Share

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Ζωή Δικταίου - Σ’ ένα «μου»

 

Καθισμένος με τις ώρες στη σκιά του πρίνου,

χωρίς να μαλώνει πια τον εαυτό του,

μετρούσε και ξαναμετρούσε

τη μια τα δάχτυλα,

και τους ρόζους στο γέρικο κορμό,

κι άλλοτε, μέσα στα δαχτυλίδια του καπνού

μαζί με τα ενήλικα σημάδια,

και τα αδέσποτα λάθη,

τις έκπτωτες, τις ξέμπαρκες μέρες.

Ολόκληρη η ζωή του, μια κούπα αλισάχνη

που είχε πιει ως τον πάτο,

άπλωσε το χέρι, κάπως δισταχτικά,

έκοψε ένα χαμομηλάκι,

το έφερε στη μύτη, το μύρισε,

μετά στα χείλη,

κάπως γλύκαινε ο κόσμος του.


Από καφενείο, σε καφενείο,

«φίλε μου», του έλεγαν,

και στο δρόμο, και στην αγορά, το ίδιο,

το χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά,

«φίλε μου», ή «Κωστή μου»

κι ας μην υπήρχε κανένα γνώρισμα φιλίας,

το ένιωθε,

η υποκρισία εξωραϊσμένη σε όλο της το μεγαλείο,

χωρούσε σ’ ένα «μου»,

ορκιζόταν στη ναυτοσύνη

η φουρτουνιασμένη φύση του, δεν το άντεχε.


«Μου», μ’ ένα μορφασμό αηδίας,

«μου», δεύτερη φορά σαρκάζοντας,

«τα χάλια σας, ανάθεμά, μούντζες που θέλετε».

Θέλανε, τους λίγους παράδες

που είχε μαζέψει τόσα χρόνια στα μπάρκα,

τους είχαν βάλει πολλοί στο μάτι,

φίλοι, συγγενολόι, σκυλολόι,

πάντα θα υπάρχει

ένας παππάς που ονειρεύεται

μνημόσυνα, ευχέλαια, και παχυλές δωρεές,

«έχεις φωτοστέφανο Κωστή, φίλε μου»,

τονισμένο το «μου»,

ένας πρόεδρος που ζητά ευεργεσίες,

ένας γείτονας,

που ψάχνει συνέταιρο,

σε κάτι μεσοβέζικες βρομοδουλειές,

ένας πολιτικάντης που τάζει.


Βασάνιζε το μυαλό του,

αυτό το «μου», τόσο ψεύτικο,

στην προσποιητή οικειότητα,

ξανάρχονταν κύματα οι θύμησες,

η ψυχή, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από αυτή,

φορτωμένη αλισάχνη, και ματαιώσεις,

κι όμως να ανυψώνεται σε διαρκή αναζήτηση.

Ελεύθερος, χωρίς αδυναμίες τώρα πια,

χωρίς και την πλάνη της ευτυχίας

αναγνώριζε

σχεδόν όλες τις φαύλες πρακτικές,

σαπουνόφουσκες που περίμενε να σκάσουν.


Στον απόηχο της ζωής

πλησιάζοντας στη στερνή πράξη,

τελευταία αίσθηση

η άρνηση να συνεχιστεί η παρωδία, τού «μου».

Το κατακόκκινο θολό βλέμμα

αντιφέγγιζε παλιές και καινούργιες φλόγες,

ανάμεσά τους κάποιες εικόνες,

φράσεις λειψές, ναι, μα ολόκληρες αλήθειες,

εκεί, στα φανερά και στα κρυφά,

μέχρι να ειπωθούν τα ανείπωτα,

χωρίς «μου».


Δίχως τέλος,

συνειδήσεις ράθυμες, βολεμένες,

καιροσκόποι, κόλακες, συμφεροντολόγοι,

πιασμένοι από ένα, «μου»,

χαμογέλασε πικραμένα,

φτενή η Μοίρα,

σε μια άγονη προσκόλληση

να εξαργυρώσουν τις εύκαιρες ώρες,

αγίνωτο προζύμι τούτες οι σχέσεις,

κι αυτός, στεριανός πια,

αιώνια πιστός στην ουτοπία της τιμής

θυμόταν, που όταν έπιαναν λιμάνι

έγραφε πάνω στο νερό ονόματα

με τη δόξα της νοσταλγίας.

