Μικρή αφήγηση
Έτσι χάθηκε αυτός ο άνθρωπος:
Μ΄ ένα τυφλό κλειδί στο χέρι
κάπου στην έρημη πόλη περπατώντας.
Τίποτα δεν κρατούσε μαζί του. Τα χείλη
που τον βάσταγαν τα έριχνε στους στεναγμούς.
Σώματα δωρισμένα της μουσικής -έλεγε-
για να ζηλεύει η μοναξιά. Τίποτα άλλο.
Έτσι χάθηκε κι αυτός ο άνθρωπος:
Μ’ όλα τα χρώματα της σκοτεινιάς αναμειγμένα
σ’ ένα τυφλό κλειδί… Τίποτα άλλο.
Ένα χαμόγελο σε τριγυρίζει
Ένα χαμόγελο σε τριγυρίζει απόψε άστο να σκύψει
έτσι κι αλλιώς δεν περιμένεις τίποτα.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς αλλάζει χρώματα η μέρα
κι εσύ χαμένος περπατάς ακούμπησε
το φόρτο του μεσημεριού
και γείρε κάτω απ’ το σοφό πλατάνι
που βλάστησε μες στην ερημιά.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς το φύσημα τ’ αγέρα στέγνωσε
το χυμένο ποτάμι που ξέκοψε
τη μοίρα του απ’ τη θάλασσα
κι επιστρέφει στην πηγή του
να ξεδιψάσει.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς το τραγούδι πέτρωσε
στην επανάληψη της προσμονής
για μια αγάπη που χάθηκε
για μια αγάπη που δε γύρισε
ξεχασμένη στην ανοιχτή θάλασσα.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς ο νους βαραίνει τη σκέψη
και ψάχνει άχρηστες να βρει δικαιολογίες
μ’ όλα τα «πως» και τα «γιατί»
στων αλλονών τα λάθη.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς στερεύει το φιλί
κι ένα αηδόνι αλλοτινό κοντάει να ξεψυχήσει…
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
Ένα χαμόγελο σε τριγυρίζει απόψε άστο να σκύψει
έτσι κι αλλιώς κανείς δεν περιμένει.
Είναι καιρός
Είναι καιρός να πηγαίνουμε
το βράδυ μας κούρασε αμίλητο
με τις φωνές που δρασκελώντας απ’ τον άλλο κόσμο
ζητούσαν μέλη ενσάρκωσης
σαν τις αδύναμες φλόγες να τις φουντώσει ο άνεμος.
Ξέρω ένα μοναχικό πεύκο στη θάλασσα
ένα γυρογιάλι με νοτισμένη αμμουδιά
κι έναν απάνεμο βράχο που τα συντροφεύει.
Κάποια φορά ξενύχτησα μαζί του κουβεντιάζοντας
και το ξημέρωμα τον είδα να φεύγει κλαμένος.
Είναι καιρός να πηγαίνουμε
γι’ αυτό το μοναχικό πεύκο που μας κράτησε στη σιωπή
αναζητώντας το βράχο του
γι’ αυτό το γυρογιάλι.
Πολύ αργά
Είναι πολύ αργά μες στη νύχτα να περιμένω
ο κόσμος όπου λάτρεψα σκοτείνιασε εδώ
η μολυβιά που έσβησε τον ήλιο του κορμιού σου
βάρυνε την ανασαιμιά της θύμησης και με πληγώνει.
Όχι, δε θέλω να σε θυμάμαι.
Τα χέρια μου ρωτούν χωρίς απόκριση
που πήγες και γιατί
φωτιές της νύχτας ήρθανε
τα μαύρα χελιδόνια με τα μηνύματα της λησμονιάς
και τα ’ριξαν νεκρά μέσα στη θάλασσα.
Όχι, δε θέλω να σε θυμάμαι.
Καθώς τριγύρω φτερουγίζει η άνοιξη γέρμα τ’ Απρίλη
μια χαρακιά στα χείλη μου βαραίνει το φιλί σου
κι η πέτρα που μου χάρισες τυφλή με το ’να μάτι
με κοιτάζει απορημένη.
Όχι, δε θέλω να σε θυμάμαι.
Είναι πολύ αργά μες στη νύχτα να περιμένω
την Τρίτη άνοιξη της ερημιάς.
ΠΗΓΗ http://anagnoseispoiiton.blogspot.gr/2014/01/blog-post.html