..
ἡλιάδες κοῦραι προλιποῦσαι δώματα
νυκτός, εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο
χερσὶ καλύπτρας
Παρμενίδης
(απ.Ι,9-10)
Το
είδα,
και τα μάτια μου έκλεισε το θάμπος
που
καταγωγή μαρτυρά θεϊκή κι αλλοτινών ζωγράφων ποίημα-
φανέρωμα προσώπου.
Ναι.
Έτσι το είχα Φανταστεί [κι έτσι ήταν]
Εδώ
στο ξέφωτο. Θηρίο ανήμερο, που δε
λογαριάζει τον καιρό
και
τον κόσμο σηκώνει γενναιόψυχα στο ύψος της
καρδιάς
-δίχως
τίποτα να έχει να ζηλέψει-
στου
Ζυγού και στων αστερισμών τους σιτοβολώνες
καλπάζοντας
με
την κόκκινη σημαία υψωμένη ν' ανεμίζει
στάχια
χρυσά μεριάζοντας και σκοτάδια
παραμερίζοντας
το
φως να φτάσει ως εδώ κι η θεία χάρη:
στην
πλάτη της Γης όπου ακροπατά
βγάζοντας
τις καλύπτρες της θεάς απ' το κεφάλι της
και της αξιοπρέπειας το βάρος επαναφέροντας στα ανθρώπινα.
Και ξάφνου ο πόντος βλέπεις απ' άκρη σ' άκρη από θυμό
να συνταράσσεται
σαν το σπαθί της κατακόρυφα υψώνει
Ζωή
αξιώνοντας κι Αλήθεια
και
φως ιλαρό στο δείπνο των παραπεταμένων
κάτω
απ΄την τρύπια στέγη
όπου
φωτίζει ακόμη
εκείνο
τ' άστρο: ο Αλδεβαράν.
21/22-9-22