Share

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

J. Michael Yates -ΘΑΝΑΤΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ I

 

Ποίημα καλού μου φίλου J. Michael Yates που έφυγε το 2019.
Poem by my good friend and mentor J. Michael Yates who passed 2019.
ΘΑΝΑΤΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ
I
Το μαύρο δέντρo στο τέλος του δρόμου
αποπνέει την τελευταία συλλαβή
της τελευταίας πρότασης
Το μαύρο δέντρο στο τέρμα
είναι το μόνο μέρος του ορίζοντα μου
που δεν απομακρύνεται καθώς πλησιάζω
Τα χέρια, η κεφαλή και τα πόδια μου
έλκονται κοντά του σαν τους δείχτες της πυξίδας
και το δέρμα μου παρομοιάζει και
δίνει την αίσθηση σκοτεινόχρωμου ξύλου.
Τώρα τα μέρη μου δεν ανήκουν σε κανένα σύνολο
τα άκρα μου μόνο μοιάζουν σε μέρη άλλων πραγμάτων
και το τσεκούρι που πάντα κουβαλώ
άρχισε να σκουριάζει.
Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
κι η φωτεινή
αποτελούν το ίδιο φεγγάρι
ένα μικρό κύκλο ψεύτικο φως
στο απέραντο ψεύτικο σκοτάδι.
DEATH THE FIRST
I
The black tree at the end of the road
exclaims the last syllable of the last sentence.
The black tree at the terminus
is the only part of my horizon
that doesn’t retreat as I near.
My hands and head and legs
magnetize toward it like compass needles
and my skin takes on the
look and feel of wood, darkly-grained.
Now my parts belong to the whole;
my limbs only resemble parts of other things,
and the axe I’ve carried always
has always been rusting.
The moon is a dark side
and a light side
and all the same moon;
a small circle of fraudulent light
in the long fraudulent dark.
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο
Εσείς και 30 ακόμη
5 σχόλια
1 κοινοποίηση
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Άνεμος Της Παναγίας, Ποίηση Οδυσσέας Ελύτης, Μουσική Η. Ανδριόπουλος - Ambitus Choir

Άνεμος της Παναγίας – του Οδυσσέα Ελύτη

Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων

Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

[Από τη Θητεία του καλοκαιριού.]

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Ηέλτιος- Πάνω σ' ένα μηδέν


Πάνω σ' ένα μηδέν
που κατρακυλάει απ' τα βουνά στον κάμπο, όπου περνάει σερνάμενο σα φίδι το βαθύ ποτάμι,
παλεύω με λίγες ακτίνες απ' το ηλιοβασίλεμα να κρατήσω το πρόσωπό σου
μαζί με τα πρόσωπα των φίλων που νίκησαν τον καιρό
και γέμισαν τη στενή ζωή μας με της ψυχής την αρχοντιά
που μεγάλωσαν αλλά δε γέρασαν
και κρατούν ακόμα στο χέρι το μαντίλι
ορθοί για τον χορό τον τσάμικο και τον συρτό
στο ευλογημένο τ' Αγιανιού πανηγύρι.
14/5/21

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Ηέλτιος- Παιχνίδια


Σε χάνω
μέσα στα δέντρα
τα ποτάμια
τα πλατάνια
τις σκιές
μέσα στις λέξεις κυνηγώ
το φάντασμά σου
ξέρω πως δεν είσαι εκεί
και πως δεν έχω ελπίδα
παρά την εικόνα μιας νοσταλγίας
μήπως και περάσεις κάποια στιγμή
από το παλιό εικόνισμα
όπου σκύβοντας να προσκυνήσω
σου άγγιξα το χέρι.
11/5/21

Η ιδανική μορφή της Τέχνης / Βασίλης Τσαμπρόπουλος

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Ελευθερία Αρβανιτάκη - Σαμ Ελ Νεσίμ


