μακρινή, σαν τη θάλασσα ατέλειωτη
Κουρέλι ακριβό της πικρής αναζήτησης
Άσε να φτύσω το φαρμάκι της ψεύτρας σου ύπαρξης
Άσε να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου
(Ανελέητο κύμα της νιότης μου).
Ω ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)