Share

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Πιτσιρίκι-ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΜΑΤΙΑ

Η Λιλη Παντα ενημέρωσε την εικόνα του προφίλ της.
1 ώρα
Εγώ λοιπόν, θα σου μιλήσω για εκείνους τους λίγους, τους σπάνιους και μοναδικούς, με τις ελεύθερες ψυχές και τα καθαρά μάτια.
Εκείνους τους λίγους, που τα μάτια τους είδαν πολλά κι η ψυχή τους έγινε πολλές φορές κομμάτια, μα είχαν μέσα τους τη μαγκιά και τη δύναμη να τα μαζέψουν ένα ένα και να αρχίσουν από την αρχή.
Για κόλλα όμως δεν χρησιμοποίησαν ούτε απωθημένα, ούτε κακία, ούτε ζήλια.
Για κόλλα έβαλαν τα θραύσματα από κάθε φορά που κάποιος «μικρός» πέρναγε, έσπαγε κι έφευγε.
Και ξέρεις γιατί έσπαγε;
Γιατί δεν μπορούσε να την καταλάβει.
Δεν γινόταν να αποδεχτεί την αλήθεια της.
Δεν γινόταν να αποδεχτεί πως αυτή η ψυχή, δεν είχε έρθει για να κάνει κακό. Δεν είχε έρθει για να βλάψει, να καταστρέψει.
Είχε έρθει να αγαπήσει. Ούτε καν να αγαπηθεί.
Κι όταν πια δεν της άφηνε τίποτα να αγαπήσει, έφευγε.
Κι επειδή εκείνος ήταν λίγος, μικρός κι ανόητος και δεν κατάφερε ποτέ να την καταλάβει, την χτύπαγες με τα ίδια της τα όπλα.
Με την αγάπη της την ίδια. Κι εκείνη έσπαγε, κομματιαζόταν.
Κι όταν πια δεν είχε κάτι άλλο να σπάσει κι έφευγε, εκείνη αναγεννιόταν κι εκείνος γινόταν ακόμα πιο τοσοδούλης.
Δεν κατάλαβε βλέπεις ποτέ πως η ψυχή της, ήταν αέρας που δεν μπορούσες να τον χωρέσεις στο καλούπι σου.
Δεν κατάλαβε ποτέ πως η ελευθερία της ήταν αδιαπραγμάτευτη, γι’αυτό και θεωρούσε δεδομένη και τη δική σου την ελευθερία.
Αναζητούσε ζεστασιά και της αρκούσαν πάντα τα λίγα, τα απλά, τα ήρεμα.
Ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια αλήθεια.
Η πολλή βουή την ενοχλούσε και οι πολλοί την καταπίεζαν.
Με τα «πρέπει» και τα «περίπου» δεν συστήθηκε ποτέ.
Έκανε ότι ήθελε, όπως το ήθελε, όταν το ήθελε και το έκανε πολύ!
Δεν είχε όριο! Όταν έμπαινε στο παιχνίδι, θα έπαιζε μέχρι τελικής πτώσης.
Δικής σου.
Εκείνη δεν έχανε ποτέ.
Γιατί ακόμα κι όταν έχανε, σε είχε κερδίσει.
Σε είχε κερδίσει γιατί είχε μείνει ελεύθερη και ανυπότακτη.
Ανυποχώρητη σε εκείνα που πίστευε και πάντα ονειροπόλα.
Κι εσύ δεν κατάλαβες ποτέ πως δεν σε αναζητούσε για λιμάνι και η Ιθάκη της έπεφτε πολύ κοντά.
Δεν της άρεσε ούτε το άραγμα, ούτε να ρίχνει κάπου άγκυρα. Δεν έψαχνε τους ανθρώπους για δικλείδα ασφαλείας της, δεν τους ήθελε για να βολευτεί.
Και σε εκείνον, ήθελε μόνο να του μάθει την ζωή από την αρχή.
Μια άλλη ζωή, που δεν την υποψιάστηκε καν.
Όχι ροζ, όχι εύκολη, όχι ανέφελη και ξέγνοιαστη.
Μια ζωή αληθινή.
Αληθινή σαν το γέλιο της και βαθιά σαν το κλάμα της.
Γιατί και τα δύο έβγαιναν από μέσα της απροσποίητα και δεν ντράπηκε ποτέ γι’ αυτά.
Δεν τα έκρυψε, δεν τα «ζύγισε», δεν τα μέτρησε πριν τα δώσει.
Άλλωστε ότι είχε να δώσει το έδινε απλόχερα χωρίς να περιμένει ποτέ τα «ανάλογα» για ανταμοιβή.
Έδινε γρήγορα, αγάπαγε πολύ, έτρεχε να προλάβει το χρόνο και δεν κοίταζε ποτέ πίσω.
Δεν χώραγε σε καμία αγιογραφία! Κι όταν της έλεγαν «πόσο καλή είσαι», τους κοίταγε, τους χαμογελούσε και του έλεγε την αλήθεια της.
«Είμαι, ότι επιλέξω. Είσαι, ότι μπορείς»
Είχε μέσα της και το καλό και το κακό κι ότι της ξύπναγες, με αυτό θα έπρεπε να πορευτείς, με δικιά σου ευθύνη!
Μόνο την εκδίκηση δεν είχε στο αίμα της. Την θεωρούσε χαμένο χρόνο.
Όταν αποφάσιζε να φύγει, έπαυες να υπάρχεις, έπαυες να την απασχολείς, δεν χώραγες πια στην καθημερινότητά της κι έτσι σε ελευθέρωνε ακόμα κι από την παρουσία της.
Σε έκλεινε σε ένα από τα σπασμένα της κομμάτια και τράβαγε παρακάτω.
Πάντα ελεύθερη, πάντα ανυπότακτή, πάντα ακατανόητη για τους πολλούς..
Πάντα με ελεύθερη ψυχή και μάτια καθαρά!
απο το πιτσιρικι
"Όπου φυτρώνει να τον ξεριζώνεις.

