Περί το τέλος της δεκαετίας του '50 πρόβαλε
στην άκρη του χωριού το νέο κτίριο του
σχολείου. Τόχτισε, με το ενεργό ενδιαφέρον
των κατοίκων του χωριού και των δασκάλων
του, ο Φώτης Τσιρπέλης που ήρθε με το
συνεργείο του από τ' Αλέστια. Καμαρώναμε
τη θωριά του. Ηλιόλουστη η αίθουσα
διδασκαλίας, ήταν υπαραρκετή για τα τριάντα περίπου παιδιά (αγόρια και κορίτσια) που πηγαίναμε σχολείο. Δίπλα της, ήταν το γραφείο του
δασκάλου. Εξωτερικά, η αυλή που αγνάντευε
τη Χελιδόνα και την Καλιακούδα με σύνορο στα πόδια της την Αγία Παρασκευή. Στη
νοτιοανατολική πλευρά, δίπλα στο σχολικό
κήπο, παίζανε κουτσό και σχοινάκι τα
κορίτσια. Στη βοριοανατολική πλευρά
παίζανε ''μακριά γαϊδούρα'', τσιλίκι και
μπάλα τ' αγόρια.
'Οπως το όριζε η εποχή, το σχολείο βασιζόταν στην παλιά παιδαγωγική: στις αρχές της αυστηρότητας,
της πειθαρχίας ή του φόβου. Τί κι αν στο νέο διδακτήριο είχα δάσκαλο τον
Καραβέλα στην πέμπτη τάξη και στην έκτη
τον αδελφό μου; H σκιά
του φόβου με άγγιζε και άδηλα με πίεζε μέσα μου. Χρειάστηκε να περάσουν
κάποια χρόνια μέχρι να διαβάσω ο ίδιος πως η
θρησκεία μας ερμήνευε το "φόβο θεού'' ως
αρετή. Και ήταν τότε που κατάλαβα
πως ήταν με τη θεία ευλογία (έτσι
κατάλαβαν και χρησιμοποίησαν το θεό οι
άνθρωποι!) πούπεφτε η βέργα και βουρδούλιαζε
τις τρυφερές νεανικές παλάμες.
Οι αρχές με τις οποίες λειτουργεί ένα
παιδαγωγικό-διδακτικό σύστημα δε
βρίσκονται βέβαια στην διακριτική ευχέρεια του δασκάλου/ συμπλέουν
με τον γενικότερο προσανατολισμό του
κράτους και της κοινωνίας, που η τήρησή του επιβλέπονταν εκείνο τον καιρό από τον επιθεωρητή. Μόνο έτσι θα μπορούσε κανείς να καταλάβει λ.χ. γιατί το ελληνικό
κράτος δεν είχε εισαγάγει την τεχνολογική δραστηριότητα στο πρόγραμμα γενικής παιδείας του πληθυσμού (αντίθετα, είχε αποδεχτεί να την εισάγει από το εξωτερικό), όμοια όπως το τμήμα
έρευνας και ανάπτυξης καινοτομιών δεν υπήρχε στις
ελληνικές επιχειρήσεις (εκτός ίσως
θαυμαστών εξαιρέσεων). Η επιβολή δηλαδή πάνω στο ελληνικό κράτος της
πολιτικής των ξένων δυνάμεων συνοδευόταν πάντα και από την παιδαγωγική της, την οποία δεν ήταν εφικτό να την ανατρέψει ο μεμονωμένος
δάσκαλος.
Οι χωριανοί αγαπούσαν το σχολείο και σέβονταν
τους δασκάλους του. Παρείχαν έτσι φιλοξενία ετήσια σε κάθε ξένο δάσκαλο που
ερχόταν να υπηρετήσει στο χωριό και συνάμα ημερήσια
δωρεάν διατροφή μεσημέρι-βράδυ. Απ΄την
άλλη μεριά, το έργο του δασκάλου σ' ένα ορεινό χωριό
με διευρυμένες ανάγκες ήταν ιδιαίτερα σύνθετο. Το έβλεπα στον πατέρα μου που τον είχα δάσκαλο ως
και την τετάρτη δημοτικού. Κάναμε τότε
μάθημα στο παλιό σχολείο το οποίο
στεγαζόταν δωρεάν στο σπίτι του Αντώνη
Ζαχαρόπουλου (που βρισκόταν στην
Πάτρα). Στο ίδιο κτίριο στεγάζονταν και
το νυχτερινό σχολείο (για όσους δεν
είχαν πάει σχολείο ή δεν είχαν πάρει απολυτήριο).
Το έβλεπα επίσης και στον αδελφό μου
που πριν έρθει να διδάξει στο χωριό
(τον είχα δάσκαλο στην έκτη) υπηρετούσε
στ' Αμπέλια (το διπλανό χωριό) όπου πρωτοστάτησε στην
ανέγερση του εκεί διδακτηρίου στο οποίο και δίδαξε ενώ παράλληλα
λειτούργησε και το νυχτερινό σχολείο (στο
σπίτι του αγαπητού μας θείου Ζήσιμου Δουλαβέρη).
Το έργο του δασκάλου στο μονοθέσιο σχολείο περιλάμβανε τότε τη διδασκαλία
όλων των μαθημάτων σε όλες τις τάξεις.
Πέρα όμως από το διδακτικό έργο και τις ενέργειες για το σχολείο και τα διδακτικά μέσα, ο δάσκαλος
έπρεπε να φροντίσει και για τη λειτουργία
των μαθητικών συσσιτίων/γευμάτων, να
λάβει ενεργά μέρος στα εκπαιδευτικά
συνέδρια, να διευρύνει τις μαθησιακές
εμπειρίες των μαθητών (με το σχολικό
κήπο, τις επισκέψεις στο μήλο του χωριού,
τις εκδρομές στο βουνό,
τη δημιουργία θεατρικών παραστάσεων,
τις απαγγελίες ποιημάτων κλ.π), αλλά και
να πρωτοστατήσει στην κινητοποίηση
υπηρεσιών, ανθρώπων και κατοίκων για τα έργα του χωριού και πρώτιστα τη διάνοιξη του δρόμου που ξεκίνησε το '58 ως
μονοπάτι.
Οι καλές επιδόσεις του σχολείου και οι
προσπάθειες των δασκάλων του φαίνονται
απ΄ τον αριθμό των παιδιών που πετύχαιναν
κάθε χρόνο στο γυμνάσιο (στον Καρπενήσι και τον Προυσσό-Κατσάμπειο) καθώς επίσης και
από τους χαρακτήρες που διέπλαθαν.
Το κοινωνικό ενδιαφέρον των δασκάλων μου άρεσε ιδιαίτερα, γι αυτό και έκανα ό,τι μπορούσα να είμαι παρών στα έργα που γίνονταν, όπως στην κατασκευή της γραμμής του τηλεφώνου που ερχόταν από την Αντράνοβα, στην κατασκευή του υδραγωγείου από το Χειρόλακο, αλλά και στη διάνοιξη του μονοπατιού προς τα Διπόταμα- με τους τεχνίτες κρεμασμένους
στους βράχους
κρατώντας στο χέρια τη βαριά και το
κοπίδι προκειμένου ν' ανοίξουν την τρύπα
για τα εκρηκτικά. Κάποια στιγμή μάλιστα, θυμάμαι, μου είχε κάνει τόση εντύπωση η μαστοριά με την οποία ο Νίκος Ζαχαρόπουλος διαμόρφωνε κι έχτιζε ένα τοιχίο σ΄ένα ρέμα, έτσι που απ΄την προσήλωσή μου αφαιρέθηκα και παραλίγο να βρεθώ ξαφνικά στο ποτάμι.
