Απέναντι τα βουνά,
καθώς βυθίζονται στο τελευταίο φως˙
απέναντι κι ο εχθρός, με τις
κάνες του υψωμένες,
κι ο θεός απέναντι, στις οθόνες,
μαζί με το
σωματίδιο του Higgs.
Όλα απέναντι το ένα στ’ άλλο
κι εκεί όπου
ήταν η Μυρτώ:
τα πράγματα άθικτα στη θέση που τ’ άφησε,
το παράθυρο ανοιχτό
κοιτάζοντας τη θάλασσα,
το κενό που ο πόνος
του μίλησε με τα χείλη
του άστρου που
τρεμοσβήσει,
το κλεισμένο χάδι στο χέρι που απλώθηκε
και δε σε βρήκε,
το δάκρυ που έσταξε
και στέρεψε ο κόσμος.
Άνεργος γλύπτης ο
χρόνος πηγαινοέρχεται
αναζητώντας το
πρόσωπό της.
Υποκείμενο και αντικείμενο
κι ανάμεσά τους χάος της Ησιόδειας
νύχτας
όπου περιπλανιέσαι χωρίς σημείο αναφοράς
μ’ ένα σαράκι σαν
υποψία φωτός να τρυπάει μέσα σου
το σκοτάδι,
ενώ παλεύεις απεγνωσμένα για ν’ αγγίξεις
ένα σημείο να πιαστείς
μια αλήθεια να πατήσεις και να βγεις
στο φως της σκηνής
της Επιδαύρου.