Όπου καλλιεργείται να τον θερίζεις.

Και όπου σηκώνει κεφάλι να τον τσακίζεις."

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

'' Μεγάλυνον Ψυχή μου - Μυστήριον ξένον '' Θ' Αργή Καταβασία Χριστουγέν...





'' Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν, καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον, ὁρῶ καὶ παράδοξον! οὐρανὸν τὸ Σπήλαιον· θρόνον Χερουβικόν, τὴν Παρθένον· τὴν φάτνην χωρίον· ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστὸς ὁ Θεός· ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν ''.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Το τραγούδι της νύχτας - Φλέρυ Νταντωνάκη





στίχοι Μιχάλη Μαρματάκη - μουσική Τερμίτες

από το δίσκο Τσιμεντένια Τραίνα, 1986

Εκεί σκορπισμέμη στον ύπνο μουσκεύει η ψυχή
θλιμμένη αγαπιέμαι από σκεύη κουζίνας και πράγματα
και κάπου στο βάθος της νύχτας αστράφτεις εσύ
σε εικόνες γεμάτες περάσματα.

Αίμα στο στόμα μου και τ' όνειρο άσπρο
μικρές αγγελίες στον τύπο διαβάζεις
μου μοιαζεις με όστρακο κι απόρθητο κάστρο
Αίμα στα πόδια μου και τ' όνειρο άσπρο
γυμνή-ξαπλωμένη να τρέχω διατάζεις
μου μοιάζεις απόμακρος και σβήνεις σαν άστρο
αίμα στο βλέμμα μου και τ' όνειρο άσπρο
στο χρώμα μπερδεύτηκα - δεν βλέπω - μ' αρπάζεις
φωνάζω σαν νήπιο μια λέξη σαν ''άσ' το''.

Εκεί διάλυμένη στον ύπνο, βαμμένη χρυσή
με γέλια φλερτάρω ένα σκεύος κουζίνας χαράματα
και μ' ένα μπουκάλι υγρό γεννημένο εσύ
γυμνή με δικάζεις να βάλω τα κλάματα

'Να 'μαι '' φωνάζω μπροστά στον καθρέφτη
''γυναίκα από πέτρα με ψυχή βιασμένη''
κοιτάζω τη φάτσα μου να βλέπει τον κλέφτη
''να 'μαι '' ψελλίζω κοντά στον καθρέφτη
διακρίνω τη χλόη μου με στάχτη βαμμένη
και κει μπρος στα πόδια μου το σώμα μου πέφτει
''να 'μαι '' υστερίζω σιμά στον καθρέφτη
τον χτυπώ με γροθιά και με βλέπω σπασμένη.

Ξυπνώ μουσκεμένη κοντά σ' ένα κάλπικο ψεύτη.

Ξυπνώ μουσκεμένη...

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Χρόνια Πολλά και Καλά Χριστούγεννα Ελληνίδες κι 'Ελληνες απανταχού της γης


Χρόνια Πολλά και Καλά Χριστούγεννα Ελληνίδες κι 'Ελληνες απανταχού της γης

Ηέλτιος- ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ


Κοίταγες μπροστά,
ώσπου στη ράχη πίσω από τα έλατα
πρόβαλε το γκρεμισμένο σπίτι,
το μικρό καλυβάκι με τη βυθισμένη πέτρινη στέγη,
τους σωριασμένους τοίχους
και το στρεβλό κατά γης πεσμένο παραθύρι.
Ένα ζώο έβγαινε μέσα απ’ τα ερείπια,
δίποδο σκυφτό, σακατεμένο˙
προσπαθούσε να σταθεί όρθιο- δύσκολο να τ' αναγνωρίσεις.
Πήγαινε τρικλίζοντας, τρομαγμένο,
όλο γυρνώντας προς τα πίσω το κεφάλι,
ώσπου με δυσκολία διάβηκε το ξέφωτο και χάθηκε
στο δάσος.
2015

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Αφήγηση ~ Μίλτος Πασχαλίδης




Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Πρώτη εκτέλεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
σαν κι αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα

Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν
γυναίκες που γερνούνε δύσκολα
αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών

Πγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία

Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε
για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς
άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή

Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος
μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο
ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή

Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
που να μην το συνηθίσατε
προσκυνώ

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Ηέλτιος- ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ-1



1
...Λέξεις θα μου πεις.
Αλλά όσο αυτές οι λέξεις αντέχουν ακόμα,
διατηρώ κρυφά την ελπίδα πώς θα με καταλάβεις,
κι ίσως με σώσεις κάποτε.
Γιατί ο πόλεμος δεν τέλειωσε
κι η λέξη ανοιχτή μένει στη φθορά, τη διαφθορά,
και στον αναστάσιμο Λόγο.

Σπαραγμένο φεγγάρι
απόψε
περιπολεί 
συντροφιά με τη σκιά μας
και τους σπασμένους βραχίονες
των αγαλμάτων.
25-11-2019


Λαυρέντης Μαχαιρίτσας | Τόσα χρόνια μια ανάσα Official Video Clip

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Canzone del mal di luna - N.Piovani (greek subs)

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ
Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο
πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ' αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες
HOMOUNIVERSALISGR.BLOGSPOT.COM
Φίλε ή αντίπαλε μην τ' αναγγείλεις πουθενά. Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος. Ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχ...

Ανεπίδοτα Γραμματα - Σάκης Μπουλάς, Αφροδίτη Μάνου

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Άγγελος Σικελιανός - Ιερά Οδός



Ἱερὰ Ὁδός

(1935)
Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα
ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου
μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει.


Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει
ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν
περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο
ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει
σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.
Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα
σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε
ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια
γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα
ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.
Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος
κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα
μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα
π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν
ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,
σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας
ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα
αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.


Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο
τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.
Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,
καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες
συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.


Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω
νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο
τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να
χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία
τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε
στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.


Ἡ μία,
(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,
μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο
τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω
μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη
ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν
ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,
αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,
μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,
γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της
πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.
Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,
σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο
μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο
ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα
τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα
τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα
στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!
Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη
ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα
῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας
στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο
ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες
φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια
τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,
νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της
γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται
ζωηρά.


K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,
ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες
στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·
ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.
Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία
τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,
δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα
μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα
δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες
ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.


Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.
Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,
καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος
κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.
Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,
καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου
μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι
τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια
τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.
K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:
«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα
ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,
κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,
θὰ γιορτάσουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια
πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος
νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,
καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα
βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε
πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη
ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,
ἕνα μούρμουρο,
κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:
«Θὰ ῾ρτει.»
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)

Nostalgia

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

ΑΝΔΡΕΑΣ Α. ΑΡΤΕΜΗΣ "ΨΥΧΗ" ποίηση ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ ΚΑΡΑΜΒΑΛΗ

Άγγελος Σικελιανός Aggelos Sikelianos

Μελίνα Κανά "Στιγμές ερωτικού λόγου" (2006)



Στίχοι:Νίκος Μουντογιαννάκης
Μουσική:Λουδοβίκος των Ανωγείων
Γυρεύω να 'ρθεις
στη θύμηση μου
σ' αυτά που αγάπησες
σε ξαναζώ
Σ' αυτά που σου 'δωσα
και ήταν λίγα
σ' αυτά που πήρα και
σ' ευχαριστώ
Μα κάποια μέρα
νωρίς της νιότης
πήρες το δρόμο
για μισεμό
κι ο στεναγμός
που χρόνια με ξέρει
με αντάρα σμίγει
με το βουνό
-------------------------------
03:31 Δίψασα στην πόρτα σου
Στίχοι:Μάνος Ελευθερίου
Μουσική:Σταύρος Κουγιουμτζής
Δίψασα στην πόρτα σου γι' αγάπη
κι έγειρα γλυκά να κοιμηθώ
Μαύρο δαχτυλίδι το φεγγάρι
τάμα σε ξωκκλήσι μακρινό.
Μαύρο δαχτυλίδι το φεγγάρι
τάμα σε ξωκκλήσι μακρινό.
Έδεσα με κόμπο την φωνή σου
δροσερό κλωνάρι της αυλής
δένδρο μυστικό του παραδείσου
μπαλκονάκι της μικρής ζωής
δένδρο μυστικό του παραδείσου
μπαλκονάκι της μικρής ζωής
-------------------------------
06:52 Όταν ανθίζουν πασχαλιές
Στίχοι/Μουσική:Σταύρος Κουγιουμτζής
Είπες πως θα 'ρθεις να με βρεις
μα γέρασ' η καρδιά μου
κι ούτε πουλί φτερούγισε
μέσα στην ερημιά μου
Χελιδονάκι του Μαγιού
πόσο πολύ σου μοιάζω
όταν ανθίζουν πασχαλιές
κι όταν αναστενάζω
-------------------------------
09:20 Αγάπη μου
Στίχοι:Γιάννης Θεοδωράκης
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Αστέρι μου, φεγγάρι μου,
της άνοιξης κλωνάρι μου
κοντά σου θά 'ρθω πάλι,
κοντά σου θά 'ρθω μιαν αυγή
για να σου πάρω ένα φιλί
και να με πάρεις πάλι.
Αγάπη μου, αγάπη μου,
η νύχτα θα μας πάρει,
τ' άστρα κι ο ουρανός,
το κρύο το φεγγάρι.
Θα σ' αγαπώ, θα ζω μες στο τραγούδι
θα μ' αγαπάς, θα ζεις με τα πουλιά
θα σ' αγαπώ, θα γίνουμε τραγούδι
θα μ' αγαπάς, θα γίνουμε πουλιά.
Ο ποταμός είναι ρηχός
κι ο ωκεανός είναι μικρός
να πάρουν τον καημό μου.
Να διώξουνε τα μάτια σου
να πνίξουνε τους όρκους σου
από το λογισμό μου.

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Αλκίνοος Ιωαννίδης-Τι να Θυμηθώ


Δεν πετάει φτερό στο πέλαγο
Και μαντάτο απ' την Αθήνα Τι να θυμηθώ απ' τα μάτια σου Που 'χω να τα δω ένα μήνα Στ' άγρια σοκάκια της ψυχής Ψάχνω μα δε σ' ανταμώνω Α να κοιμηθώ να σ' ονειρευτώ Που με ξέχασες και λιώνω Ούτε που σαλεύει το νερό Ούτε μου μιλούν οι γλάροι Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα 'ρθεις Πριν να σβήσουνε οι φάροι

Μιχάλη Σταφυλά - "Ευρυτανία" (1962)



"Ποτέ δεν απόσωσες ακέριο
εν΄ άσπρο καρβέλι χαράς
στη ζωή σου
κι’ η ξερή μπομπότα της πίκρας σου
έδωσε το χρώμα της στα παιδιά σου.

Σε ποιο βράχο απίθωσες τα όνειρά σου
και ξέχασες το μονοπάτι που σ’ οδήγησε ;
Σε ποια κρυόβρυση του βουνού σου
πλένεις τις λαβωματιές σου με τις πετροπέρδικες
και δεν αφίνουν σημάδια
τα αίματά σου ;
Σε ποιο πηγάδι της καρδιάς σου
βυθίζεις τον πόνο σου
για να δείχνεις ήσυχος σαν το γιαλό
που καρτεράει Γενάρη ν’ αγριέψει ;

Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Αυτό δεν είναι κραυγή που ζητάει
ένα χέρι σωτηρίας
είναι μια πανάρχαιη επίκληση
του τόπου σου
που κόλλησε στις στουρναρόπετρες
και μπαίνει στα θεμέλια των σπιτιών
στις φωνές των τσοπάνων
και στα τραγούδια των γεωργών
που σπρώχνουν το σιδερένιο υνί
του παρελθόντος
ίσια στην καρδιά του μέλλοντος…

Βοήθεια ! Φωνάζουν τα νηογέννητα
που στριφογυρίζουν αλευρωμένα
στην ανάποδη ενός σαμαριού.
Βοήθεια ! Τα μαθητούδια που γράφουν
με τον κοντυλοφόρο του μνημονικού τους.
Βοήθεια ! Τα παιδιά που κινάνε
να ξενοδουλέψουν στις πολιτείες
μ’ έναν τρουβά γιομάτον νοσταλγία
και ξερό ψωμί
Βοήθεια ! Αυτοί που μένουν. Αυτοί που φεύγουν
για την ξενητειά ή για τον κάτω κόσμο

Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Μπήκε στο αίμα τους και κυλάει η επίκληση.
Μπήκε στην καρδιά τους και χτυπάει ρυθμικά
ταξιδεύει με το υπομονετικό γαϊδουράκι
γκρεμίζεται στις σάρες και τις γιδόστρατες
πέφτει απ’ τα δέντρα που κόβει κορφάδες
για τα ζωντανά
χάνεται στα ξένα αναζητώντας
ένα φτηνό μεροκάματο
Μπαίνει στα γράμματα και σφραγίζεται
με το βουλοκέρι της πίκρας :
«υγείαν έχω
μα δεν έχω να στείλω λίγη καφοζάχαρη
για τη βάβω...

Μ’ όλα αυτά, αδερφέ μου ευρυτάνα σκύβεις μονάχα
να πιείς το νερό της πηγής
ή για να βάλεις τ’ αυτί σου στο χώμα
και ν’ αφουγκραστείς
το περπάτημα των Νέων Καιρών
που έρχονται
μες απ’ τις αντάρες της φτώχειας σου.
Κυτάζεις τον ήλιο
μες απ’ τα φυλλώματα του γεροπλάτανου
που κάποτε κρέμαγες τ’ άρματά σου
για να χτυπήσεις τον τύραννο.
Κυτάζεις τον κόσμο απ' το ξάγναντο
της σκέψης σου
και κρατάς στα ροζιασμένα σου χέρια
το βοσκοράβδι και την τιμή της πατρίδας.
Κρατάς τα παράσημα των αγώνων σου
και τις πίκρες των διωγμών σου.
Τυλίγεις τα λαμπερά μετάλλια
εξαίρετων πράξεων
στα «εντάλματα συλλήψεως
δι’ οφειλάς προς το δημόσιον»

Σ’ εσένα κανένας δεν οφείλει τίποτα.

Κρατάς τα ξέφτια των ελπίδων σου
ραμένα στα κουρέλια των παιδιών σου.
Κρατάς τη σημαία της Λευτεριάς
περασμένη μες απ΄ τα κάγκελα
της αόρατης φυλακής σου.

