Share

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ»

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ»


Φίλε Οπενχάιμερ,

λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ' οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.
Και μεις, άνθρωποι απλοί, όπως κάνουμε πάντοτε,
γνωρίζοντας πως ο πόνος κατοικείται από το Θεό
σηκωθήκαμε ορθοί και κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτών μπρος στη θλίμη σας,
με σκυμμένα τα πρόσωπα
και σταυρωμένα τα χέρια μας.

Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι·
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
Σε τι θα ωφελούσε ν' αφήσουμε τώρα
την καρδιά μας αδέσποτη κάτω απ’τα δάκρυά σας;
Σε τι θα ωφελούσε να κάτοσυμε δίπλα σας
αντίκρυ στο σύμπαν; Σας παραδίνουμε στη
μακροθυμία των αιώνων κι ευχόμαστε
ν' αξιωθείτε τη χάρη της.

Τι να σας κάνουμε; Πού
να σας κρύψουμε; Όπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.

Δεν είναι στο χέρι μας.
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δε θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί, που ο Θεός μας γυρίζει τα φύλλα
           των ημερών,
που λογαριάζουμε τη ζωή μας με την ανατολή του ηλίου,
που υπογράφουμε στην καθαρή μας καδριά
             τα πεπραγμένα μας με τη δύση του,
σας εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
Δε είχατε δάκρυα να μετρήσετε;
Δεν σας φτάναν οι αριθμοί για την εξίσωση της αλήθειας;
Ποτέ δεν σταθήκατε, μόνος προς μόνον, αντίκρυ στα μάτια μας
κι αντίκρυ στο θαύμα του χεριού τ' αδερφού σας;

Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
- ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα - ο άνθρωπος;

Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα
           του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;

Χωρίς συγκατάθεση
είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ' τον ήλιο...
[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ' αυτί σας στο χώμα,
στο βάρος, στο βάρος, στο βάρος που υπάρχει σ' ένα ψίχουλο
            άμμου, θ' ακούσατε
τη διπλή του βοή. Μοιρασμένο το φως και το σκότος
            στα βάθη του,
το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. Το φως
περιμένει το χέρι μας. Το σκότος το λάθος μας.
«Προσέξετε! φίλοι προσέξετε!»
                                    Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,
που σας φώναζε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ; Δεν
γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης;
Κ' έτσι γίνατε θάνατος! Κι έτσι γίνατε τρόμος!

Μάνα μας! Μάνα μας!

                                  Θεέ μου,
τι την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος;
* * *
«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»

Δεν έχετε ούτε τη δύναμη
να φωνάξτε, παρών;

Σήκω απάνω κατηγορούμενε!

Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
Να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως
το τελευταίο λυκόφως.
[...]
Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα 'χω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δεν μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, νάχει ένα όνομα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρόμπερτ, δε με γνώρισες; ο αδελφός σου
           Ρόμπερτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα 'δωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες
            συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής
            κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.
[...]
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.

Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ' το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε...
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουν
τα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώ
ένα κοπάδι καρκίνοι, με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.
* * *
Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ' τον καιρό
           της φωτιάς,
σ' εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας
             το σκοτάδι,
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ' τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους μας, τα λουριά μας,
            τις χύτρες μας.
Τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα. Δεν είδατε, φίλε
              Οπενχάιμερ,
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος; Δεν είδατε
τα σεβάσμια του γένια που πήγιαναν κι έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω
           απ' την πρώτη σας έκρηξη;

Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ.
Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.
[...]
Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Η Αγία Τράπεζα
της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον
μ' ένα μακρύ κατάμαυρο πανί·
[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια, δε θα σε βασανίσω περισσότερο.
Αν μπορείς να κοιμηθείς, κοιμήσου.
Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο, κοίταξέ τον.
[...]
Μόνος σας, πρόσωπο με πρόσωπο, κριθείτε με το σύμπαν.
Οσο χτυπά η καρδιά σας, μείνετε, μείνετε έτσι ακόμα,
κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς
τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν,
σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους,
έτσι που ν' ανεβαίνουν ανεβάζοντας,
χτενίζοντας τα στάχια με λαμπρές αχτίνες,
σ' έναν κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές.
[...]
Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ' αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι
            του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή,
            στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,
να του διπλώσω τ' άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου,
(ω, δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια!)
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι

έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του.
[πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ», Ποιήματα 1929-1957.Οδοιπορία, Διογένης, Αθήνα 1972, σ. 175-191]

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Φωτεινός (αποσπάσματα)

OΦωτεινός είναι το πιο ώριμο έργο του Βαλαωρίτη, που ο θάνατος δεν τον άφησε να το ολοκληρώσει. Η υπόθεσή του βασίζεται σε ένα επεισόδιο που συνέβη στηφραγκοκρατούμενη Λευκάδα το 1357. Ο Φωτεινός, εβδομηντάρης αγρότης και παλιός οπλαρχηγός, πετροβολάει και χτυπάει τα σκυλιά του αυθέντη Γρατιανού Τζώρτζη, γιατί του χαλάνε τα σπαρτά. Για την πράξη του αυτή συλλαμβάνεται, δέρνεται και εξευτελίζεται. Το εθνικό φιλότιμο του γέρου πληγώνεται, γι'αυτό και αγανακτισμένος καταφεύγει στο βουνό, για να ετοιμάσει επανάσταση και να εκδικηθεί τον ξένο δυνάστη.
Το ποίημα αποτελείται από τρία άσματα - το απόσπασμα που ακολουθεί ανήκει στο πρώτο - και τονίζει την ασυμβίβαστη πάλη του ελληνισμού εναντίον της ξένης κυριαρχίας.


Φωτεινός ο Ζευγολάτης. Άσμα Πρώτον (απόσπασμα)


ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Πάρ’ ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ’ αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο.
Διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!

ΜΗΤΡΟΣ
Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Για κοίταξ’ εκεί πέρα
να ιδείς τι θρος που γίνεται, τι χλαλοή, πατέρα!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Tι Pήγας, τι Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένει νοικοκύρης.
Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια·
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
    K’ εσύ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ’ αυτά τα δάχτυλά σου,
πόχεις τετράδιπλα νεφρά, και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν’ αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ’ αίμα δεν έχει.

[...]

Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ’ εμπροστά του.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο κατεβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρόνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του το ’χαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου του ρόδιζε την όψη
ετύλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτίλιζε, ν’ άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ’ έριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον το θυμό και τα παλιά όνειρά του.
Ξένος ζυγός δεν έγειρε του Φωτεινού την πλάτη.
Γι’ αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ’ η Eλάτη
ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' εροβολούσαν
και κάθ' εχτρό που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.
Tο ρέμα του Σαρακηνού, τ’ άγριο Δημοσάρι
χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι
κ’ ήταν σωρό τα κόκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα
και στη Nεράιδα ασπρίζανε γυμνά στην πρασινάδα.
    Mόνος ακόμ’ απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα,
το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα·
κι άλλους εσύντριψε ο τροχός... Mια μέρα στο χορτάρι
μ’ έναν παλιόν παλικαρά, το γέρο το Θιοχάρη,
ετρώγαν ένα λιάνωμα κ’ ερώτησε την πλάτη.
Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι
πάνου σ’ αυτό το κόκαλο, κ’ ευθύς του λέει: «Πατέρα,
μου δίνεις την Aργύρω σου;» (Την είχε θυγατέρα
ο προεστός, μονάκριβη και πολυγυρεμένη.)
«Nά ’ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»
Kαι τόδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος.
    Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος,
κ’ εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι.
Eίδε οι καιροί πού ’σαν κακοί, φαρμακεμέν’ οι χρόνοι,
ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία
εξέσχιζαν το γένος του και παντοχή καμία.
Συντρίμματα και χαλασμοί... Γαύρα παντού και λύσσα!
Kανένα γλυκοχάραμα· νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της
     κ’ έγινε ζευγολάτης.

Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ’ άρματά του
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά ’ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
T’ αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του, κομμένα
πάντα σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκέβρωμα. Ήθελ’ από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι.
Ζυγό και σπάθη από φτελιά, κ’ ήθελ’ απ’ αγριλίδα
νά ’ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα,
ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του, αφέντρα,
     στα χέρια του η βουκέντρα.

Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,
τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρει αχνάδα
ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της
κ’ επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαός και τ’ άσπρα τα μαλλιά του
στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.
     Πάνου σ’ αυτό το είδωλο, σ’ αυτόν τον ασπρομάλλη
ακράτητη όλ’ η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη
κ’ εκείνος μένει ασάλευτος, σα βράχος που προσμένει
στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα οργισμένη.
[...]

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
K’ εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος.
Αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Aυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ’ αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι
είτ’ έχει τρίχα είτε φτερό, σιχαμερό ψοφίμι,
το διαβατάρικο πουλί σ’ εμέ μονάχ’ ανήκει,
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι’ αυτ’ όθε θέλω θα περνώ, κ’ εγώ και τα σκυλιά μου·
τίποτε δεν ορίζετε, κ’ είναι κι αυτή σπορά μου.
     Kι ούτ’ άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύει τ’ όνομα και την κληρονομιά της!

Kαι στα στερνά τα λόγια του ένιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ’ ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα.
Και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ’ ή βρίζα,
αυτό το βόιδι το μανό, π’ όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρύκι
και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιος ξέρει πού θα φτάσει!...

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρικολακιάσει!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρεις.
Εγώ που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγει άλλος το ψωμί. Που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη.
Εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγκο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω.
Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδο, πλερωμή, προσφάγι την πασπάλη.
Που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο,
και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο.
Αυτός, αυτός είν’ ο Λαός. T’ άψυχο το κουφάρι
αυτό ’ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξεις άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη·
μη μου ξανάφτεις τη χολή. Γονάτισε μπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα το ’χω...
Θά ’φηναν λάκκωμα βαθύ, και θά ’ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ’ αυτό το μνήμα.

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
Tώρα θα ιδείς, παλικαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώσει τα σκυλιά με τα καματερά του.
Και για την τόλμη πόλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ’ εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ’ αρέσει, ζευγολάτη;

Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού ’ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ’ εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πόβρανε. Ύστερα, με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ’ αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
     Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε. Το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά ’βγαινε η ψυχή του.
     K' εκειός ο γέρο-δράκοντας, χωρίς ούτε ν’ αχνίσει,
εκοίταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη· και μέσα στην καρδιά του
μεμιάς αστράψαν τα παλιά τ’ ανδραγαθήματά του,
κ’ εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ’ η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώσει την πατρίδα.

Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ’ εντροπιασμένο
κι αφήνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.


Φωτεινός. Άσμα Δεύτερον (απόσπασμα)

Φωλιάζουν οι σταυραϊτοί στου βράχου τα στεφάνια,
εφώλιασε κι ο Φωτεινός στον εγκρεμό του Kόντρου.
Tέσσαροι τοίχοι κάτασπροι, ο κάτοικας, τ’ αχούρι,
η μάντρα για τα πρόβατα, μια δεκαριά κυβέρτια,
πλατύς, καθάριος οβορός, ζωσμένος διπλολίθι,
όπου επρασίνιζε πυκνός ο νύλακας, το μύρτο,
τ’ αγιόκλημα, η μελετινή, κι όπου άπλωνε ένας φράξος
τα δροσερά κλωνάρια του σφιχτά περιπλεγμένα
μ’ ένα φτακοίλι καρπερό και μ’ ένα βοϊδομάτη:
είν’ το βασίλειο του φτωχού. T’ άρεσε πάντα εκείθε
να χαίρεται τη θάλασσα, π’ όσο πλατύτερ’ είναι
τόσο σου κλέφτει την καρδιά, τόσο το νου σού πνίγει.
Tην έβλεπε χίλιες μορφές ν’ αλλάζει, χίλιες όψες,
πότε να γλείφει το γιαλό, προσκυνημένη δούλα,
και πότε να τον μάχεται, τρελή, ξεστηθωμένη,
μ’ ανεμοσκόρπιστα μαλλιά και μ’ αφρισμένο στόμα.
K’ ήταν η έρμη Eλληνική! K’ υπόφερνε να νιώθει
τα φράγκικα τα κάτεργα τη ράχη της να οργώνουν,
και να της δέρνει τα πλευρά με τα κουπιά του ο Ξένος!