Ποίηση: Κ. Π. Καβάφης Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου Το ωχρόν μας Μισίρι με βέλη ο ήλιος πλήρη πικρίας και πείσματος καίει και δέρει, και με δίψαν και νόσον το καταπονεί. Το γλυκύ μας Μισίρι εν μια γελαστή πανηγύρει μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει, και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί. Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ την άνοιξιν αγγέλλει, της εξοχής πανήγυρις αθώα. Κενούτ' η Aλεξάνδρεια, κ' οι δρόμοι οι πυκνοί της. Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ να εορτάση θέλει ο αγαθός Aιγύπτιος και γίνεται σκηνίτης. Aπό παντού εξέρχονται τ' αθρόα των φιλεόρτων τάγματα. Πληρούται το Γκαμπάρι και η γλαυκή, ρεμβώδης Μαχμουδία. Το Μεξ, το Μωχαρέμβεη,το Pάμλιον πληρούνται. Και αμιλλώντ' αι εξοχαί τα πλείστα τις θα πάρη κάρρα, εφ' ων πλήθη λαού ευδαίμον' αφικνούνται εν σοβαρά ησύχω ευθυμία. Διότι ο Aιγύπτιος και εις το πανηγύρι διατηρεί την σοβαρότητά του. Μ' άνθη κοσμεί το φέσι του· αλλά το πρόσωπόν του είν' απλανές. Μονότονον ασμάτιον μορμύρει, χαρούμενος. Κέφι πολύ έχ' εις τον λογισμόν του, ολίγιστον εις τα κινήματά του. Δεν έχει το Μισίρι μας πλουσίαν πρασινάδα, δεν έχει ρύακας τερπνούς ή βρύσεις, δεν έχει όρη υψηλά και με σκιάν ευρείαν. Aλλ' έχει άνθη μαγικά, πύριν' από την δάδα του Φθα πεσόντα· πνέοντα άγνωστον ευωδίαν μύρα, εν οις λιποθυμεί η φύσις. Εν μέσω κύκλου θαυμαστών θερμών επευφημείται γλυκύς μογάννι φήμης ευρυτάτης, Εν τη τρεμούση του φωνή ερωτικαί οδύναι στενάζουσι· το άσμα του πικρά παραπονείται κατά της ελαφράς Φατμά ή της σκληράς Εμίνε, κατά της Ζέναπ της πονηροτάτης. Με τας σκηνάς τας σκιεράς και το ψυχρόν σερμπέτι διώκονται ο καύσων και η σκόνη. Φεύγουν αι ώραι ως στιγμαί, ως ίπποι εσπευσμένοι εν πεδιάδι ομαλή, και η λαμπρά των χαίτη επί της πανηγύρεως φαιδρώς εξαπλωμένη το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ χρυσώνει. Το ωχρόν μας Μισίρι με βέλη ο ήλιος πλήρη πικρίας και πείσματος καίει και δέρει, και με δίψαν και νόσον το καταπονεί. Το γλυκύ μας Μισίρι εν μια γελαστή πανηγύρει μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει, και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί. (Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Καβάφης : Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του - The beizadeh to his beloved

«Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του» Σ' αγαπώ... τι δε αν είσαι κόρη ταπεινού ψαρά μη τα μάτια σου διά τούτο είναι ήττον λαμπερά, μη το χέρι σου δεν είναι απ' το γάλα πιο λευκόν, και το σώμα σου χαρίτων έμπλεον ερωτικών; Γένος, όνομα, τα πάντα λησμονώ ολοτελώς, είμαι δούλος σου εμπροστά σου, του ηγεμόνος ο υιός! Σ' αγαπώ... και σαν σε βλέπω στα τσαΐρια τ' ανθηρά με τ' αγόρια του χωριού σου να χορεύεις ζωηρά, τα ζηλεύω, και την τύχην την σκληράν μου θρηνωδώ όπου δούλος σου να είμαι δια πάντα δεν μπορώ. Μεταξύ μας έχ' η μοίρα στήσει φοβερόν φραγμόν: γενεάς αδησωπήτους διερμηνέων και αυθεντών!

