Share

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Μαίρη Γραμματικάκη: "Γυμνοί κυκλοφορούν οι ποιητές"

http://greekpoetics.blogspot.gr/2016/11/blog-post_63.html

Δίχως φτιασίδια και σπάνια με καλλίγραμμα κορμιά
γυμνοί κυκλοφορούν οι ποιητές ακόμη και τον χειμώνα!

Δεν είναι τα ρούχα που βαραίνουν το σώμα
αλλά το ίδιο το κορμί που θέλει να αποτινάξει η ψυχή
και λεύτερη να απλωθεί σε όλον τον χώρο!

Αφήστε με λοιπόν να γεύομαι την αθανασία των ποιητών
και μη μου ασκείτε κριτική αφού η ψυχή κραυγάζει
ούτε αν το στήθος μου φανεί όταν την καρδιά προτάσσει!

Μη θορυβήστε που ερωτικά φλερτάρω με τον Χρόνο
και σύμμαχο φίλο τον κρατώ για να με σέβεται΄
την αγνότητα της ψυχής που ερωτοτροπεί
σκύβει και τα γυμνά της πόδια ασπάζεται!

Είναι ο νους που οργιάζει και χύνεται με λέξεις στο χαρτί
κι από τα κρινοδάχτυλα φυτρώνει άμπελος η αγάπη
το σώμα να σκιάζει από το αδηφάγο βλέμμα του Διόνυσου
που θέλει να αδράξει τους καρπούς που η Πολύμνια του τάζει!

Γυμνοί κυκλοφορούν οι ποιητές μερόνυχτα
χειμώνα καλοκαίρι! Μην τους πυροβολείτε!!

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Πόλη Χιόνι - Φίλιππος Πλιάτσικας Άντρη Θεοδώρου / Poli xioni - Pliatsikas




Στίχοι:  
Άντρη Θεοδώρου
Μουσική:  
Φίλιππος Πλιάτσικας


Γεμάτο δάκρυα στάζει το πέλαγος.
Μοιάζει το χιόνι σου φέτος να καίει.
Μοιάζει το μέλλον να είναι απροσπέραστο
σ’ ένα παρόν που στενάζει και κλαίει.

Είναι χλωμό του ουρανού το στερέωμα
και τούτη η πόλη φαρμάκι να στάζει.
Έχω πια χάσει καιρό το δικαίωμα
να σ’ αντικρίζω καθώς θα χαράζει.

Όσο μ’ αγάπησες τόσο σε πρόδωσα.
Όσο με πρόδωσες σ’ είχα αγαπήσει.
Όσο με άφηνες τόσο σε άφηνα
κι όσο με μίσησες με έχω μισήσει.

Κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο
κι είναι ένα αύριο δίχως εικόνες.
Ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο.
Ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες.

Είναι η πόλη μας τώρα πια φάντασμα.
Μοιάζει με πίνακα που έχει ξεβάψει.
Κι έχει απομείνει μονάχα η θάλασσα
να μου θυμίζει ότι έχω ξεχάσει.

Έτσι κοιτάζω την πόλη που αγάπησα
όταν σε είχα σ’ αυτή συναντήσει.
Έτσι κοιτάζω την πόλη που άφησα
όταν στην άβυσσο μ’ είχες αφήσει.

Όσο μ’ αγάπησες τόσο σε πρόδωσα.
Όσο με πρόδωσες σ’ είχα αγαπήσει.
Όσο με άφηνες τόσο σε άφηνα
κι όσο με μίσησες με έχω μισήσει.

Κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο
κι είναι ένα αύριο δίχως εικόνες.
Ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο.
Ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

«Ελευθερία» του Πωλ Ελυάρ


Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τ’ όνομά σου
Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τ’ όνομά σου
Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τ’ όνομά σου
Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου
Ελευθερία!

Ελληνικά βιβλία στην Αγγλική

MGSA_Bulletin_v_3_n_1-2_1971.pdf

Life POEMS http://100.best-poems.net/100-best-life_poems.html

The Trial (Franz Kafka), film by Konstantin Seliverstov

Before The [Law] - Franz Kafka

ΠΩΣ ΜΑΣ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ..

https://poetrypiano.wordpress.com/2015/01/06/the-place-of-greek-literature-in-the-world-republic-of-letters/

DAVID MASON

http://www.kategale.com/files/pdf/1597090840.pdf
https://www.poetryfoundation.org/poems-and-poets/poets/detail/david-mason
http://immigrations-ethnicities-racial.blogspot.gr/2014/05/greek-american-studies-resource-portal_11.html
https://en.wikipedia.org/wiki/David_Mason_(writer)
http://www.jhwriter.com/?p=6169
http://hudsonreview.com/authors/david_mason/#.WG_KMht942w
https://www.youtube.com/watch?v=E1lhZ801mtE
https://www.jstor.org/stable/43489256?seq=1#page_scan_tab_contents

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Seferis Princeton 1997

http://libweb5.princeton.edu/visual_materials/pulc/pulc_v_58_n_3.pdf

LINDA DI CHAMOUNIX - GAETANO DONIZETTI - 1996

KARYOTAKIS-POLYDOURI//The Tragic Love Story, Translated by Manolis Aligizakis,

Φωτογραφία του Manolis Aligizakis.

ΤΙ ΝΑ `ΧΕΙΣ ΓΙΝΕΙ

Τι νάχης γίνει ολόδροσε βαρκάρη
του παράλιου χωριού, που με είχαν φέρει
ένα πένθος βαρύ να διασκεδάσω;
Τι νάχης γίνει ωραίο παληκάρι
με τα στριφτά ξανθά σου δαχτυλίδια,
πως έχει γίνει να μη σε ξεχάσω;

Νάναι την ομορφιά σου που θυμάμαι,
το σιωπηλό σου στόμα το σφιγμένο,
παράξενη ομορφιά σ' ένα βαρκάρη,
ή γιατί διαλεχτή σου έτυχε νάμαι,
μια θλιβερή με πένθιμο φουστάνι,
στη βάρκα σου μια αυγή που μ' είχες πάρει;

Μέσα σε τόσα ωραία κορίτσια – θάμα
χαράς τα προσωπάκια τους – με πήρες
και μέ στη γαλανή σου τη βαρκούλα.
Ένα πρωινό περίπατο, ένα τάμα
στην πιο όμορφη είχες κάνει της παρέας
και κάλεσες και μέ τη μοναχούλα,

που έβλεπες κάθε δειλινό στο μώλο
συλλογισμένη, με απλανή τα μάτια
σ' ένα βιβλίο με στίχους να κοιτάη.
Ήρθες πιο ωραίος κ' είδα, καθώς μ' όλο
τον άλλο κόσμο πήδησες στη βάρκα,
το χέρι σου ένα ρόδο να κρατάη.

Κι' ως να μην είχε κάπου να το βάλη
το ρόδο αυτό, σε μέ την τελευταία
το πέταξεν απλά, με κάποια βιάση...
Οι κρόταφοί σου εβάφονταν αγάλι
και χάνοταν στη θάλασσα η ματιά σου...
Μα τώρα, πως δε σ' έχω πια ξεχάσει

WHAT HAS HAPPENED TO YOU?

What has happened to you, young boatman
of the seashore village where they brought me
to participate in the saddest mourning?
What has happened to you, handsome
youth, with your curly blonde hair
how can I possibly forget you?

I remember your handsomeness
your silent mouth tightly shut
strange for a boatman to have
and why I was your chosen one
the sad girl in my sorrowful dress
who in your boat you took one morning?

Among all the beautiful girls — their
faces miracle of joy — you took me
to your light blue boat for
a morning walk, you said you wished
to take the most beautiful of the group
and yet you took me the lonely one.

You saw me by the quay every morning
deep in thought and with eyes gazing
the void and reading a poetry book.
You came most handsome and I saw
as you jumped on the boat
you held a rose in your hand

and as if you didn’t have anyone to give
this rose you simply threw it in haste
to me the last one on the line;
your temples had turned almost gray
your eyes the color of the blue sea
and now truly I can’t forget you.

KARYOTAKIS-POLYDOURI//The Tragic Love Story, 

Translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, Vancouver, BC, 2016

www.manolisaligizakis.com
www.libroslibertad.com

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΠΟΛΕΜΟΣ

Μα πώς να σε βρω, αδελφέ,
και πώς να μέ'βρεις;

Πόλεμο ζούμε,  ως τό’πε ο Ηράκλειτος,
λες και άλλη μας γέννησε Μάνα
και σπίτι πατρικό δεν έχουμε για να βρεθούμε!

Πόλεμο ζούμε
που ό,τι αληθινό το αλλοιώνει
και σε «καταιγίδα της ερήμου»  το μεταποιεί--
σε στελθ περιιπτάμενα και στιλπνές πανοπλίες,
και σ' Έρωτες
με δοξάρια χρυσά και σαϊτιές ελαυνοφόρες.

Πόλεμο ζούμε
και τα περάσματα επικίνδυνα,
και το σώμα της γυναίκας πουκάμισο αδειανό
κι η γνώση εργαλείο, που όλο  μηχανεύεται 
του Νέσσου  να φορέσεις το χιτώνα.

Πού να σε βρω;

''Ήρθαν ντυμένοι φίλοι πολλές φορές  οι εχθροί μας'',
και  στρέψαν τα ηλιοτρόπια να κοιτούν
τον ήλιο στη  λίμνη αντεστραμμένο,
έτσι που το κατάφεραν
με τα δικά  τους μάτια να θωρούμε
κι εμείς να θαρρούμε πως βλέπουμε.

Και έμεινε η κερκόπορτα ανοιχτή
κι εκείνοι που  για θεματοφύλακες τους είχαμε
πούλησαν στο διάολο την ψυχή τους
και τυφλοπόντικες  έγιναν μεσ στα υπόγεια 
και των ερεβομανών το κελάρι,
που τίποτα δεν είδαν!

Μα εσύ στο πλάι μου υπέρμαχη Παναγιά,
εσύ που είδες  να μου κλέβουν την πατρίδα, την πόλη και το σπίτι
εσύ που είδες τους  εκπροσώπους  μας να σπάνε  τα  χρυσόβουλα
και να με πετάν στο δρόμο και να μου παίρνουν τα παιδιά  και  τους γέρους μου 
να κλείνουν στον τάφο ζωντανούς,
εσύ, που στη γωνιά με το αγιόκλημα,  όπου σε συναντούσα,
είδες τους  Ριχάρδους  να ορίζουν την τιμή
στ’ ασημικά των απολυμένων και  ξεσπιτωμένων,
εσύ που είδες  τις σκιές   να σκοντάφτουν πάνω στα ερείπια  των εξαθλιωμένων
και  στα σακίδια με τ’ ανεπίδωτα γράμματα των αυτόχειρων,
εσύ που γνωρίζεις  τη  σωστή μεριά,
έλα, άνοιξε την πόρτα 
και βόηθα να μπούμε

ολόισα στη φωτιά!

Ηέλτιος-ΤΟΥ ΝΕΣΣΟΥ Ο ΧΙΤΩΝΑΣ

Τρέφει η υποταγή μ’ αίμα αθώο το Μινώταυρο,
κι όμως εσύ για παραμύθι τό’χεις πάρει
κι όταν κοιτάς την προκυμαία απ’ το μπαλκόνι σου
δε βλέπεις τα παιδιά που τα φορτώνουν στο καράβι
κι ούτε πια το Θησέα  αναγνωρίζεις,
ούτε το μίτο της Αριάδνης αναζητάς
και προπαντός αγνοείς ότι ποντικός στο λαβύρινθο έχεις γίνει
πιασμένος στου κατεχόμενου νου σου
τα εκτοπλάσματα!

Όχι!,  λες,
κι ωστόσο μες στις έλικες έχει τυλιχτεί του εγκεφάλου σου,
κι έχει κολλήσει πάνω στο κορμί σου και μέσα από την 
προβιά του αναπνέεις,
έτσι που είναι δύσκολο πια να  διακρίνεις
του Νέσσου το χιτώνα που φοράς.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΗΕΛΤΙΟΣ-ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Πίσω απ’ τα κρύσταλλα μου γνέφεις, που μας χωρίζουν.

Κρυστάλλινο βάζο Βοημίας  στο σαλόνι,

όπου μέσα του χορεύουν όλα τα είδωλα, 

μαζί κι' εκείνο το δικό σου που λίγνεψε και μοιάζει φιγούρα Αρειανή

που κλέβει τις ώρες μου.

Ένα  μικρό σπουργίτι  στη βαρυχειμωνιά  

χτυπάει με το ράμφος του  το τζάμι,

σαν να εκλιπαρεί ένα  ψίχουλο ζωής στο ακατοίκητο τούτο παρόν

όπου οι Άγγελοι  διπλώσαν τα φτερά.


Σ' έχασα ψυχή μου

μέσα στης ποίησης τα κρύσταλλα όπου φωτιές ανάβεις και θεουργείς

Απολλώνιες μορφές, Διόνυσους κι εικόνες Παναγιάς τεχνουργώντας,   

με ακρίβεια  αγάπης λαξεύοντας  του χρόνου το σώμα,

που  αναδύεται  συμπαλλόμενο  με το ερωτικό πάθος σου,

μέχρι  να βρούνε έκφραση επάνω του τα είδωλα

και γίνουν σκληρές όπως το μάρμαρο μορφές

η Αξιοπρέπεια κι η Δικαιοσύνη.


Δοκιμασία της ποίησης υπόγεια κι επουράνια

μέχρι να πυκνώσουν τα νεφελώματα και κινηθεί  η δύνη 

μέχρι να φανούν τα μάτια κι οι θεληματικές παρειές 

κι  ο  Ήλιος ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές μας/


Μέχρι να ξημερώσει στη σκλαβωμένη πατρίδα κι   επιστρέψουν οι θεοί,

μέχρι να ηχήσουν ευφρόσυνα οι καμπάνες και βγάλουν ανθό 

οι πικροδάφνες πάνω στο αίμα των σκοτωμένων.

ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ - ΜΠ. ΤΣΕΡΤΟΣ & Φ. ΔΑΡΡΑ / TSERTOS & DARRA

Nikos Ellis-"Σαλαμίνα τῆς Κύπρος "5/5- "Salamis in Cyprus"5/5

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Στο Χριστό Στο Κάστρο

Πόψε Χριστός γεννήθηκε/Κάλαντα Θράκης/ Nektaria Karantzi and "Earth&Sea"...

Μάνος Χατζιδάκις "τύψεις" ερμηνεύει ο ίδιος

Μάνος Χατζιδάκις "τύψεις" ερμηνεύει ο ίδιος

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Ρένας Χατζηδάκη- Κατάσταση Πολιορκίας σε ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΙΚΗ θΕΟΔΩΡΆΚΗ



Ι

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς, 
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου 
και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου, 
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω. 
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού, 
στα ισοπεδωμένα τοπία, 
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη, 
στις σπαταλημένες ματιές, 
να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας 

και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα, 
που ήταν κάποτε δική μας, 
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει 
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων 
των νεκρών εικόνων 
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια 
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν πόσον καιρό; 

Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα, 
τις σεληνιακές σου διαλείψεις, 
τ’ αστρικά σου πηδήματα. 
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη, 
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου, 
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο, 
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου 
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς; 

Εφτάπυλο το χάος, 
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα. 
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι. 
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή. 
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί. 
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου; 
Η φωνή σου πού; 
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι; 
Πώς να μετρήσω; 

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς 
που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί 
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου 
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα 
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει, 
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει, 
μ’ αφύσικα τινάγματα 
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ 
Και γύρω μου παντού, 
καταμεσίς 
κατάστηθα, 
στο χάος, στην καρδιά μου, 
αιμόσυρτες οι τροχιές 
από την αθωότητα στο φόνο, 
κι απ’ το φόνο στην τύψη, 
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο. 

Να σου τραγουδήσω; 

Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη. 
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια 
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες, 
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα 
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια. 
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα. 
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά. 
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα, 
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες. 
Η δίχως νόημα θυσία, 
η πολιορκία, 
η απουσία 
το τσιγάρο του φρουρού. 

Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα 

«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι, 
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα 
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες 
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες, 
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία, 
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα, 
το φόβο, 
το βήμα του φρουρού, 
τις νύχτες χωρίς εσένα 
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού 
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου, 
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας, 
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης. 
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει 
στο κινούμενο σκοτάδι 
όπως κι εμένα, 
όπως και τον αγώνα, 
που θα `ταν δύσκολος, αλλά ωραίος 
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι, 

Χωρίς εσένα, πώς; 

Σαν την πρώτη μοναξιά, 
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί 
το σώμα μου θα διαλυθεί 
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν, 
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό, 
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί, 
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς, 
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους 
με την ηλικία της οδύνης, 
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα. 
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους. 
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους, 
κι όταν θα `ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση 
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι, 
παρεξηγώντας τον θάνατό μου. 
Και μόνο εσύ θα ξέρεις 
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου, 
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή, 
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα 
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου, 
τα ελληνικά αινίγματα 
τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα 
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς, 
πού χάθηκε το κορμί μου, 
τι έγιν’ η φωνή μου, 
τι η αγρύπνια μου, 
τι ήχους έχει ο φόβος 
κι η απόγνωση τι πρόσωπα. 
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;» 

Μονάχα εσύ θα ξέρεις 
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά, 
ακούγεται η ζωή, 

ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα 
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν 
της πολιτείας που μας έκλεψαν 
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα 
και τα βουνά, γύρω δικά μας. 

Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις. 
Πρέπει να υπάρχεις, 

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου, 
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους. 
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε 
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης 
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» 
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα 
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων, 
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων, 
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας, 
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια. 
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα 
θα θυμηθείς και εσύ 

μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή, 
θα είσαι μακριά 
τότε εγώ δε θα υπάρχω, 

III

Χρόνος παραμορφώθηκε, 
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν. 
Ξέρεις πού θα με βρεις, 
Εγώ ο Φόβος. 
Εγώ ο θάνατος. 
Εγώ η μνήμη, ανήμερη. 
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου, 
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής. 

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου. 
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά. 
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες, 
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν 
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται. 
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν. 
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά, 
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας 
πρώτη φορά, τα παιδιά 
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας, 
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα 
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών 
διορθώνοντας τα λάθη, 
σβήνοντας τα ψέματα, 
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά, 
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας 
σημαδεμένα από την αστραπή 
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης 
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει. 

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα 
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου 
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω 
βγαίνει τ’ όνομά σου 
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου, 
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν 
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου, 
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά, 
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας, 
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν 
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου 
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο 
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί, 
στο σταυροδρόμι του κόσμου, 
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου, 
ίσως τότε τα παιδιά σου, 
μαζί μ’ όλα τα παιδιά, 
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή 
μια στιγμή πριν απ’ το χάος. 

Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα 
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω 
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου 
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου, 
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου 
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα, 
ως την άλλη όχθη 
και το κορμί μου ίσως νεκρό 
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται 
με γύρω του τη θύμησή σου 
και τη λιόλουστη ζωή.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ηέλτιος- ΟΛΑ ΧΑΝΟΝΤΑΙ.

Όλα χάνονται.
Η φλούδα απ’ το πλατάνι όπου έγραψες παιδί τ’ όνομά σου,
ξεκολλάει και μ' ήχο ξερό πέφτει κομμάτια
στο πλακόστρωτο της πλατείας.
Πέφτουν στο ποτάμι οι στιγμές και χάνονται,
παλεύοντας κάποιες από τις όχθες να πιαστούνε.
Όμως απ’ τη θεομηνία καμιά τους δε γλυτώνει,
πάρεξ ίσως εκείνη
που στα ριζά θεόρατου βράχου έχει ριζώσει.
Κράτα την για αντιστύλι μέσα στο χαμό,
κι άσ’ την να με οδηγεί στο ανυπότακτο πρόσωπό σου,
εδώ που μένουμε τώρα ανυπόστατοι,
παραδομένοι στο ορμητικό ρεύμα που μας παρασέρνει,
όπως τους κομμένους κορμούς των δέντρων που πήρε η θεομηνία
και τους πάει χτυπώντας τους από βράχο σε βράχο,
μέχρις ότου στις εκβολές του ποταμού τους απιθώσει.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Ηέλτιος-ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΕΡΙΦΟΡΑ..

‘ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΕΡΙΦΟΡΑ ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΗΛΙΟ. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ.
Μνήμη κι ωρολόγιο   φθοράς τα κύτταρά μου-
Χάρη τους χρωστώ, κι ας μην τα εμπιστεύομαι.  Στη Ζωοδόχο  Πηγή  
Χαράζει  το πρόσωπό  σου  στο νερό και  ροδίζει  ανάμεσα στις πυκροδάφνες
 το μονοπάτι όπου αποκαλύπτεται ο κόσμος (25-11-2016).

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο 
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει 
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο 
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι΄΄ (Γ. Σεφέρης).



Hadjidakis: KEMAL - Lambrakis (ney) & Grigoreas (guit) [EBU@Pithagorio] ...

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Μ. Χατζηδάκι:Οι γειτονιές του φεγγαριού Xωρίον ο πόθος

Νίκη Ταγκάλου- Λύγισα

Λύγισα…
Για τα παράθυρα που σφραγίστηκαν μέσα σε μια νύχτα
και έκλεισαν την ψυχή μου μέσα σε κατάσταση μέθης.
Για τις πόρτες που ποτέ δεν άνοιξα ενώ πίστευα σε αυταπάτες
αλλοτινών καιρών, πιο αγνών.
Λύγισα και κοίταξα έναν καθρέφτη μήπως με ξυπνήσει,
μήπως μου δείξει τα μάτια μου, κατάκοπα και σκοτεινά.
Θλιβερά γονάτισα και έκλαψα εγώ για την προδοσία που γεύτηκα και με έπνιξε.
Γοερά έκλαψα για τον θάνατο που μελετούσα,
για τα χέρια που ακούμπησα νομίζοντας πως ήταν τα δικά μου.
Μετέωρη βγήκα στην βροχή να πνιγώ,
να μπερδευτούν τα δάκρυα με τη βροχή να παραμυθιαστώ.
Λύγισα και συνάντησα φόβους που δεν είχα δει ποτέ το πρόσωπό τους.
Και η βροχή σταμάτησε και έψαξα να βρω φωτιά, έψαξα να βρω γκρεμό
και στο χείλος κάθε καταστροφής ήξερα πως χειρότερο από την προδοσία δεν είχε.
Χειρότερο από την αγάπη κρεμασμένη σε ένα σκοινί δεν είχε.
Λύγισα και έκανα τον θρήνο μαξιλάρι μου και εσένα ολόκληρο το κρεβάτι μου
για να μπορώ κάθε βράδυ να ξαποσταίνω την απογοήτευσή μου.
Να κοιμίζω τη ζωή μου…
Λύγισα του είπα και μου είπε,
“ δεν πειράζει, εσύ αντέχεις…