"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017
Μαίρη Γραμματικάκη: "Γυμνοί κυκλοφορούν οι ποιητές"
Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017
Πόλη Χιόνι - Φίλιππος Πλιάτσικας Άντρη Θεοδώρου / Poli xioni - Pliatsikas
Στίχοι:
Άντρη Θεοδώρου
Μουσική:
Φίλιππος Πλιάτσικας
Γεμάτο δάκρυα στάζει το πέλαγος.
Μοιάζει το χιόνι σου φέτος να καίει. Μοιάζει το μέλλον να είναι απροσπέραστο σ’ ένα παρόν που στενάζει και κλαίει. Είναι χλωμό του ουρανού το στερέωμα και τούτη η πόλη φαρμάκι να στάζει. Έχω πια χάσει καιρό το δικαίωμα να σ’ αντικρίζω καθώς θα χαράζει. Όσο μ’ αγάπησες τόσο σε πρόδωσα. Όσο με πρόδωσες σ’ είχα αγαπήσει. Όσο με άφηνες τόσο σε άφηνα κι όσο με μίσησες με έχω μισήσει. Κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο κι είναι ένα αύριο δίχως εικόνες. Ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο. Ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες. Είναι η πόλη μας τώρα πια φάντασμα. Μοιάζει με πίνακα που έχει ξεβάψει. Κι έχει απομείνει μονάχα η θάλασσα να μου θυμίζει ότι έχω ξεχάσει. Έτσι κοιτάζω την πόλη που αγάπησα όταν σε είχα σ’ αυτή συναντήσει. Έτσι κοιτάζω την πόλη που άφησα όταν στην άβυσσο μ’ είχες αφήσει. Όσο μ’ αγάπησες τόσο σε πρόδωσα. Όσο με πρόδωσες σ’ είχα αγαπήσει. Όσο με άφηνες τόσο σε άφηνα κι όσο με μίσησες με έχω μισήσει. Κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο κι είναι ένα αύριο δίχως εικόνες. Ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο. Ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες. |
Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017
«Ελευθερία» του Πωλ Ελυάρ
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τ’ όνομά σου
Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τ’ όνομά σου
Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τ’ όνομά σου
Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου
Ελευθερία!
DAVID MASON
https://www.poetryfoundation.org/poems-and-poets/poets/detail/david-mason
http://immigrations-ethnicities-racial.blogspot.gr/2014/05/greek-american-studies-resource-portal_11.html
https://en.wikipedia.org/wiki/David_Mason_(writer)
http://www.jhwriter.com/?p=6169
http://hudsonreview.com/authors/david_mason/#.WG_KMht942w
https://www.youtube.com/watch?v=E1lhZ801mtE
https://www.jstor.org/stable/43489256?seq=1#page_scan_tab_contents
Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017
KARYOTAKIS-POLYDOURI//The Tragic Love Story, Translated by Manolis Aligizakis,
ΤΙ ΝΑ `ΧΕΙΣ ΓΙΝΕΙ
Τι νάχης γίνει ολόδροσε βαρκάρη
του παράλιου χωριού, που με είχαν φέρει
ένα πένθος βαρύ να διασκεδάσω;
Τι νάχης γίνει ωραίο παληκάρι
με τα στριφτά ξανθά σου δαχτυλίδια,
πως έχει γίνει να μη σε ξεχάσω;
Νάναι την ομορφιά σου που θυμάμαι,
το σιωπηλό σου στόμα το σφιγμένο,
παράξενη ομορφιά σ' ένα βαρκάρη,
ή γιατί διαλεχτή σου έτυχε νάμαι,
μια θλιβερή με πένθιμο φουστάνι,
στη βάρκα σου μια αυγή που μ' είχες πάρει;
Μέσα σε τόσα ωραία κορίτσια – θάμα
χαράς τα προσωπάκια τους – με πήρες
και μέ στη γαλανή σου τη βαρκούλα.
Ένα πρωινό περίπατο, ένα τάμα
στην πιο όμορφη είχες κάνει της παρέας
και κάλεσες και μέ τη μοναχούλα,
που έβλεπες κάθε δειλινό στο μώλο
συλλογισμένη, με απλανή τα μάτια
σ' ένα βιβλίο με στίχους να κοιτάη.
Ήρθες πιο ωραίος κ' είδα, καθώς μ' όλο
τον άλλο κόσμο πήδησες στη βάρκα,
το χέρι σου ένα ρόδο να κρατάη.
Κι' ως να μην είχε κάπου να το βάλη
το ρόδο αυτό, σε μέ την τελευταία
το πέταξεν απλά, με κάποια βιάση...
Οι κρόταφοί σου εβάφονταν αγάλι
και χάνοταν στη θάλασσα η ματιά σου...
Μα τώρα, πως δε σ' έχω πια ξεχάσει
WHAT HAS HAPPENED TO YOU?
What has happened to you, young boatman
of the seashore village where they brought me
to participate in the saddest mourning?
What has happened to you, handsome
youth, with your curly blonde hair
how can I possibly forget you?
I remember your handsomeness
your silent mouth tightly shut
strange for a boatman to have
and why I was your chosen one
the sad girl in my sorrowful dress
who in your boat you took one morning?
Among all the beautiful girls — their
faces miracle of joy — you took me
to your light blue boat for
a morning walk, you said you wished
to take the most beautiful of the group
and yet you took me the lonely one.
You saw me by the quay every morning
deep in thought and with eyes gazing
the void and reading a poetry book.
You came most handsome and I saw
as you jumped on the boat
you held a rose in your hand
and as if you didn’t have anyone to give
this rose you simply threw it in haste
to me the last one on the line;
your temples had turned almost gray
your eyes the color of the blue sea
and now truly I can’t forget you.
KARYOTAKIS-POLYDOURI//The Tragic Love Story,
www.manolisaligizakis.com
www.libroslibertad.com
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΠΟΛΕΜΟΣ
Πόλεμο ζούμε, ως τό’πε ο Ηράκλειτος,
και σπίτι πατρικό δεν έχουμε για να βρεθούμε!
και το σώμα της γυναίκας πουκάμισο αδειανό
Πού να σε βρω;
τον ήλιο στη λίμνη αντεστραμμένο,
Και έμεινε η κερκόπορτα ανοιχτή
και των ερεβομανών το κελάρι,
να κλείνουν στον τάφο ζωντανούς,
Ηέλτιος-ΤΟΥ ΝΕΣΣΟΥ Ο ΧΙΤΩΝΑΣ
προβιά του αναπνέεις,
Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016
Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Πίσω απ’ τα κρύσταλλα μου γνέφεις, που μας χωρίζουν.
Κρυστάλλινο βάζο Βοημίας στο σαλόνι,
όπου μέσα του χορεύουν όλα τα είδωλα,
μαζί κι' εκείνο το δικό σου που λίγνεψε και μοιάζει φιγούρα Αρειανή
που κλέβει τις ώρες μου.
Ένα μικρό σπουργίτι στη βαρυχειμωνιά
χτυπάει με το ράμφος του το τζάμι,
σαν να εκλιπαρεί ένα ψίχουλο ζωής στο ακατοίκητο τούτο παρόν
όπου οι Άγγελοι διπλώσαν τα φτερά.
Σ' έχασα ψυχή μου
μέσα στης ποίησης τα κρύσταλλα όπου φωτιές ανάβεις και θεουργείς
Απολλώνιες μορφές, Διόνυσους κι εικόνες Παναγιάς τεχνουργώντας,
με ακρίβεια αγάπης λαξεύοντας του χρόνου το σώμα,
που αναδύεται συμπαλλόμενο με το ερωτικό πάθος σου,
μέχρι να βρούνε έκφραση επάνω του τα είδωλα
και γίνουν σκληρές όπως το μάρμαρο μορφές
η Αξιοπρέπεια κι η Δικαιοσύνη.
Δοκιμασία της ποίησης υπόγεια κι επουράνια
μέχρι να πυκνώσουν τα νεφελώματα και κινηθεί η δύνη
μέχρι να φανούν τα μάτια κι οι θεληματικές παρειές
κι ο Ήλιος ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές μας/
Μέχρι να ξημερώσει στη σκλαβωμένη πατρίδα κι επιστρέψουν οι θεοί,
μέχρι να ηχήσουν ευφρόσυνα οι καμπάνες και βγάλουν ανθό
οι πικροδάφνες πάνω στο αίμα των σκοτωμένων.
Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016
Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016
Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016
Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016
Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016
Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016
Ρένας Χατζηδάκη- Κατάσταση Πολιορκίας σε ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΙΚΗ θΕΟΔΩΡΆΚΗ
Ι
Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας
και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν πόσον καιρό;
Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;
Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;
Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.
Να σου τραγουδήσω;
Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.
Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα `ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,
Χωρίς εσένα, πώς;
Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα `ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’ η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.
ΙΙ
Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,
Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω,
III
Χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.
Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.
Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.
Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016
Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016
Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016
Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016
Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016
Ηέλτιος- ΟΛΑ ΧΑΝΟΝΤΑΙ.
Η φλούδα απ’ το πλατάνι όπου έγραψες παιδί τ’ όνομά σου,
ξεκολλάει και μ' ήχο ξερό πέφτει κομμάτια
στο πλακόστρωτο της πλατείας.
παλεύοντας κάποιες από τις όχθες να πιαστούνε.
Όμως απ’ τη θεομηνία καμιά τους δε γλυτώνει,
πάρεξ ίσως εκείνη
που στα ριζά θεόρατου βράχου έχει ριζώσει.
Κράτα την για αντιστύλι μέσα στο χαμό,
κι άσ’ την να με οδηγεί στο ανυπότακτο πρόσωπό σου,
εδώ που μένουμε τώρα ανυπόστατοι,
παραδομένοι στο ορμητικό ρεύμα που μας παρασέρνει,
όπως τους κομμένους κορμούς των δέντρων που πήρε η θεομηνία
και τους πάει χτυπώντας τους από βράχο σε βράχο,
μέχρις ότου στις εκβολές του ποταμού τους απιθώσει.
Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016
Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016
Ηέλτιος-ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΕΡΙΦΟΡΑ..
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι΄΄ (Γ. Σεφέρης).
Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016
Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016
Νίκη Ταγκάλου- Λύγισα
Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016
Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016
ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ Το γυμνό τραγούδι
αστέρι είν' ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά.
Εδώ ειν' ο ίσκιος όνειρο
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας το αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Η κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη
πετιέται κι η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.
μαλλιά γλουτοί, λαγόνες
κρυφά λαγκάδια του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες.
Τα στρογγυλά, τα ολόισια
χνούδια, γραμμές, καμπύλες
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε το χορό.
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα το δειχναν
μόνο δυό φλόγες μάτια,
κάτι από τους σάτυρους
κρατιέται κι ειναι αγρίμι
και είν' η φωνή του ασήμι,
μη φύγεις, ειμ' εγώ.