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Vasilis Lekkas Sings Michalis Koumbios (Full Album//Official Audio)


01▶00:05 Θέλω όνειρα (Μουσική & Στίχοι: Μιχάλης Κουμπιός) 02▶03:18 Άγρια ζωή (Μουσική: Μιχάλης Κουμπιός / Στίχοι: Νίκος Σταθόπουλος) 03▶06:34 Το φίλτρο (Μουσική: Μιχάλης Κουμπιός / Στίχοι: Άλκης Αλκαίος) 04▶10:32 Τα χάδια σου τα πύρινα (Μουσική & Στίχοι: Μιχάλης Κουμπιός) 05▶13:06 Έχουνε φωνή τα δέντρα (Μουσική: Μιχάλης Κουμπιός / Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης) 06▶16:59 Ένα τραγούδι μου αργό (Μουσική & Στίχοι: Μιχάλης Κουμπιός) 07▶21:06 Φωτογραφία Πειραιά (Μουσική: Μιχάλης Κουμπιός / Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης)

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Loreena McKennitt - The Book of Secrets 1997 Full Album (Cd Completo)

Loreena McKennitt - The book of secrets: all lyrics

  1. Prologue (instrumental)
  2. The mummers' dance
  3. Skellig
  4. Marco Polo (instrumental)
  5. The highwayman
  6. La serenissima (instrumental)
  7. Night ride across the Caucasus
  8. Dante's prayer


1. Prologue

(instrumental)


2. The mummers' dance

When in the springtime of the year
When the trees are crowned with leaves
When the ash and oak, and the birch and yew
Are dressed in ribbons fair

When owls call the breathless moon
In the blue veil of the night
The shadows of the trees appear
Amidst the lantern light

Chorus:
We've been rambling all the night
And some time of this day
Now returning back again
We bring a garland gay

Who will go down to those shady groves
And summon the shadows there
And tie a ribbon on those sheltering arms
In the springtime of the year

The songs of birds seem to fill the wood
That when the fiddler plays
All their voices can be heard
Long past their woodland days

Chorus

And so they linked their hands and danced
Round in circles and in rows
And so the journey of the night descends
When all the shades are gone

"A garland gay we bring you here
And at your door we stand
It is a sprout well budded out
The work of our Lord's hand"

Chorus (2x)


3. Skellig

O light the candle, John
The daylight has almost gone
The birds have sung their last
The bells call all to mass
Sit here by my side
For the night is very long
There's something I must tell
Before I pass along

I joined the brotherhood
My books were all to me
I scribed the words of God
And much of history
Many a year was I
Perched out upon the sea
The waves would wash my tears
The wind, my memory

I'd hear the ocean breathe
Exhale upon the shore
I knew the tempest's blood
Its wrath I would endure
And so the years went by
Within my rocky cell
With only a mouse or bird
My friend; I loved them well

And so it came to pass
I'd come here to Romani
And many a year it took
Till I arrived here with thee
On dusty roads I walked
And over mountains high
Through rivers running deep
Beneath the endless sky

Beneath these jasmine flowers
Amidst these cypress trees
I give you now my books
And all their mysteries
Now take the hourglass
And turn it on its head
For when the sands are still
'Tis then you'll find me dead

O light the candle, John
The daylight has almost gone
The birds have sung their last
The bells call all to mass


4. Marco Polo

(instrumental)


5. The Highwayman

Note:
The lyrics of the song are an abridged version of a poem by Alfred Noyes: Loreena left out three verses. These verses are given here in italics.
Part One
  1. The wind was a torrent of darkness among the gusty trees,
    The moon was a ghostly galleon tossed upon cloudy seas.
    The road was a ribbon of moonlight over the purple moor,
    And the highwayman came riding,
    Riding, riding,
    The highwayman came riding, up to the old inn-door.

  2. He'd a French cocked-hat on his forehead, a bunch of lace at his chin,
    A coat of the claret velvet, and breeches of brown doe-skin.
    They fitted with never a wrinkle. His boots were up to the thigh!
    And he rode with a jewelled twinkle,
    His pistol butts a-twinkle,
    His rapier hilts a-twinkle, under the jewelled sky.

  3. And over the cobbles he clattered and clashed in the dark inn-yard.
    And he tapped with his whip on the shutters, but all was locked and barred.
    He whistled a tune to the window, and who should be waiting there
    But the landlord's black-eyed daughter,
    Bess, the landlord's daughter,
    Plaiting a dark red love-knot into her long black hair.

