Share

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

ΗΕΛΤΙΟΣ-ΙΑΝ7

Χώρος Χρόνος 'Ηλιος
και ιστία
κι άνεμος καρδιάς να  πνέει...




ΑΝΔΡΕΑΣ Α. ΑΡΤΕΜΗΣ "ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΜΕΙΝΕΙ ΑΠΟ ΣΕΝΑ" ποίηση ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΜΒΑΛΗΣ

Μαίρη Γραμματικάκη: "Γυμνοί κυκλοφορούν οι ποιητές"

http://greekpoetics.blogspot.gr/2016/11/blog-post_63.html

Δίχως φτιασίδια και σπάνια με καλλίγραμμα κορμιά
γυμνοί κυκλοφορούν οι ποιητές ακόμη και τον χειμώνα!

Δεν είναι τα ρούχα που βαραίνουν το σώμα
αλλά το ίδιο το κορμί που θέλει να αποτινάξει η ψυχή
και λεύτερη να απλωθεί σε όλον τον χώρο!

Αφήστε με λοιπόν να γεύομαι την αθανασία των ποιητών
και μη μου ασκείτε κριτική αφού η ψυχή κραυγάζει
ούτε αν το στήθος μου φανεί όταν την καρδιά προτάσσει!

Μη θορυβήστε που ερωτικά φλερτάρω με τον Χρόνο
και σύμμαχο φίλο τον κρατώ για να με σέβεται΄
την αγνότητα της ψυχής που ερωτοτροπεί
σκύβει και τα γυμνά της πόδια ασπάζεται!

Είναι ο νους που οργιάζει και χύνεται με λέξεις στο χαρτί
κι από τα κρινοδάχτυλα φυτρώνει άμπελος η αγάπη
το σώμα να σκιάζει από το αδηφάγο βλέμμα του Διόνυσου
που θέλει να αδράξει τους καρπούς που η Πολύμνια του τάζει!

Γυμνοί κυκλοφορούν οι ποιητές μερόνυχτα
χειμώνα καλοκαίρι! Μην τους πυροβολείτε!!

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Πόλη Χιόνι - Φίλιππος Πλιάτσικας Άντρη Θεοδώρου / Poli xioni - Pliatsikas




Στίχοι:  
Άντρη Θεοδώρου
Μουσική:  
Φίλιππος Πλιάτσικας


Γεμάτο δάκρυα στάζει το πέλαγος.
Μοιάζει το χιόνι σου φέτος να καίει.
Μοιάζει το μέλλον να είναι απροσπέραστο
σ’ ένα παρόν που στενάζει και κλαίει.

Είναι χλωμό του ουρανού το στερέωμα
και τούτη η πόλη φαρμάκι να στάζει.
Έχω πια χάσει καιρό το δικαίωμα
να σ’ αντικρίζω καθώς θα χαράζει.

Όσο μ’ αγάπησες τόσο σε πρόδωσα.
Όσο με πρόδωσες σ’ είχα αγαπήσει.
Όσο με άφηνες τόσο σε άφηνα
κι όσο με μίσησες με έχω μισήσει.

Κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο
κι είναι ένα αύριο δίχως εικόνες.
Ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο.
Ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες.

Είναι η πόλη μας τώρα πια φάντασμα.
Μοιάζει με πίνακα που έχει ξεβάψει.
Κι έχει απομείνει μονάχα η θάλασσα
να μου θυμίζει ότι έχω ξεχάσει.

Έτσι κοιτάζω την πόλη που αγάπησα
όταν σε είχα σ’ αυτή συναντήσει.
Έτσι κοιτάζω την πόλη που άφησα
όταν στην άβυσσο μ’ είχες αφήσει.

Όσο μ’ αγάπησες τόσο σε πρόδωσα.
Όσο με πρόδωσες σ’ είχα αγαπήσει.
Όσο με άφηνες τόσο σε άφηνα
κι όσο με μίσησες με έχω μισήσει.

Κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο
κι είναι ένα αύριο δίχως εικόνες.
Ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο.
Ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

«Ελευθερία» του Πωλ Ελυάρ


Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τ’ όνομά σου
Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τ’ όνομά σου
Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τ’ όνομά σου
Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου
Ελευθερία!

Ελληνικά βιβλία στην Αγγλική

MGSA_Bulletin_v_3_n_1-2_1971.pdf

Life POEMS http://100.best-poems.net/100-best-life_poems.html

The Trial (Franz Kafka), film by Konstantin Seliverstov

Before The [Law] - Franz Kafka

ΠΩΣ ΜΑΣ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ..

https://poetrypiano.wordpress.com/2015/01/06/the-place-of-greek-literature-in-the-world-republic-of-letters/

DAVID MASON

http://www.kategale.com/files/pdf/1597090840.pdf
https://www.poetryfoundation.org/poems-and-poets/poets/detail/david-mason
http://immigrations-ethnicities-racial.blogspot.gr/2014/05/greek-american-studies-resource-portal_11.html
https://en.wikipedia.org/wiki/David_Mason_(writer)
http://www.jhwriter.com/?p=6169
http://hudsonreview.com/authors/david_mason/#.WG_KMht942w
https://www.youtube.com/watch?v=E1lhZ801mtE
https://www.jstor.org/stable/43489256?seq=1#page_scan_tab_contents

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Seferis Princeton 1997

http://libweb5.princeton.edu/visual_materials/pulc/pulc_v_58_n_3.pdf

LINDA DI CHAMOUNIX - GAETANO DONIZETTI - 1996

KARYOTAKIS-POLYDOURI//The Tragic Love Story, Translated by Manolis Aligizakis,

Φωτογραφία του Manolis Aligizakis.

ΤΙ ΝΑ `ΧΕΙΣ ΓΙΝΕΙ

Τι νάχης γίνει ολόδροσε βαρκάρη
του παράλιου χωριού, που με είχαν φέρει
ένα πένθος βαρύ να διασκεδάσω;
Τι νάχης γίνει ωραίο παληκάρι
με τα στριφτά ξανθά σου δαχτυλίδια,
πως έχει γίνει να μη σε ξεχάσω;

Νάναι την ομορφιά σου που θυμάμαι,
το σιωπηλό σου στόμα το σφιγμένο,
παράξενη ομορφιά σ' ένα βαρκάρη,
ή γιατί διαλεχτή σου έτυχε νάμαι,
μια θλιβερή με πένθιμο φουστάνι,
στη βάρκα σου μια αυγή που μ' είχες πάρει;

Μέσα σε τόσα ωραία κορίτσια – θάμα
χαράς τα προσωπάκια τους – με πήρες
και μέ στη γαλανή σου τη βαρκούλα.
Ένα πρωινό περίπατο, ένα τάμα
στην πιο όμορφη είχες κάνει της παρέας
και κάλεσες και μέ τη μοναχούλα,

που έβλεπες κάθε δειλινό στο μώλο
συλλογισμένη, με απλανή τα μάτια
σ' ένα βιβλίο με στίχους να κοιτάη.
Ήρθες πιο ωραίος κ' είδα, καθώς μ' όλο
τον άλλο κόσμο πήδησες στη βάρκα,
το χέρι σου ένα ρόδο να κρατάη.

Κι' ως να μην είχε κάπου να το βάλη
το ρόδο αυτό, σε μέ την τελευταία
το πέταξεν απλά, με κάποια βιάση...
Οι κρόταφοί σου εβάφονταν αγάλι
και χάνοταν στη θάλασσα η ματιά σου...
Μα τώρα, πως δε σ' έχω πια ξεχάσει

WHAT HAS HAPPENED TO YOU?

What has happened to you, young boatman
of the seashore village where they brought me
to participate in the saddest mourning?
What has happened to you, handsome
youth, with your curly blonde hair
how can I possibly forget you?

I remember your handsomeness
your silent mouth tightly shut
strange for a boatman to have
and why I was your chosen one
the sad girl in my sorrowful dress
who in your boat you took one morning?

Among all the beautiful girls — their
faces miracle of joy — you took me
to your light blue boat for
a morning walk, you said you wished
to take the most beautiful of the group
and yet you took me the lonely one.

You saw me by the quay every morning
deep in thought and with eyes gazing
the void and reading a poetry book.
You came most handsome and I saw
as you jumped on the boat
you held a rose in your hand

and as if you didn’t have anyone to give
this rose you simply threw it in haste
to me the last one on the line;
your temples had turned almost gray
your eyes the color of the blue sea
and now truly I can’t forget you.

KARYOTAKIS-POLYDOURI//The Tragic Love Story, 

Translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, Vancouver, BC, 2016

www.manolisaligizakis.com
www.libroslibertad.com

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΠΟΛΕΜΟΣ

Μα πώς να σε βρω, αδελφέ,
και πώς να μέ'βρεις;

Πόλεμο ζούμε,  ως τό’πε ο Ηράκλειτος,
λες και άλλη μας γέννησε Μάνα
και σπίτι πατρικό δεν έχουμε για να βρεθούμε!

Πόλεμο ζούμε
που ό,τι αληθινό το αλλοιώνει
και σε «καταιγίδα της ερήμου»  το μεταποιεί--
σε στελθ περιιπτάμενα και στιλπνές πανοπλίες,
και σ' Έρωτες
με δοξάρια χρυσά και σαϊτιές ελαυνοφόρες.

Πόλεμο ζούμε
και τα περάσματα επικίνδυνα,
και το σώμα της γυναίκας πουκάμισο αδειανό
κι η γνώση εργαλείο, που όλο  μηχανεύεται 
του Νέσσου  να φορέσεις το χιτώνα.

Πού να σε βρω;

''Ήρθαν ντυμένοι φίλοι πολλές φορές  οι εχθροί μας'',
και  στρέψαν τα ηλιοτρόπια να κοιτούν
τον ήλιο στη  λίμνη αντεστραμμένο,
έτσι που το κατάφεραν
με τα δικά  τους μάτια να θωρούμε
κι εμείς να θαρρούμε πως βλέπουμε.

Και έμεινε η κερκόπορτα ανοιχτή
κι εκείνοι που  για θεματοφύλακες τους είχαμε
πούλησαν στο διάολο την ψυχή τους
και τυφλοπόντικες  έγιναν μεσ στα υπόγεια 
και των ερεβομανών το κελάρι,
που τίποτα δεν είδαν!

Μα εσύ στο πλάι μου υπέρμαχη Παναγιά,
εσύ που είδες  να μου κλέβουν την πατρίδα, την πόλη και το σπίτι
εσύ που είδες τους  εκπροσώπους  μας να σπάνε  τα  χρυσόβουλα
και να με πετάν στο δρόμο και να μου παίρνουν τα παιδιά  και  τους γέρους μου 
να κλείνουν στον τάφο ζωντανούς,
εσύ, που στη γωνιά με το αγιόκλημα,  όπου σε συναντούσα,
είδες τους  Ριχάρδους  να ορίζουν την τιμή
στ’ ασημικά των απολυμένων και  ξεσπιτωμένων,
εσύ που είδες  τις σκιές   να σκοντάφτουν πάνω στα ερείπια  των εξαθλιωμένων
και  στα σακίδια με τ’ ανεπίδωτα γράμματα των αυτόχειρων,
εσύ που γνωρίζεις  τη  σωστή μεριά,
έλα, άνοιξε την πόρτα 
και βόηθα να μπούμε

ολόισα στη φωτιά!

Ηέλτιος-ΤΟΥ ΝΕΣΣΟΥ Ο ΧΙΤΩΝΑΣ

Τρέφει η υποταγή μ’ αίμα αθώο το Μινώταυρο,
κι όμως εσύ για παραμύθι τό’χεις πάρει
κι όταν κοιτάς την προκυμαία απ’ το μπαλκόνι σου
δε βλέπεις τα παιδιά που τα φορτώνουν στο καράβι
κι ούτε πια το Θησέα  αναγνωρίζεις,
ούτε το μίτο της Αριάδνης αναζητάς
και προπαντός αγνοείς ότι ποντικός στο λαβύρινθο έχεις γίνει
πιασμένος στου κατεχόμενου νου σου
τα εκτοπλάσματα!

Όχι!,  λες,
κι ωστόσο μες στις έλικες έχει τυλιχτεί του εγκεφάλου σου,
κι έχει κολλήσει πάνω στο κορμί σου και μέσα από την 
προβιά του αναπνέεις,
έτσι που είναι δύσκολο πια να  διακρίνεις
του Νέσσου το χιτώνα που φοράς.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΗΕΛΤΙΟΣ-ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Πίσω απ’ τα κρύσταλλα μου γνέφεις, που μας χωρίζουν.

Κρυστάλλινο βάζο Βοημίας  στο σαλόνι,

όπου μέσα του χορεύουν όλα τα είδωλα, 

μαζί κι' εκείνο το δικό σου που λίγνεψε και μοιάζει φιγούρα Αρειανή

που κλέβει τις ώρες μου.

Ένα  μικρό σπουργίτι  στη βαρυχειμωνιά  

χτυπάει με το ράμφος του  το τζάμι,

σαν να εκλιπαρεί ένα  ψίχουλο ζωής στο ακατοίκητο τούτο παρόν

όπου οι Άγγελοι  διπλώσαν τα φτερά.


Σ' έχασα ψυχή μου

μέσα στης ποίησης τα κρύσταλλα όπου φωτιές ανάβεις και θεουργείς

Απολλώνιες μορφές, Διόνυσους κι εικόνες Παναγιάς τεχνουργώντας,   

με ακρίβεια  αγάπης λαξεύοντας  του χρόνου το σώμα,

που  αναδύεται  συμπαλλόμενο  με το ερωτικό πάθος σου,

μέχρι  να βρούνε έκφραση επάνω του τα είδωλα

και γίνουν σκληρές όπως το μάρμαρο μορφές

η Αξιοπρέπεια κι η Δικαιοσύνη.


Δοκιμασία της ποίησης υπόγεια κι επουράνια

μέχρι να πυκνώσουν τα νεφελώματα και κινηθεί  η δύνη 

μέχρι να φανούν τα μάτια κι οι θεληματικές παρειές 

κι  ο  Ήλιος ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές μας/


Μέχρι να ξημερώσει στη σκλαβωμένη πατρίδα κι   επιστρέψουν οι θεοί,

μέχρι να ηχήσουν ευφρόσυνα οι καμπάνες και βγάλουν ανθό 

οι πικροδάφνες πάνω στο αίμα των σκοτωμένων.