Πίσω απ’ τα κρύσταλλα μου γνέφεις, που μας χωρίζουν.
Κρυστάλλινο βάζο Βοημίας στο σαλόνι,
όπου μέσα του χορεύουν όλα τα είδωλα,
μαζί κι' εκείνο το δικό σου που λίγνεψε και μοιάζει φιγούρα Αρειανή
που κλέβει τις ώρες μου.
Ένα μικρό σπουργίτι στη βαρυχειμωνιά
χτυπάει με το ράμφος του το τζάμι,
σαν να εκλιπαρεί ένα ψίχουλο ζωής στο ακατοίκητο τούτο παρόν
όπου οι Άγγελοι διπλώσαν τα φτερά.
Σ' έχασα ψυχή μου
μέσα στης ποίησης τα κρύσταλλα όπου φωτιές ανάβεις και θεουργείς
Απολλώνιες μορφές, Διόνυσους κι εικόνες Παναγιάς τεχνουργώντας,
με ακρίβεια αγάπης λαξεύοντας του χρόνου το σώμα,
που αναδύεται συμπαλλόμενο με το ερωτικό πάθος σου,
μέχρι να βρούνε έκφραση επάνω του τα είδωλα
και γίνουν σκληρές όπως το μάρμαρο μορφές
η Αξιοπρέπεια κι η Δικαιοσύνη.
Δοκιμασία της ποίησης υπόγεια κι επουράνια
μέχρι να πυκνώσουν τα νεφελώματα και κινηθεί η δύνη
μέχρι να φανούν τα μάτια κι οι θεληματικές παρειές
κι ο Ήλιος ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές μας/
Μέχρι να ξημερώσει στη σκλαβωμένη πατρίδα κι επιστρέψουν οι θεοί,
μέχρι να ηχήσουν ευφρόσυνα οι καμπάνες και βγάλουν ανθό
οι πικροδάφνες πάνω στο αίμα των σκοτωμένων.