Τώρα, ευχόταν, να μπορούσαν να καταλάβουν

να τον άφηναν ήσυχο,

να κάθεται εκεί μονάχος, να ζητά μια θέση στον ήλιο

με μόνη συντροφιά

ένα ημερολόγιο και τη μαύρη γάτα του.


Άνοιγε ένα – ένα τα κιτρινισμένα γράμματα,

«αγαπημένε μου», διάβαζε,

άλλα πάλι έγραφαν «αγάπη μου»,

ένα «μου», παντοδύναμο,

να τον τρελαίνει.

Ήξερε πως εκείνες οι γυναίκες,

που είχαν γείρει στην αγκαλιά του,

χωρίς παρακάλια,

πολύ απλά, τον είχαν χρησιμοποιήσει,

και αφού εκπλήρωσε τις επιθυμίες τους,

όσες μπόρεσε,

το ίδιο απλά, τον είχαν ξεχάσει.

Έμεναν μόνο κάτι ξεθωριασμένα «μου»

θαρρείς και δεν υπήρχαν άλλες λέξεις,

θαρρείς και όλες οι πληγές

βρισκόταν συγκεντρωμένες, σ’ αυτό το «μου»

να τον καίνε βαθιά,

εφιάλτες στις άναρθρες νύχτες,

βλέπεις, οι αιώνιοι όρκοι δεν είναι συμβόλαια,

είναι λόγια, μόνο λόγια

που παίρνει το ρέμα σαν φύλλα.

Είτε το άκουγε, είτε το διάβαζε,

αυτό το «μου»,

ένα καμπανάκι χτυπούσε μέσα του,

«φυλάξου από τις ομοιότητες», σκεφτόταν,

φυλάξου Κωσταντή,

ένα «μου», μπορεί να σε κάψει,

να σε πνίξει, ή

να σε θάψει,

ένα «μου» Κωσταντή, μια παγίδα,

ένας ύπουλος ύφαλος.


Ζωγράφιζε μενεξέδες η δύση,

μια ματιά μακριά, προς τη μεριά της θάλασσας,

το βλέμμα ίσα που πρόλαβε,

σε αθόρυβη χαμηλή πτήση μια κουκουβάγια,

από τα κεραμίδια στις κουκουναριές.

Ολόλευκη, πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς,

η δική του είχε σφιχτεί,

θυμήθηκε τα εκπληκτικά της μάτια,

είχε κρατήσει την εικόνα της

από τότε που την είχε δει στον ανεμόμυλο,

μεσάνυχτα με φεγγάρι,

πόσος καιρός αλήθεια,

στα ψηλά δώματα της Κρήτης

παιδί ακόμη,

εκείνη η δασκάλα,

με τ’ ανθισμένα δάκρυα στα βλέφαρα,

αινιγματική, ναι αλλιώς δεν θα την θυμόταν.

«Τυτώ λοιπόν, η μυθική,

αυτή που βλέπει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων,

εκεί που οι άλλοι αδυνατούν»,

η ανάμνηση ξέθαψε τα λόγια.

Λες και είχε πετάξει

από το εξώφυλλο τού παλιού αναγνωστικού

λες και ήρθε να τον λυτρώσει,

μια αθώα ανάμνηση ήταν μόνο,

μια αφή σ’ ένα χέρι χλωμό.

«Τυτώ, γιατί η σοφία

μεταγράφει την απλή γνώση, σε βίωμα,

σε καρπό, σε πνεύμα», πρόσθεσε τη δική του εκδοχή,

μακριά από φασαρία και φώτα,

μακριά και από τα κάλπικα «μου»,

στο ανεπαίσθητο θρόισμα της Όστριας,

συλλάβιζε

αλμύρα και ανορθόγραφη ζωή,

ζωή δική του, και όχι μιας μαριονέτας,

όση του έμενε,

μοναχικός, και ασυμβίβαστος,

σ’ ένα κόσμο που όσο εύκολο είναι

να χαρακτηρίζεις κάποιον δικό σου,

προσθέτοντας μόνο ένα «μου»

τόσο, μα τόσο εύκολα

μπορείς και να τον χάσεις.

«Τό ’παμε Κωσταντή, οι εγγυήσεις δεν,

χωράνε σ’ ένα «μου»,

φύσηξε ψηλά τον καπνό.



Σχεδίασμα Β΄

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ- Ο Θεός Κόνανος

ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ- Ο Θεός Κόνανος 

Παρουσίαση

"Από τα αρχαία χρόνια γινόντανε αυτές οι μαγείες κ' είχε στοιχειώσει όλο ο τόπος και γέμισε δαιμόνια αρσενικά και θηλυκά και κάθε λογής τελώνια, αστρομαγικά, νυχτολάλα, γελαζούμενα, δακρυσμένα, κουφά, φαρμακόφιλα, ερωτομανικά, φιλόνεικα, βροντερά, καταχθόνια, φιλόχρυσα, πορνικά, σκοτεινά, ωργισμένα. Άλλα φανερωνόντανε την αυγή τα λεγόμενα ορθρινά, άλλα το μεσημέρι τα λεγόμενα μεσημβρινά, άλλα μεσονυχτικά, ή ποταμίσια, ή πηγαδίσια, ή στο βούρκο, ή στον καλαμιώνα, ή στα κλαδιά του δέντρου, ή στο λόγγο, ή στα χαλάσματα, ή στα μνήματα τα ειδωλολατρικά". (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Αναστατική έκδοση, όπως δηλαδή την είχε εκδώσει ο ίδιος το 1943. Συνοδεύεται από εκδοτικό σημείωμα του Σταύρου Ζουμπουλάκη, όπου θα παρουσιάζεται η εκδοτική ιστορία του βιβλίου. (Από τον εκδότη)

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΝΟΙΧΤΗ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

 Ανοιχτή η καρδιά μου σιμά σου,

σα ρόδι που άνοιξε
κι οι σπόροι του σκορπίσανε
στην αγκαλιά σου.
31-5-2015

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Oδυσσέας Ελύτης : Ρήμα το Σκοτεινόν



Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ’ ορφανό πάνω απ’ τα κύματα

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά
καιρούς
Mέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
κήπους
Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
πεθαμένους να κατατρομάξεις

Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας
Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης

Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε “ουρανός” δεν είναι· “αγάπη” δεν·
“αιώνιο” δεν. Δεν
Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ’ αιθερίου
θηράματα
Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν’ αντισταθμίζει
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

(από Tα Eλεγεία της Oξώπετρας, Ίκαρος 1991)

Πηγή Ρήμα το Σκοτεινόν (Oδυσσέας Ελύτης)  https://ikarosbooks.gr/551-ta-elegeia-tis-oxopetras.html  

Ο Εγγονόπουλος και το ρεμπέτικο. Διάλεξη από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

«Ο Εγγονόπουλος και το ρεμπέτικο»  

Τρίτη 9 Μαΐου 2023

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ


Απέναντι τα βουνά,
καθώς βυθίζονται στο τελευταίο φως˙
απέναντι κι ο εχθρός, με τις κάνες υψωμένες,
κι ο θεός απέναντι- διασκευασμένο επεισόδιο για τις οθόνες-
μαζί με το σωματίδιο του Higgs που περνάει
άφαντο το ποτάμι κι ανηφορίζει φορτωμένο σε
ιδρωμένους προσκυνητές
που εύπιστοι δείχνουν κι αποφασισμένοι να εμπιστευτούν
ακόμα κι κείνο που δεν κατανοούν.

Όλα απέναντι το ένα στ’ άλλο
κι εκεί όπου ήταν η Μυρτώ
τα πράγματα άθικτα στη θέση που τ’ άφησε,
το παράθυρο ανοιχτό κοιτάζοντας τη θάλασσα,
διάχυτη ευωδιά γιασεμιού στο κενό
που τρυπάει το δωμάτιο,
μετέωρα διαστήματα
χάσματα
καθρέπτες
γωνιές μυστηρίου σκοτεινές
κι ο ριζωμένος πόνος
που μίλησε με τα χείλη τ' άστρου που τρεμοσβήνει
κι έγινε μουσική,
το κλεισμένο χάδι στην παλάμη του χεριού που απλώθηκε
και δε σε βρήκε,
το δάκρυ που έσταξε και χάθηκε ο κόσμος.

Άνεργος γλύπτης ο χρόνος πηγαινοέρχεται
αναζητώντας το πρόσωπό της
τους καθρέπτες συντρίβοντας και
τα όρια από τους φράχτες δοκιμάζοντας-
παρουσία και απουσία.

Υποκείμενο και αντικείμενο
κι ανάμεσά τους χάος της Ησιόδειας νύχτας
όπου περιπλανιέσαι χωρίς σημείο αναφοράς
μ’ ένα σαράκι μέσα σου σαν υποψία φωτός
να τρυπάει το σκοτάδι,
ενώ παλεύεις απεγνωσμένα για ν’ αγγίξεις
ένα χέρι να πιαστείς
ένα πόμολο ν' ανοίξεις
μια αλήθεια να πατήσεις και να βγεις
στο φως της σκηνής
της Επιδαύρου.

9/5/23

Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Γ. Κωνσταντινίδης/Y. Konstadinidis - 5 Τραγούδια της Προσμονής/5 Songs o...

Το Μπλόκο της Καισαριανής ~ Χάρις Αλεξίου (1976)

Στίχοι: Νότης Περγιάλης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης ● http://contramee.wordpress.com/2012/0... Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Που γίνηκε μια Κυριακή πρωί με τη δροσούλα. Γιώργη με τη γλυκιά φωνή, με τις φαρδιές τις πλάτες, πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και τραγούδησες και τάραξες τη γειτονιά ως πέρα στο Παγκράτι. Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Λευτέρη, με τα γαλανά τα μάτια και την ομορφιά, τους τοίχους που μπογιάτιζες πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και ζωγράφισες, και το κοιτάν στη γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι? Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ, Δημήτρη καροτσέρη, π' άφησες έρμο τ' άλογο, να τριγυρνά στους δρόμους και το κοιτάν στην γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι.

Θάνος Μικρούτσικος - Γιάννης Κούτρας - Kuro Siwo - Official Audio Release

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια. Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο. Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα, χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια. Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια που σου `πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, κι ο λόγος της μες’ το μυαλό σου να σφυρίζει, "ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; " Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει. Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη. Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει. Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζωνη κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι, πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Μίκης Θεοδωράκης Λιποτάκτες

Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Διονύσης Σαββόπουλος - Πρωινό


Στίχοι - Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος, Συμμετέχει Αφροδίτη Μάνου Σβήνω αυτό το φως βάλε για καφέ ξημερώνει, πού 'ναι τα κλειδιά μου τα λεφτά είναι στην ψωμιέρα κι ότι ζήσαμε μες στη νύχτα αυτή σαν σπουργίτι το τζάμι μας ραγίζει. Ραγίζει η αγάπη μας κομμάτια κι αποσπάσματα γυρεύει αίμα και ρίζες μεροδούλι μεροφάϊ στιχουργική κι όταν ριζώνει, ουράνιο τόξο είδες ανοίγει ξάφνου μες στης κυκλοφορίας την αιχμή -κλείσε το νερό -δεν άκουσα τι λες -αλλαξιές σου αφήνω στο καλοριφέρ είπα η νύχτα ίσως είναι πρόληψη κοινή, θρυμμάτισμα γυαλιού σαν αράχνη, εφτάχρονη φοβία Γυρίζω την πλάτη μου και να το πάλι εδώ μπροστά -θα ξαναβρούμε τους φίλους μας θα βγαίνουμε τα βράδια όπως πριν το καλοκαίρι θα πιάσουμε ένα σπίτι ξαναγυρνώντας στο απότομα ατέλειωτο ρεφραίν -στις εννιάμισι θα πάω απ' το γιατρό αν αργήσω, να ο αριθμός -τα παιδιά κοιμούνται ακόμα κι ότι ζήσαμε μες στη νύχτα αυτή ξημερώνει με στάχτες στον αέρα. Και φεύγει αόρατο αλλάζοντας ταχύτητες ζητώντας δρόμο στην πολιτεία μας να μπεί σαν μια καινούργια μουσική κι όταν ριζώνει, ουράνιο τόξο τέλειο ανοίγει ξάφνου μες στης κυκλοφορίας την αιχμή.

Ithaca C. P. Cavafy | Recitation by Sean Connery - Music by Vangelis

Μαρία Σουλτάτου * Μάνα μου Ελλάς *

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Ορχήστρα Smyrna - Ανάθεμα τον αίτιο (Anathema ton aitio)


Ανάθεμα τον αίτιο Κι ας το `χει αμαρτία ×(2) Να χωριστούμε αγάπη μου Χωρίς καμιά αιτία ×(2) Συ μπαξές κι εγω φυντάνι Να σ’ απαρνηθώ δεν κάνει Αγάπα με πουλάκι μου Όπως μ’ αγαπάς πρώτα ×(2) Τα ξένα λόγια μην ακούς Μον’ την καρδιά μου ρώτα ×(2) Σάλτα κι άρπα με απ’ το κύμα μην πνιγώ κι έχεις το κρίμα Χελιδονάκι θα γίνω να πέσω στην αυλή σου ×(2) Να κάνω πως επέθανα  Για να γενώ δική σου ×(2) Κλαίει η καρδιά μ’ και δε μερώνει Σαν της ερημιάς τ’ αηδόνι Θα το χω το παράπονο σε όλη τη ζωή μου ×(2) Όταν σε συλλογίζομαι θα τρέμει το κορμί μου ×(2) Συ μπαξές κι εγω φυντάνι Να σ’ απαρνηθώ δεν κάνει

Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

Εν λευκώ - Νατάσα Μποφίλιου


Στίχοι:Γεράσιμος Ευαγγελάτος Μουσική:Θέμης Καραμουρατίδης

Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου

Γιατί τα βράδια κρύβεστε στο γκρίζο

Βλέπω στο άσπρο σας την προβολή μου

Και το μετά απ' το μετά γνωρίζω

Αν είχα θάρρος για να πω το έλα

Τώρα δε θα' χα τη φωτιά στο αίμα

Αν είχε χρώμα θα 'ταν άσπρη τρέλα

Αν είχε σώμα θα 'ταν πάλι ψέμα

Κοίτα τα χέρια πως γυρνούν στον τοίχο

Σα να χορεύουνε με τη σιωπή μου

Κι εγώ που χρόνια γύρευα το στίχο

Που θα εξηγήσει τη βουβή ζωή μου

Μεταμφιέζω τη σιωπή σε λέξη

Και τη χαρίζω σ' όποιον μου εξηγήσει

Να 'χει το μέλλον μου να επιλέξει

Ποιο παρελθόν μου θα ξαναγυρίσει

Τίποτα σημαντικό

Ζω μονάχα εν λευκώ

Τιποτα σημαντικό

Ζω μονάχα εν λευκώ

Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου

Καλά τα λεν' οι έγχρωμοι μου φίλοι

Το πρόβλημά μου η υπερβολή μου

Κι ότι αργεί απάντηση να στείλει

Αν είχε θάρρος να φανεί ο λόγος

Τώρα δε θα 'τανε φωτιά στο αίμα

Αν είχε χρώμα θα 'ταν άσπρο ο φόβος

Αν είχε σώμα θα 'ταν σαν κι εμένα

Αν σ' αγαπούν να μάθουν να το λένε

Κι αν δε στο πουν να μάθεις να το κλέβεις

Κι αν θες να δεις τ' αληθινά να καίνε

Πρέπει στο ύψος της φωτιάς ν' ανέβεις

Και σε λυπούνται που δεν το 'χεις νιώσει

Κι εσύ λυπάσαι που το ξέρεις πρώτος

Και που κανείς δεν είχε λάβει γνώση

Πως η σιωπή σου ήταν χρόνια κρότος

Δικαίωμά μου να ποντάρω λίγα

Δικαίωμά μου να πηγαίνω πάσο

Κι εκεί που λένε πως ποτέ δεν πήγα

Εγώ δεν πρόλαβα να το ξεχάσω

Κι όποιος ρωτήσει γιατί πάντα φεύγω

Μ' αυτόν τον τόνο του λευκού στο βλέμμα

Του λέω μια φράση σα να υπεκφεύγω

Με μια ελπίδα να' ναι σαν κι εμένα

Τίποτα σημαντικό

Ζω μονάχα εν λευκώ


Ερωτευόμαστε ξανά- Σοφία Μανουσάκη

Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει - Αντώνης Καλογιάννης