Σήμερα
THE RAVEN - GOTHIC CROSSOVER RHAPSODY (please click on it) https://youtu.be/VEzW8ExsQEA?si=JP2q_5FRce_9CFNd
Δελτίο Τύπου
O Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe) γεννήθηκε στη Βοστόνη της Αμερικής στις 19 Ιανουαρίου 1809 και πέθανε στις 7 Οκτωβρίου 1849. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού καθώς επίσης της λογοτεχνίας μυστηρίου και του μακάβριου. «Το Κοράκι» είναι αφηγηματικό ποίημα του Πόε, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1845 και σημείωσε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Είναι γνωστό για τη λυρικότητά του, τη χαρακτηριστική γλώσσα, και τη μεταφυσική του ατμόσφαιρα. Το ποίημα περιγράφει την επίσκεψη που δέχεται ένας παράφορα ερωτευμένος άνδρας, από κάποιο μυστήριο κοράκι που μιλάει, παρατηρώντας την αργή διολίσθηση του άνδρα στην τρέλα. Ο άνδρας, που συχνά θεωρείται πως είναι κάποιος μαθητής, θρηνεί το χαμό της αγαπημένης του Ελεονόρας (Lenore). Καθισμένο σε μια προτομή της Αθηνάς, το κοράκι φαίνεται να υποκινεί περαιτέρω την απελπισία του με τη συνεχή επανάληψη της φράσης «Ποτέ πια».
"Το κοράκι" ως κλασσικό αριστούργημα στο είδος του, πάντα με γοήτευε και κάποια στιγμή πριν λίγα χρόνια, μου ήρθε η ιδέα να το μελοποιήσω στην αυθεντική Αγγλική γλώσσα εκείνης της εποχής που γράφτηκε. Πίσω από τη "Λενόρ" του ποιήματος, ίσως κρύβεται ο πόνος του ποιητή για το χαμό της γυναίκας του Βιρτζίνια από φυματίωση, γεγονός που τον οδήγησε στο ποτό και την ψυχική κατάρρευση. Κι αυτός ο πόνος του άδικου χαμού, η ανάμνηση της αγάπης, η εικόνα της Ελεονόρας ως Αγγέλου στο μυαλό του ποιητή, ήταν αυτά προσωπικά που με καθοδήγησαν στο να μελοποιήσω αυτό το σπουδαίο έργο!
Καλή σας ακρόαση και την αγάπη μου σε όλους!Μετά Τιμής
Ντίνος Καλύβας
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
(Μετάφραση: Κώστας Ουράνης)
Κάποια φορά, µεσάνυχτα, ενώ εµελετούσα
κατάκοπος κι αδύναµος ένα παλιό βιβλίο
µιας επιστήµης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά µου.
“Κανένας ξένος”, σκέφτηκα “οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι µοναχά και όχι τίποτ’ άλλο”.
Θυµάµαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέµβρη
και κάθε λάµψη της φωτιάς σα φάντασµα φαινόταν.
Ποθούσα το ξηµέρωµα, µάταια προσπαθούσα
να δώσει µε παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα µου, την όµορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνοµα.
Και τ’ αλαφρό µουρµουρητό που κάναν οι κουρτίνες
µε άγγιζε, µε γέµιζε µε τρόµους φανταχτούς,
και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπηµα η καρδιά µου
σηκώθηκα φωνάζοντας: “Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιµηθεί έδω στη κάµαρά µου
αυτό θα είναι µοναχά και περισσότερο όχι”.
Τώρα µου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
“Κύριε” είπα, “ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα”
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω µου και όχι τίποτ’ άλλο.
Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή µονάχος,
γεµάτος τρόµους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπηµένη µου ψυχή στα βάθη της επήρε,
µα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι µαύρο
κι “Ελεονόρα” µοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά µου χείλη.
Αυτό µονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.
Γυρίζοντας στη κάµαρα µε µια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
“Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το µυστήριο,
ας ησυχάσει η µαύρη µου καρδιά
και θα το λύσω θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο.
‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι µαύρο
µε σχήµα µεγαλόπρεπο στη κάµαρα µου µπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αµφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα µου, γιοµάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.
Το εβενόχρωµο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπηµένη µου ψυχή έκανε να γελάσει.
“Χωρίς λοφίο”, ρώτησα, “κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιµες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνοµα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνοµά σου!”
Και το κοράκι απάντησε: “Ποτέ από ‘δω και πια”.
Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η µικρή απάντηση που µου ‘δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις µες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτοµή γλυµµένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει: “Ποτέ πια”.
Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισµένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ‘ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: “Ποτέ πια”, γεµάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
“Τόσοι µου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να µου φύγεις”.
Μα το πουλί απάντησε: “Ποτέ από δω και πια”.
Ετρόµαξα στη γρήγορη απάντηση που µου ‘πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτοµήν απάνω.
“Σίγουρα” σκέφτηκα, “αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έµαθε από τον κύριό του
που αµείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι
που θα ‘λεγεν οληµερίς και του ‘καµε να λέει
λυπητερά το “Ποτέ πια” για τη χαµένη ελπίδα”.
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού µ’ έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισµα εκάθισα µπροστά του
και βυθισµένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει µε τη φράση αυτή, το µαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόµος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις: “Ποτέ Πια!”.
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε µαύρες σκέψεις µπήκα
χωρίς µια λέξη µοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα µάτια του µες στη καρδιά µε καίγαν.
Έτσι σκεφτόµουν έχοντας στο βελουδένιο µέρος
του παλαιού καθίσµατος γερµένο το κεφάλι,
στο µέρος που το χάϊδευαν η λάµψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη µου δε θ’ ακουµπήσει πια!
Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ‘ταν µυρωµένος
από ‘να θυµιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείµ το κούναγαν και τ’ αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο µαλακό χαλί της κάµαράς µου.
“Ναυαγισµένε” φώναξα, “αναβολή σου στέλνει
µε τους αγγέλους, ο Θεός και µαύρη λησµοσύνη
για τη χαµένη αγάπη σου την όµορφη Λεονόρα.
Πιες απ’ το µαύρο το πιοτό της Λήθης και λησµόνα
εκείνην όπου χάθηκε”. Και το Κοράκι είπε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
Είπα: “Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίµων
είτε του µαύρου πειρασµού αποσταλµένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το µάνιασµα χαµένε,
αλλ’ άφοβε, στον κόσµο αυτόπου κατοικεί ο Τρόµος,
πες µου µε ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσµο
της λύπης κανά βάλσαµο που δίνει η Ιουδαία;
Πες µου!”, µα κείνο απάντησε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
“Προφήτη”, είπα, “δαίµονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όµως πάντοτε, στον Ουρανό σ’ ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω µας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνοµα που οι δυο µας τον λατρεύουν,
πες µου αν στον Παράδεισο θε ν’ αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα”;
Και το κοράκι απάντησε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
“Ας γίν’ η µαύρη φράση σου το σύνθηµα να φύγεις”,
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει µπροστά του.
“Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ’ ένα µαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν’ αφήσεις
ενθύµηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ’ απ’ τη δόλια µου καρδιά το ράµφος που ‘χεις µπήξει
και σύρε τη φανταστική µορφή σου στα σκοτάδια!”
Και το Κοράκι απάντησε:
“Ποτέ από δω και πια!”.
Και το Κοράκι ακίνητο στη προτοµή όλο µένει,
στης Αθηνάς τη προτοµή απάνω από τη πόρτα
και τ’ αγριωπά τα µάτια του σα του Διαβόλου µοιάζουν
όταν µονάχος σκέφτεται. Και το θαµπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωµα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή µου ανήµπορη δε θα µπορέσει πια
να βγει απ’ τον αµφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωµα.
Ποτέ από δω και πια!
The Raven
------------
Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore—
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
“‘Tis some visiter,” I muttered, “tapping at my chamber door—
Only this and nothing more.”
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December;
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;—vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow—sorrow for the lost Lenore—
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore—
Nameless here for evermore.
And the silken, sad, uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me—filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
“‘Tis some visiter entreating entrance at my chamber door—
Some late visiter entreating entrance at my chamber door;—
This it is and nothing more.”
Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
“Sir,” said I, “or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you”—here I opened wide the door;—
Darkness there and nothing more.
Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, “Lenore?”
This I whispered, and an echo murmured back the word, “Lenore!”—
Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
“Surely,” said I, “surely that is something at my window lattice;
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore—
Let my heart be still a moment and this mystery explore;—
‘Tis the wind and nothing more!”
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately Raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door—
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door—
Perched, and sat, and nothing more.
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
“Though thy crest be shorn and shaven, thou,” I said, “art sure no craven,
Ghastly grim and ancient Raven wandering from the Nightly shore—
Tell me what thy lordly name is on the Night’s Plutonian shore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning—little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door—
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as “Nevermore.”
But the Raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing farther then he uttered—not a feather then he fluttered—
Till I scarcely more than muttered “Other friends have flown before—
On the morrow he will leave me, as my Hopes have flown before.”
Then the bird said “Nevermore.”
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
“Doubtless,” said I, “what it utters is its only stock and store
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore—
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of ‘Never—nevermore’.”
But the Raven still beguiling my sad fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore—
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking “Nevermore.”
This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom’s core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion’s velvet lining that the lamp-light gloated o’er,
But whose velvet-violet lining with the lamp-light gloating o’er,
She shall press, ah, nevermore!
Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
“Wretch,” I cried, “thy God hath lent thee—by these angels he hath sent thee
Respite—respite and nepenthe, from thy memories of Lenore;
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Prophet!” said I, “thing of evil!—prophet still, if bird or devil!—
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted—
On this home by Horror haunted—tell me truly, I implore—
Is there—is there balm in Gilead?—tell me—tell me, I implore!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Prophet!” said I, “thing of evil!—prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us—by that God we both adore—
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore—
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore.”
Quoth the Raven “Nevermore.”
“Be that word our sign of parting, bird or fiend!” I shrieked, upstarting—
“Get thee back into the tempest and the Night’s Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken!—quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!”
Quoth the Raven “Nevermore.”
And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming,
And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted—nevermore!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου