Ω μορτάκι του Ήλιου!
Στην κορυφή της Χελιδόνας έφτασα να σε ψάχνω
στους ανθισμένους κλώνους του
τσαγιού, τις φτέρες και τα έλατα,
κοντά σε κονάκια με φωτιές σβηστές
κι ένα λευκό πουκάμισο ματωμένο.
Που είσαι;
Πέρα κοιτάζω, στον ορίζοντα μακριά πάνω απ’
τα βουνά,
και βλέπω τους καπνούς που ανεβαίνουν
και τις φλόγες που υψώνονται
απ’ τους βομβαρδισμούς των εξουσιομανών.
Να! Το θάνατο φοβόμουνα
κι απ’ τη ζωή μαυροφορώ.
Μα εσύ,
μορτάκι του Ήλιου,
εσύ που ξέρεις τα περάσματα,
έλα και διώξε τα δαιμονικά
και σήκωσέ την μαζί της να χορέψεις -
και σήκωσέ την μαζί της να χορέψεις -
το πανηγύρι είναι αύριο τ’ Αγιαννιού!
Δες, έρχονται οι φίλοι σου˙
φόρα τα καλά σου και τρέξε να τους
υποδεχτείς,
στη βρύση να βγεις να τους καλωσορίσεις, όπως παλιά,
τότε που ανέβαιναν τη στράτα χαμογελαστοί
μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους
και με τις φοράδες τους φορτωμένες
σύκα και πιπεριές και κόκκινο κρασί,
κι άκουγες παντού σαλαγητά, σφυρίγματα και
ντουφεκιές να σχίζουν τον αέρα
Έλα, απ’ τον κόρφο της πληγωμένης Μάνας
λευτέρωσε το χελιδόνι
κι άστο να πετάξει το χάσμα να διαβεί
που άνοιξαν οι ερεβομανείς.
Έλα στην πλατεία όπου έφτασαν οι λαουτιέρηδες
να σύρεις το χορό και να σε δω να πετάς:
να παίζει το κλαρίνο κι εσύ μ’ ένα πάτημα στο χώμα
ν' απογειώνεσαι και να ψαλιδίζεις υψωμένος
το κενό και να γράφεις κύκλους στον αέρα--
την ευλογία και τον έρωτα της ζωής
ομολογώντας!