«Μεγάλη Πέμπτη»
Τὸν ἔβλεπα συχνὰ στὸ Βαρδάρι, παρέα μὲ κάτι γέρους κολομπαράδες. Περίπου τριαντάρης, σιωπηλός, μονίμως ἄνεργος, ὄχι πολὺ ἀρρενωπός, πάντα φτωχοντυμένος καὶ ἀξύριστος. Τοῦ πρότεινα παρέα κι ἦρθε. Ἀνηφορίσαμε σιωπηλοὶ γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ ντενεκὲ μαχαλᾶ. Σταθήκαμε στὰ σκοτεινά. Διστάσαμε.
Ἔσβησε τὸ τσιγάρο του. «Γιά στάσου», εἶπε, σὰ νὰ θυμήθηκε κάτι. «Μεγάλη Πέμπτη δὲν εἶναι σήμερα;» «Ναί», εἶπα, «καὶ τί μ’ αὐτό;» «Τί θὰ πεῖ ʺκαὶ τί μ’ αὐτόʺ; Ἡ ἐκκλησία νὰ ψέλνει τὰ δώδεκα εὐαγγέλια, καὶ μεῖς νὰ γαμιόμαστε;» «Καὶ τί θὲς νὰ κάνουμε; νὰ περιμένουμε τὸ Πάσχα;» «Βρέ, θὰ μᾶς κάψει ὁ Θεός, καταλαβαίνεις;» «Ἔ, τότε τί ἤθελες καὶ μὲ κουβάλησες ἐδῶ;» Μαλάκωσε. «Δίκιο ἔχεις. Ἀπὸ βραδὺς τό ‘χα στὸ νοῦ μου ἀλλὰ μετὰ τὸ ξέχασα. Πᾶμε τώρα. Ἄλλη φορά».
Ἔφυγα τσατισμένος. Πιὸ πολὺ μὲ τὸν ἑαυτό μου. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἕνας ἀλήτης νὰ μοῦ δώσει τέτοιο μάθημα, ἐμένα πού ‘ξερα τὰ δώδεκα εὐαγγέλια ἀπέξω!