Έφυγαν,
έχοντας φτάσει στην άκρη της απελπισιάς
δίχως ελπίδα να βρουν το δίκιο τους
και δύναμη
ν’ αντέξουν
τη ντροπή στην αποικία.
Πολίτες-οπλίτες αυτοί,
από καταγωγή,
δεν άντεξαν τον ευτελισμό
και την πατρίδα τους υποταγμένη
στους ανθύπατους και τους επιτρόπους.
«Δεν είναι αυτή η Ελλάδα μας», ψιθύρισαν,
«Δεν είναι αυτή η πολιτεία μας»
«Εδώ κατοικούν άνθρωποι άλλης φυλής».
Μεσάνυχτα στα βουνά
έγραψαν τη διαθήκη τους
περπατώντας μοναχοί πάνω στο χιόνι-
μάταια περιμένοντας το σύνθημα των συντρόφων .
Σπιθοβολούσε απάνω τους το στερέωμα
και στ’ άστρο που λαμπύριζε μιλούσαν:
«Νοιώσε με˙
δεν μπορώ να κοιτάξω άνθρωπο στα μάτια,
δεν αντέχω άλλο τη ντροπή».
Ώρες μοναχοί
αποκομμένοι από κάθε ελπίδα
αποξενώθηκαν ώσπου πήραν στο χέρι τους
την τελευταία τους
δυνατότητα.
Το λευκό τους πουκάμισο το φούσκωνε ο αέρας
καθώς έπεφταν στο κενό
και σμάρι περιστέρια κατέβαιναν μαζί τους
κλείνοντας οριστικά την αντιπαράθεσή τους
με το πεδίο βαρύτητας.
ΙΙ
Με τον ιδρώτα του προσώπου τους έβγαζαν το ψωμί τους
κι αγάπη για τους γύρω τους έτρεφαν
και συνεπείς στις υποχρεώσεις τους ήσαν,
πριν οδηγηθούν στην πτώχευση και την ανεργία.
Ωστόσο ερήμην δικάστηκαν
και ο παπάς αρνήθηκε να τους διαβάσει,
ορίζοντας να ταφούν δίχως τελετουργικό
κανένα.
Σιώπησαν οι
άρχοντες κι οι ηγεσίες
σιώπησαν κι οι λόγιοι
και πίσω από τους ιατροδικαστές κρυφτήκαν,
λόγο αποφεύγοντας να κάνουν
για του
νέου Ζαλόγγου το χορό.
Τους αποχαιρέτησε ο νυχτοφύλακας με λόγια
που έκαναν
τα μάτια να βουρκώσουν
και τύψεις πολλοί να αισθανθούν
για όσα με τη συνέργειά τους συντελέστηκαν--
ανήμποροι να φανταστούν πως
για ένα φιλότιμο και μια υπόληψη
τόσα αδέλφια τους θα σπρώχνονταν
στη λευτεριά του Χάρου!
Ώρα έντεκα κάθε
μέρα,
πέφτουν νιφάδες χιονιού
και το αίμα κυλάει νωπό στο πρόσωπό τους.
Περνούν τα τρένα σφυρίζοντας
και στο σταθμό ένα σημείωμα ανεπίδωτο
που το μετατοπίζει ο αέρας και χάνεται
στο βάθος της σήραγγας--
χωρίς να το ζητήσει κανείς.
Ποιος ήρθε ;
ποιος έφυγε;
ποιος είναι;
Κενό.
Σωριάστηκε η δέση πούφερνε το νερό,
οι στέρνες αδειανές, τ’ αυλάκια στεγνωμένα
και το μεγάλο ρέμα απέραντος
ξεριάς,
χωρίς νερό μια στάλα.
Μόνο τη νύχτα, όταν σταματούν οι
μυλόπετρες,
ακούς τον ήχο του καθώς διαβαίνει στο ρέμα χαμηλά κάτω απ’ τις πέτρες,
που απίθωσε στο διάβα της η θεομηνία.
Ω να έσωνα αδελφέ αυτό τον ήχο
πριν τα ίχνη σου χάσω οριστικά.
Ω να έσωνα την ψυχή μου να σε συντροφεύει
σαν όαση αγάπης ουρανόσταλτης
γύρω απ΄την κατοικία σου στην έρημο!.
Δεν θά’ρθει απόψε!
Δεν θ’ ακούσεις ξανά τακ-τακ, τακ-τακ, τακ-τακ
στον τοίχο του κελιού σου.
Ο εξακισχιλιοστός διακοσιοστός
εβδομηκοστός τρίτος Έλληνας, δολοφονήθηκε χθες στην άκρη της κεντρικής πλατείας,
στη ρίζα του πλατάνου,
πριν ο λαός απαλλαχτεί απ’ τη μεγάλη λέρα.
Βρέθηκε ακέραιος, με το κεφάλι γερμένο αριστερά,
ένα σημείωμα στο χέρι
και λίγες
λέξεις κολλημένες στο στόμα
απ’ τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη ή το
Δημόκριτο-
δύσκολο να το διακρίνεις.
Όπλο δε βρέθηκε˙
δράστες
και ηθικοί αυτουργοί διαφεύγουν,
ενώ βάσιμες πληροφορίες λένε
πως κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι.
Στην καρδιά που τον βρήκε η σφαίρα
άνοιξε μια τρύπα ουρανός
και ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο
καρφώθηκε
στου κόσμου την «καλλίστην αρμονίην».
Δεν θά’ρθει απόψε!
Δεν θά’ρθει!
Άσε το παράθυρο ανοιχτό!