Μα πώς να σε βρω, αδελφέ,
και πώς να μέ'βρεις;
Πόλεμο ζούμε, ως τό’πε ο Ηράκλειτος,
λες και άλλη μας γέννησε Μάνα
και σπίτι πατρικό δεν έχουμε για να βρεθούμε!
Πόλεμο ζούμε
που ό,τι αληθινό το αλλοιώνει
και σε «καταιγίδα της ερήμου» το μεταποιεί--
σε στελθ περιιπτάμενα και στιλπνές πανοπλίες,
και σ' Έρωτες
με δοξάρια χρυσά και σαϊτιές ελαυνοφόρες.
Πόλεμο ζούμε
και τα περάσματα επικίνδυνα,
και το σώμα της γυναίκας πουκάμισο αδειανό
κι η γνώση εργαλείο, που όλο μηχανεύεται
του Νέσσου να φορέσεις το χιτώνα.
Πού να σε βρω;
''Ήρθαν ντυμένοι φίλοι πολλές φορές οι εχθροί μας'',
και στρέψαν τα ηλιοτρόπια να κοιτούν
τον ήλιο στη λίμνη αντεστραμμένο,
έτσι που το κατάφεραν
με τα δικά τους μάτια να θωρούμε
κι εμείς να θαρρούμε πως βλέπουμε.
Και έμεινε η κερκόπορτα ανοιχτή
κι εκείνοι που για θεματοφύλακες τους είχαμε
πούλησαν στο διάολο την ψυχή τους
και τυφλοπόντικες έγιναν μεσ στα υπόγεια
και των ερεβομανών το κελάρι,
που τίποτα δεν είδαν!
Μα εσύ στο πλάι μου υπέρμαχη Παναγιά,
εσύ που είδες να μου κλέβουν την πατρίδα, την πόλη και το
σπίτι
εσύ που είδες τους εκπροσώπους μας να σπάνε τα
χρυσόβουλα
και να με πετάν στο δρόμο και να μου παίρνουν τα παιδιά και τους γέρους μου
να κλείνουν στον τάφο ζωντανούς,
εσύ, που στη γωνιά με το αγιόκλημα, όπου σε συναντούσα,
είδες τους Ριχάρδους να ορίζουν την τιμή
στ’ ασημικά των απολυμένων και ξεσπιτωμένων,
εσύ που είδες τις σκιές να σκοντάφτουν πάνω στα
ερείπια των εξαθλιωμένων
και στα σακίδια με τ’ ανεπίδωτα γράμματα των αυτόχειρων,
εσύ που γνωρίζεις τη σωστή μεριά,
έλα, άνοιξε την πόρτα
και βόηθα να μπούμε
ολόισα στη φωτιά!