  4. And dark in the dark old inn-yard a stable-wicket creaked
    Where Tim the ostler listened. His face was white and peaked.
    His eyes were hollows of madness, his hair like mouldy hay,
    But he loved the landlord's daughter,
    The landlord's red-lipped daughter.
    Dumb as a dog he listened, and he heard the robber say:

  5. "One kiss my bonny sweetheart, I'm after a prize to-night,
    But I shall be back with the yellow gold before the morning light;
    If they press me sharply, and harry me through the day,
    Then look for me by the moonlight,
    Watch for me be the moonlight,
    I'll come to thee by the moonlight, though hell should bar the way."

  6. He rose upright in the stirrups. He scarce could reach her hand,
    But she loosened her hair i' the casement. His face burnt like a brand
    As the black cascade of perfume came tumbling over his breast;
    And he kissed its waves in the moonlight,
    (Oh, sweet waves in the moonlight!)
    He tugged at his reins in the moonlight, and galloped away to the west.

Part Two
  1. He did not come at the dawning. He did not come at noon;
    And out of the tawny sunset, before the rise o' the moon,
    When the road was a gypsy's ribbon, looping the purple moor,
    A red-coat troop came marching,
    Marching, marching,
    King George's men came marching, up to the old inn-door.

  2. They said no word to the landlord. They drank his ale instead.
    But they gagged his daughter, and bound her, to the foot of her narrow bed.
    Two of them knelt at her casement, with muskets at their side!
    There was death at every window;
    Hell at one dark window;
    For Bess could see, through the casement, the road that he would ride.

  3. They had tied her up to attention, with many a sniggering jest.
    They had bound a musket beside her, with the barrel beneath her breast!
    "Now, keep good watch!" and they kissed her. She heard the dead man say-
    'Look for me by the moonlight;
    Watch for me by the moonlight;
    I'll come to thee by the moonlight, though hell should bar the way!'

  4. She twisted her hands behind her; but all the knots held good!
    She writhed her hands till her fingers were wet with sweat or blood!
    They stretched and strained in the darkness, and the hours crawled by like years,
    Till, now, on the stroke of midnight,
    Cold on the stroke of midnight,
    The tip of one finger touched it! The trigger at least was hers!

  5. The tip of one finger touched it. She strove no more for the rest.
    Up, she stood up to attention, with the muzzle beneath her breast.
    She would not risk their hearing; she would not strive again;
    For the road lay bare in the moonlight;
    Blank and bare in the moonlight;
    And the blood of her veins, in the moonlight, throbbed to her love's refrain.

  6. 'Tlot-tlot; tlot-tlot!' Had they heard it? The horse-hoofs ringing clear;
    'Tlot-tlot, tlot-tlot,' in the distance! Were they deaf that they did not hear?
    Down the ribbon of moonlight, over the brow of the hill,
    The highwayman came riding,
    Riding, riding!
    The red-coats looked to their priming! She stood up, straight and still.

  7. 'Tlot-tlot,' in the frosty silence! 'Tlot-tlot,' in the echoing night!
    Nearer he came and nearer. Her face was like a light.
    Her eyes grew wide for a moment; she drew one last deep breath,
    Then her finger moved in the moonlight,
    Her musket shattered the moonlight,
    Shattered her breast in the moonlight and warned him with her death.

  8. He turned; He spurred to the west; he did not know she stood
    Bowed, with her head o'er the musket, drenched with her own red blood!
    Not till the dawn he heard it, his face grew grey to hear
    How Bess, the landlord's daughter,
    The landlord's black-eyed daughter,
    Had watched for her love in the moonlight, and died in the darkness there.

  9. And back, he spurred like a madman, shrieking a curse to the sky,
    With the white road smoking behind him and his rapier brandished high.
    Blood-red were his spurs i' the golden noon; wine-red was his velvet coat;
    When they shot him down on the highway,
    Down like a dog on the highway,
    And he lay in his blood on the highway, with the bunch of lace at his throat.

  10. 'Still of a winter's night, they say, when the wind is in the trees,
    When the moon is a ghostly galleon tossed upon cloudy seas,
    When the road is a ribbon of moonlight over the purple moor,
    A highwayman comes riding,
    Riding, Riding,
    A highwayman comes riding, up to the old in-door.

  11. Over the cobbles he clatters and clangs in the dark inn-yard.
    And he taps with his whip on the shutters, but all is locked and barred.
    He whistles a tune to the window, and who should be waiting there
    But the landlord's black-eyed daughter,
    Bess, the landlord's daughter,
    Plaiting a dark red love-knot into her long black hair.'


6. La serenissima

(instrumental)


7. Night ride across the Caucasus

Chorus:
Ride on - Through the night - Ride on
Ride on - Through the night - Ride on

There are visions, there are memories
There are echoes of thundering hooves
There are fires, there is laughter
There's the sound of a thousand voices

Chorus

In the velvet of the darkness
By the silhouette of silent trees
They are watching, they are waiting
They are witnessing life's mysteries

Chorus

Cascading stars on the slumbering hills
They are dancing as far as the sea
Riding o'er land, you can feel its gentle hand
Leading on to its destiny

Chorus

Take me with you on this journey
Where the boundaries of time are now tossed
In cathedrals of the forest
In the words of the tongues now lost

Find the answers, ask the questions
Find the roots of an ancient tree
Take me dancing, take me singing
I'll ride on till the moon meets the sea

Chorus (2x)


8. Dante's prayer

When the dark wood fell before me
And all the paths were overgrown
When the priests of pride say there is no other way
I tilled the sorrows of stone

I did not believe because I could not see
Though you came to me in the night
When the dawn seemed forever lost
You showed me your love in the light of the stars

Chorus:
Cast your eyes on the ocean
Cast your soul to the sea
When the dark night seems endless
Please remember me

Then the mountain rose before me
By the deep well of desire
From the fountain of forgiveness
Beyond the ice and the fire

Chorus

Though we share this humble path, alone
How fragile is the heart
Oh give these clay feet wings to fly
To touch the face of the stars

Breathe life into this feeble heart
Lift this mortal veil of fear
Take these crumbled hopes, etched with tears
We'll rise above these earthly cares

Chorus

Please remember me
Please remember me, ...


From: The book of secrets (1997)
see the separate lyrics pages for the authors of the lyrics.

Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Μόνο-Κ.Καρυωτάκης-Γ.Σπανός-Γ.Πουλόπουλος

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. Καβάφης - «Ενδύματα»

 ΤΑ ΕΝΔΎΜΑΤΑ

Mέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
Tα ρούχα τα κυανά. Kαι έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Kαι κατόπιν τα κίτρινα. Kαι τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή – που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη.
Tα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Mερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ’ εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά – άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. Καβάφης
Το ποίημα «Ενδύματα» είναι ένα από τα τρία πεζά ποιήματα που έχει συνθέσει. 1894-1897??
Μπορεί να είναι εικόνα εξωτερικοί χώροι και κείμενο
59
2 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Μοσκιού Λίτσα 1 ώρα · ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΦΤΟ

 


Πάντα υπήρχες για μένα.
Από την ώρα που γεννήθηκες.
Πριν ακόμη γεννηθώ
με περίμενες...
Ήταν γραφτό να σμίξουμε
πολύ πριν γεννηθούμε
κι ευτυχισμένοι
προτού ευτυχίσουμε.
Ήσουν βροχή κι εγώ η διψασμένη γη
Ήμουν απέραντη θάλασσα κι εσύ ποτάμι που μέσα μου χυνόσουν
Εσύ αυγή κι εγώ η δροσιά σου…
Η μελωδία εγώ κι εσύ η έμπνευση που την γέννησε…
Και σαν έσμιγαν τα αγέννητα σώματά μας
ο ουρανός ζωγράφιζε
ουράνια τόξα
η θάλασσα γεννούσε κοράλλια
και τα κύματά της ξέβραζαν
λευκά μαργαριτάρια…
Κάρπιζε η στείρα γη απ’ τον έρωτα που πλημμύριζε και πότιζε
άνθισαν τότε δέντρα πανύψηλα
που έφτασαν ως τον ουρανό
εκεί μετέφεραν τις ανάσες μας
για να μπορέσουμε κάποτε
να γεννηθούμε…
Γιατί είναι γραφτό
να είμαστε μαζί…
ΛΙΤΣΑ ΜΟΣΚΙΟΥ

Πάνος Παπαϊωάννου & Χρυσόστομος Καραντωνίου - Πες Μου - Official Audio R...