Share

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

Θάνος Ανεστόπουλος- Απόσπασμα από συνέντευξη στον Φώτη Βαλλάτο.

 Πρόσωπα  Ακολουθήστε

21 ώρ. 
Γεννήθηκα κοντά
στους παραποτάμους του Έβρου,
σε μια κλινική στην Αλεξανδρούπολη.
Οι γονείς μου
ήταν εσωτερικοί μετανάστες.
Από την Αθήνα ο πατέρας μου,
παιδί της εργατικής τάξης
και άνθρωπος του μόχθου,
και η μητέρα μου
μια εύθραυστη παρουσία,
που αντί για τ' όνειρό της
να σπουδάσει νομικά,
επέλεξε ν' ακολουθήσει
τον άντρα που ερωτεύτηκε
μέχρι την πινέζα του χάρτη.
Αυτό συνέβη τον Φλεβάρη του '67.
Μετά, μετακομίσαμε στο Περιστέρι,
στη Νέα Ζωή,
αν θυμάσαι έχουν γράψει
κι ένα τραγούδι οι Στέρεο Νόβα
για το λεωφορείο της περιοχής,
το ''Νέα Ζωή 705''.
Εκεί λάμβανες διαρκώς
την καθημερινή υπενθύμιση
πως οι γειτονιές χτίζονται
από τους εσωτερικούς πρόσφυγες,
δίνοντάς τους ονόματα
που μέσα τους είχαν κρύψει
τα μύχια όνειρά τους
και τις ελπίδες τους
για καινούργια ξεκινήματα.
Αλλοτριώθηκαν, βέβαια, μέσα
στα χρόνια αρκετοί από αυτούς,
μη μπορώντας να διακρίνουν και
να ταυτίσουν τη δικιά τους ιστορία
με των σημερινών προσφύγων
την άθλια μοίρα.
Το σπίτι που μεγάλωσα
ήταν ένα τριώροφο και,
εκτός από την οικογένειά μου,
ζούσαν
το ζευγάρι των παππούδων μου
καθώς και δύο άλλες οικογένειες.
Θυμάμαι όταν έγινε
η επιστράτευση για την Κύπρο,
τις γυναίκες να φιλάνε
κλαίγοντας τους άντρες τους
κι εγώ να μην καταλαβαίνω πολλά,
ν' αποτραβιέμαι στο δωμάτιό μου
και να κρύβομαι
κάτω από το κρεβατάκι μου,
τρέμοντας και νιώθοντας
έναν ανεπαίσθητο φόβο.
Άλλη μια έντονη ανάμνηση
ήταν στην ηλικία των δέκα ετών.
Ήμουν στο μπαλκόνι τού
πρώτου ορόφου με θέα το δρόμο.
Εμένα δε με ξύπναγαν κάθε πρωί
φωνές πουλιών ή η βοή
κάποιας φασαριόζικης λεωφόρου,
αλλά ο ήχος από την κορδέλα
του διπλανού ξυλουργείου,
που έπαιρνε μπρος
και δούλευε χωρίς αγκομαχητά
μέχρι αργά το μεσημέρι,
κερνώντας τη γειτονιά
με τη μυρωδιά απ' το πριονίδι.
Μετά από πολλά χρόνια,
το ξυλουργείο έγινε το προβάδικο
των Διάφανων Κρίνων.
Εκείνο το πρωινό, το παλικάρι
που δούλευε στην κορδέλα,
ένας ψηλός, ξερακιανός νέος,
με πολύ μακριά μαλλιά
που πάντα τα κοίταζα με δέος,
πετάχτηκε έξω από το υπόγειο
ξυλουργείο, ουρλιάζοντας και
κρατώντας το αριστερό του χέρι,
βάφοντας το δρόμο
με το πιο κόκκινο χρώμα που είχα
δει, μέχρι τότε, στη λίγη ζωή μου.
Δεν ξεχνώ τις λέξεις που φώναζε:
''Η κιθάρα μου!..
Θεέ μου, η κιθάρα μου!!...''
Μετά έμαθα πως
όλη του η ζωή ήταν η κιθάρα του
και πως είχε χάσει τέσσερα δάχτυλα.
Για έναν περίεργο λόγο
ηρωοποιούσα από παιδί, αυτούς
που στο τέλος της ιστορίας έχαναν,
ή έμεναν μόνοι και συνέχιζαν
το μοναχικό τους δρόμο προς τον
κόκκινο ορίζοντα, πάνω στο άλογο.
Αλλά σίγουρα ο παιδικός μου ήρωας
ήταν ένας, και δεν ήταν φανταστικός.
Τον έλεγαν Θέμη και ήταν
ένας παράξενος, μαγικός τύπος.
Μάζευε τα παιδιά της γειτονιάς,
τα ταξίδευε με τις ιστορίες του
και τα μάγευε
με τα ταχυδακτυλουργικά του.
Ήρωάς μου έγινε την ημέρα που
απελευθέρωσε όλα τα αδέσποτα,
σαλτάροντας
στο φορτηγάκι του μπόγια,
και όταν ξάπλωσε
μπροστά από την μπουλντόζα
που είχε έρθει για να ξεκινήσει
τις εργασίες μετατροπής τής
τοπικής μας αλάνας, σε πολυκατοικία.
Ο Θέμης, ο ήρωάς μας, πέθανε,
απ' ότι έμαθα πρόσφατα, από καρκίνο.
Πεθαίνουν και οι ήρωες, σκέφτηκα...
Θάνος Ανεστόπουλος
Σαν σήμερα, το 1967, γεννήθηκε.
..................................................................
Πηγή: lifo. gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου