Έτσι που μέλλει πάντα να γυρνάς
στα ξεφτισμένα χρώματα των δειλινών
για τις αλήθειες που σκορπίστηκαν ανείπωτες στη δύση
για τις αξίες που εξαργυρώθηκαν σε βιαστικές συναλλαγές
για τις τιμές που ξεπουλήθηκαν τα όνειρα…
έτσι που μέλλει πάντα ν΄ αγαπάς
δίχως αγάπη να γυρεύεις
ποια ψυχή να σε θέλει και να σε ποθεί ακόμα;
2. Αποχαιρετισμός
Ι
Αντικρίζω την ώρα της λησμονιάς
τις δάφνες τις πικρές του ψηλού σου βουνού αποχαιρετώντας
την απανεμιά των λημεριών στις παρυφές του λόφου
τις πέτρινες καμάρες μες στα πλαγιασμένα δέντρα
που σ΄ αγκάλιασα με το ρίγος απ΄ το ψιχάλισμα του δρόμου
εικόνα που εμπρός μου στάθηκες
χλωμή σκιά χαμόγελου παρθενικού
και άμαθου στην ευτυχία.
Αγγίζω την πέτρα που σαγήνεψες περσότερο
με του τρεμάμενου κορμιού την ταραχή
το άβολο προσκέφαλο μα τόσο αγαπημένο
στα χρόνια που πέρασαν λειψά από γνώση
με τις κρυφές στιγμές που φέρνανε χρώμα γιασεμιών
στη σκοτεινή κάμαρα
και μισανοίγανε το παράθυρο
δίπλα στη γλάστρα με τα τζαντζαμίνια
να μπαίνει ο αντίλαλος της θάλασσας
φωνή που ψιθυρίζει όνειρα.
Ποιος είναι όμως αυτός που πονά κι υποφέρει
και ποιος αυτός που πεθαίνει πίσω γυρνώντας;
Εγώ σε πόθησα πολύ σαν έμοιαζες της άνοιξης.
Μορφή να παίρνεις απ΄ τ΄ ουρανού το μούδιασμα θυμάμαι
πάνω απ΄ τις κορφές των πεύκων που πέρναγε το φως
κλεφτά μέσα απ΄ τα φύλλα και τα σύννεφα
και με χιλιάδες κλώνους να βγάζεις ανθούς
μες στους αέρηδες άγιο λιβάνι μοσχοβολώντας
μιας εκκλησιάς που λειτουργούσαν αθάνατοι αγγέλοι.
Έτσι σε είδα. Με την ψυχή σου να με παίρνει μακριά!
Εγώ σε πόθησα πολύ γι΄ αυτό σε ξέρω έτσι
κι όσο με τη δροσιά των χαραυγών ξεδίψασα τα χρόνια που καιγόταν
τόσο ποτέ εσύ δε μ΄ έμαθες!