Βοήθεια ! Για να σταθείς στα πόδια σου
και ν΄ αντικρύζεις τον ήλιο
για να κρατήσεις το ταμπούρι σου
για να κρατήσεις την Ιστορία σου
για να κρατήσεις……

Θέλω να μιλήσω για σένα
αδερφέ μου
μα το μολύβι μου σκοντάφτει
στη σκληρή σου απόφαση
και στη σκληρή σου ζωή.

Το αίμα αχνίζει ακόμα
και σηκώνεται με τις πρωινές ομίχλες
οι καπνοί των εμπρησμών
φουσκώνουν
τα πλεμόνια των ανθρώπων.

Τα σπίτια πέφτουν
οι καρδιές πέφτουν
οι μέρες πέφτουν
τα ελάτια μένουν μονάχα όρθια.
Είδαν πολλά και ξέρουν
πως ο ήλιος δε θα πάψει
να βγαίνει απ’ την ψηλότερη κορφή
του Βελουχιού.
Είδαν πολλά
κι οι σφαίρες απ’ τα καρυοφύλλια
τους γκράδες και τα τόμιγκαν
ειν’ ακόμα καρφωμένες απάνω τους.
Στις ρίζες τους κουλουριάστηκαν
φωνές θριάμβου
και φωνές απόγνωσης.
Οι ρίζες τους ποτίστηκαν
με πολλή βροχή και με πολύ αίμα…

Πως να μιλήσω λοιπόν αδέρφια μου
που με πνίγει το παράπονο
για τις μέρες που πέρασαν
αρματωμένες
και τράβηξαν για νάβρουν καταφύγιο
σαν τις θεές στον καινούργιο τους Όλυμπο;
Πως να μιλήσω που με πνίγει
το παράπονο
σα βλέπω τα γιατάκια των κλεφτών
πεντάρφανα
κι ούτε δυο πέτρες σωριασμένες
πουθενά
-που να βρεθεί λίγο μάρμαρο
και λίγη στοργή ; -
κι ούτε μια πλάκα
μ' ένα όνομα και μια ημερομηνία
για τόσους ήρωες που πέθαναν
χορτασμένοι από μπαρούτι
κι Αγώνα

Δεν ήτανε τούτοι δώ οι χωριάτες
από τζάκια
κι’ ούτ’ είχανε φλουριά κι’ ονόματα
μια καρδιά είχαν
και την έδωσαν στην πατρίδα
Μιά δύναμη
και την άφησαν να τρέξει
απ’ τις λαβωματιές τους.
Κι’ έτσι δε μόλεψε η πατούσα του τυράννου
τον τόπο που έμειν’ Άγραφος
για πάντα…

Όσο θυμάμαι τα παληά
μωρές αδέρφια μου
ψηλώνω σαν τις βουνοκορφές
βλέπω τον κόσμο με περηφάνεια
η καρδιά μου ξεπετάγεται
απ’ το στήθος μου
και γίνεται πολεμική σημαία
καρφωμένη στο κοντάρι της Ελπίδας.

Εδώ πάνω θάθελα να πεθάνω
-σαν έρθ’ η ώρα-
ατενίζοντας τον κόσμον από μακρυά
στη ρίζα ενός θεόρατου ελατιού
φτάνει να βλέπω τ’ άρματα του Κατσαντώνη
κρεμασμένα στα κλαριά του,
που φαίνουνται σα θεώρατα χέρια
ενώ προσπαθούν ν’ αγκαλιάσουν
τους ανθρώπους…

Εδώ ο βοσκός αποκοιμιέται
με τραγούδια και παραμύθια
που ξεπετάγουντ' απ' τον τόπο γύρα
κι απ' την καρδιά του
και πλημμυρίζουν το καλύβι του
ως γέρνει να ξαποστάσει
αφήνοντας δίπλα στο γωνολίθι
τις έγνιες του
που τον βαραίνουν ολοχρονίς.
Εδώ, ο τόπος διηγιέται ιστορίες
σαν το γεροπαπούλη
που κρατάει τ' αγγόνι του
στα γόνατά του
και λέει για τη ζωή του την παληά
πιότερο για να θυμηθεί πως έζησε...