Παρά το ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων
που γίνονταν γύρω μου διαισθανόμουν ωστόσο πως το παραδοσιακό σχολείο (η παλιά
παιδαγωγική) δε με χωρούσε. Κάτι άλλο
γύρευα, κάτι που δεν ήξερα ούτε να το
σχηματοποιήσω ούτε να το εκφράσω. Σαν ιχνηλάτης έμοιαζα του αγνώστου, ενδεχομένως αυτού που ονομάζουν σήμερα ανθρώπινο κεφάλαιο και το οποίο το στηρίζουν στη
δυνατότητα κάθε παιδιού να εκφράσει
τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις τους
και να πραγματώσει τον εαυτό του.
Ναι. Έμαθα στο σχολείο ό,τι μπορούσα να
μάθω, αλλά δεν το χάρηκα. Έτσι κάποια
μέρα ο Σπαθούλας,
ο Γιάννης του Λούκα,
τα Λιτρόπουλα
και το Σκανδαλάκι (όπως με λέγαν οι μεγαλύτεροι)
αποφασίσαμε να φύγουμε από το χωριό: να
πετάξουμε τις τσάντες μας στο ποτάμι
και να πάμε γι' αλλού: άλλος (όπως εγώ)
για Καρπενήσι (όπου πήγαινε στο Γυμνάσιο η αδελφή μου Ελένη μαζί με την Ευαγγελία- τη γυναίκα αργότερα του αδελφού μου) κι άλλος για Αθήνα (όπου
υπήρχαν για τον καθένα αδέλφια ή συγγενείς). Ήμασταν
στην τετάρτη με πέμπτη τάξη του δημοτικού.
Ένα απόγευμα ξεκινήσαμε. Πήραμε το παλιό
μονοπάτι για το Δερμάτι. Αλλά καθώς
περάσαμε απ΄τις Ραϊσπλές (rise
place το λέω) άρχισε να βρέχει. Όσο
προχωρούσαμε στο γκρεμό η βροχή δυνάμωνε
και κάποια στιγμή ακούσαμε κουβέντα.
Επέστρεφαν η ξαδέλφη μου η Γιωργούλα
και η μάνα της- η θειά η Μήτσαινα- απ΄τα
μαντριά έτσι που σε λίγο θα βρισκόμασταν
πρόσωπο με πρόσωπο χωρίς να ξέρουμε τι
να πούμε. Φοβηθήκαμε. Να ξεστρατίσουμε μεσ' το γκρεμό ή να κρυφτούμε δεν υπήρχε
τρόπος. Γυρίσαμε πίσω. Αλλά μέχρι να
γυρίσουμε κατέβασε το μεγάλο ρέμα
σέρνοντας πέτρες, χαλίκι και κοκκινόχωμα.
Τρέξαμε στα πλατάνια και σπάσαμε κα'να δυο γερά ίσια και μακριά κλαδιά. Τα
καθαρίσαμε και τα φέραμε στο ρέμα. Εκεί,
οι δυο τρεις από μας κρατώντας σφιχτά το
ένα τους άκρο, είπαμε στον πιο τολμηρό να
πιαστεί από τ' άλλο καθώς το απλώναμε
πάνω απ΄το ρέμα. Κι εκείνος, κρατημένος γερά κι ακροπατώντας σε κάποια πέτρα ενδιάμεσα, μπόρεσε και μ' ένα πήδημα πέρασε απέναντι.
Ανάλογα κάναμε από την άλλη μεριά. Τα
καταφέραμε! Η βροχή συνέχιζε να πέφτει
καταρρακτωδώς. Φτάσαμε στα σπίτια μας
μούσκεμα ως το κόκκαλο. Έτρεξαν να μας
συναπαντήσουν οι δικοί μας. Κανείς τους
δεν έβγαλε κουβέντα. Ούτε τότε ούτε
καμιά άλλη μέρα. Είχαμε κάνει ένα βήμα για να ξεπεράσουμε το φόβο. Δεν πέρασαν πολλές μέρες κι ακούσαμε απ' το δάσκαλο την είδηση πως
ο πρώτος δορυφόρος (Sputnic)
είχε τεθεί σε τροχιά γύρω απ΄ τη γη . Είχαμε μπει στην εποχή του διαστήματος.