Εδώ, ο τόπος δείχνει τις φρέσκες
λαβωματιές του
ανοίγοντάς τες σαν ένα τριαντάφυλλο
που το δίνει να το μυρίσουν
οι γενηές που έρχονται.
Εδώ, οι άνθρωποι
είναι φτωχοί και περήφανοι,
δε ζητιανεύουν
παρά το δικαίωμά τους στη ζωή
μπροστά σε μια κρύα καρδιά
που σφίγγει με θέρμη
το πορτοφόλι της...

Εδώ μιά φτωχιά μάνα
δίνει στα παιδιά της
λίγο γάλα και πολύ αίμα
απ’ το στραγγισμένο της στήθος
την έχουν κλείσει όξω απ’ την πόρτα
του Αιώνα
και προσπαθεί να μπει
από μια κρυφή πορτούλα στο μέγαρό του
αν και της πρέπουνε τιμές
απ’ τις μαρμαρένιες σκάλες.
Εδώ είναι μια μάνα
που αγωνίζεται για όλα τα παιδιά
του κόσμου…

Έχω κλεισμένο στην καρδιά μου
ένα ηλιοβασίλεμα του χωριού
ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα
σαν το χάδι της μάνας μου
ή σαν το κρυφό δάκρυ της αγάπης.

Έχω κλεισμένη στην καρδιά μου
μιάν απόκοσμη βραδυνή σιγαλιά
που την ταράζει μονάχα
το μακρυνό βούϊσμα ενός ποταμιού
καθώς τραβάει ασταμάτητα
το δρόμο του προς τη θάλασσα.
-Είχα πάντα την παραίσθηση
πως είναι φωνές ανθρώπων
που έρχονται ή πνίγονται... -

Έχω ένα απαλό πρωινό
στην καρδιά μου
όντας γυρίζουν οι κοπέλλες του χωριού
απ' το λόγγο
ζαλιγκωμένες ξύλα κι όνειρα.

Έχω μιαν εκκλησσούλα
σε κάποιον Πλατανιά
που ανταμώνουν οι ξενιτεμένοι
με τις αναμνήσεις τους
κάθε δεκαπενταύγουστο,
μπροστά στην πολυκαιρισμένη εικόνα
μιας φτωχιάς Παναγίας...

Η καρδιά μου είναι γιομάτη
από βουνά νοσταλγίας
μέσα στον απέραντο ζεστό κάμπο,
γιομάτη από αναμνήσεις
πλυμένες στις κρυόβρυσες
που χάνονται μέσα στα σύδεντρα
σαν τ' αρνάκια
που κυνηγάνε το χλωρό χορτάρι
στην κάψα του καλοκαιριού.

Μοσχοβολιά ελατίσια
αναδίνουν οι αναμνήσεις μου
καθώς σιγοπερπατάνε
δίπλα στις σάρες που χάσκει ο θάνατος

Τα ροζιασμένα χέρια των αδερφών μου
-χιλιάδες χέρια-
υψώνουνται στο άπειρο
κρατώντας ένα μπουκέτο ελπίδες
ή αδειανά από ελπίδες,
καθώς ενώνουνται ν’ ανεβάσουν
τα βουνά τους ψηλότερα.

Οι καβαλάρηδες τρέχουν πέρα – δώθε
στους πυρπολημένους λόφους
σηκώνουν ένα περιστέρι
στα χέρια τους
σηκώνουν ένα νέο παιδί,
σηκώνουν την αγωνία τους
κεντημένη σ’ ένα άσπρο πανί
που τυλίγουν το λιγοστό ψωμί τους.

Χελιδονάκι μου, καλό μου χελιδόνι
που χτυπάς την πόρτα της άνοιξης
που φέρνεις τη χαρά της ζωής
κι’ ανοίγεις τα φύλλα της καρδιάς μας
στο ζεστόν ήλιο.
Έλα χελιδονάκι της προσδοκίας
να κεντήσεις με το ράμφος σου
ένα σημάδι χαράς
στο σκισμένο πουκάμισο
του αδερφού μου
ένα σημάδι πάνω απ’ το μέρος
της καρδιάς του
που χτυπάει καρτερώντας
μια μέρα δίχως βροχή,
μιαν άσπρη μέρα…"


(Πηγή Vasilis Siorokos
προς ftelia-evrytanias.blogspot.com).

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, χαμογελάει, εσωτερικός χώρος