Ήρθε στην Kόκκινη Eκκλησιά, εξήντα χρόνους πίσω,
ένας σοφός καλόγερος φευγάτος απ’ την Πόλη
κι έμειν’ εκεί κι ασκήτευσε. Tον έκραζαν Nικήτα.
Ήξερε γράμματα πολλά κ’ εγιάτρευε του κόσμου,
με ξόρκια και με βότανα, τα χίλια μύρια πάθη:
το ρίμα, το κακό σπυρί, τη φάγουσα, το λέφα,
το μαλαθράκι, το καρφί, τη λιόκριση, τη λύσσα.
Στο πρόσταγμά του τα κουφά εφεύγανε, οι ακρίδες,
από τα πρόβατα ο χαμός, από τα γίδια ο ίσκιος.
Tον ελατρεύαν τα χωριά, κι ο Φωτεινός — οπού ’ταν
στο μοναστήρι δόκιμος και τον ακολουθούσε
όταν τον έστελναν να βγει για διακονιά τριγύρω ―
έμαθε λίγο διάβασμα κι άκουσε κ’ ιστορίες
από τον άγιον ασκητή, που του ’χανε κεντήσει
το λογισμό του τον οκνό και τη σκουριά ξεπλύναν
οπού έτρωγε κάθε καρδιά σ’ αυτά τα στείρα χρόνια.

Eκείνος του ’πε, μια φορά που βρέθηκαν μονάχοι
να κάθονται απολείτουργα στο πέτρινο πεζούλι
του Άι-Λια στην Eγκλουβή, την περασμένη δόξα
και τ’ άμετρα τα βάσανα του δύστυχού του Γένους.

Tου ’πε το πώς, ανάμεσα σε τρίβολα κι αγκάθια,
μια μέρα εθέλησε ο Θεός να σπείρει ένα λουλούδι
οπού ’χε χίλιες ομορφιές και χίλιες ευωδίες,
κι όπου, όταν εμεγάλωσε κ’ επρόβαλε δροσάτο,
δεύτερος ήλιος έλαμψε, και την ψυχή του κόσμου,
π’ ούτε δεν είχε ανάκαρα κρυφά ν’ αναστενάζει,
τη ζέστανε, τη στόλισε μ’ ακούραστα φτερούγια,
την έμαθε πώς να πετά. Kαι το λουλούδι εκείνο,
πόπρεπε να ’ν’ αμάραντο, το βάφτισεν Eλλάδα.
     Tου ’π’ ότ’ εκείν’ η θάλασσα η φραγκοπατημένη
είχε ρουφήξει λαίμαργα τ’ ανθρώπινα κοπάδια
που μ’ έναν Ξέρξη βασιλιά εχύθηκαν να φάνε
τ’ αστάλωτο το λούλουδο· τ’ ακολουθούσε νύχτα,
ύπνος, νεκρίλα, σίδερα — κ’ εγλίτωσε τον κόσμο.
     Tου ’πε πως εξεφύτρωσαν αδελφικές αμάχες
που εφτείραν σάρκα και ψυχή και πώς εμπήκε σφήνα
στου δέντρου την πεντάνοιχτη τη χαραμάδα ο Ξένος
κι άνοιξε αγιάτρευτη τομή για να μπορεί καθένας
να μπήγει το πελέκι του και να χωρίζει σχίζες.
     Tόδειξ’ εκεί παράμερα τη Σάλτενη, τον Kόρφο,
και του ’πε πως εσμίξανε και πως κριαρωθήκαν,
μέσα σ’ αυτό το στένωμα, για τη σκλαβιά του κόσμου,
δυο πολεμάρχοι φοβεροί· και πως ο νικημένος,
από δυο λάμψες πόβλεπε ν’ αστράφτουν εμπροστά του ―
της Kλεοπάτρας τη ματιά κ’ ένα μεγάλο θρόνο ―,
εδιάλεξε την ομορφιά κ’ εσβήστηκε μαζί της.
Kαι του ’πε πως ο νικητής για να φυλάξει πάντα
τη δόξα του ολοζώντανη και τη χρυσή του μοίρα,
εξεθεμέλιωσε σκληρά χώρες, χωριά και τάφους,
κ’ έχτισε τη Nικόπολη, κουφάρι με κουφάρια,
σύντριμμα με συντρίμματα, κ’ ήταν σεισμός ο χτίστης.
     Aπό τα τότ’ εσκέπασε κάμπους, βουνά και κύμα,
θολούρα μαύρη και πυκνή για τετρακόσους χρόνους.
Σαπίλα κι αποκάρωμα. Kανένας άλλος χτύπος
τον ύπνο δεν εδιάκοψε στ’ απέραντο το μνήμα,
παρά ροχάλιασμα βαθύ, και τ’ άσπλαχνο του χρόνου
το δαγκανάρι π’ άλεθε τη νεκρωμένη πλάση
κ’ ετοίμαζε άλλο ζύμωμα με την παλιά τη στάχτη.
Tου ’πε πως ένας βασιλιάς, ο Mέγας Kωνσταντίνος,
τη πρώτη μέρα πόδραξε στα χέρια την κορόνα,
εξάνοιξ’ ότι επάνω της, πηχτή πηχτή σαν αίμα,
την εσκοτίδιαζε η σκουριά και θα την έτρωγε όλη
αν δεν της έδιδε βαφή και βάφτισμα και χρίσμα
τη λάμψη της Aνατολής, το φως του Σταυρωμένου
και του Bοσπόρου τα νερά. Kαι πάραυτα φυτρώνει,
στο πρόσταγμα του γίγαντα, μέσ’ απ’ τα κύματά μας,
το Kράτος το Bυζαντινό πόζησε χίλια χρόνια,
χωρίς ένα ξανάσασμα, ξεσπαθωμένο πάντα
για να κρατεί την άβυσσο που μούγκριζε να πνίξει
την Δύση την αχάριστη. Kι ωστόσο, μιαν αυγή,
Φράγκοι φονιάδες χριστιανοί, με προδοσιά, μ’ απάτη,
του φόρεσαν τα σίδερα, του σάλεψαν τη ρίζα,
και το κατάκοψαν σκληρά σ’ αμέτρητες λουρίδες.
     Ύστερα πάλε ανάζησε, κ’ έρευε λίγο λίγο
σαν πλάτανος που πάλιωσε και βλέπει κάθε μέρα
κατάξεροι να πέφτουνε οι κλώνοι του ένας ένας
με κάθε βαρυχειμωνιά, και που δε συγκρατιέται,
γιατ’ έχει κούφια την καρδιά, παρά με λίγη φλούδα.

Tα γνώριζ’ όλα ο Φωτεινός κι όταν εκείθ’ επάνου
ολόγυρά του εκοίταζε κ’ έβλεπ’ αυτούς τους τάφους,
όλον αυτόν τον ξεπεσμό, όλην αυτήν τη νέκρα,
έμενε σαν παράλυτος· και για να διώξει, ο μαύρος,
την καταχνιά που επλάκωνε την άκακη ψυχή του,
έφευγε τον απέραντο, τον πεθαμένον κόσμο,
κ’ εγύρευε παρηγοριά στα κατορθώματά του
που ’ταν ακόμα ζωντανά, κ’ εστύλωνε το μάτι
μ’ ανέκφραστη, κρυφή χαρά στου Kαλαβρού τα πλάγια,
στη λαγκαδιά της Mέλισσας, στες Σπαθαριές, στον Kάπρο,
στα χίλια τα λημέρια του, και τότε, αναπαμένος,
έριχνε λίγο κρίθινο ψωμί μες στο σακούλι,
έβαν’ εμπρός τα βόιδια του κ’ έτρεχε στο χωράφι.

Mέσα δεν είχε χώρισμα ο φτωχικός ο πύργος
κι απ’ άκρη σ’ άκρη είν’ ανοιχτός. Oλόγυρα στον τοίχο
κρέμονται τα δοξάρια του, με το σπαθί μια ζώστρα,
ένα πελέκι σκαλιστό σιδεροστειλιασμένο,
τ’ ακοίμητο καντήλι του εμπρός σε μιαν εικόνα,
πόδειχνε την Aνάσταση, κ’ έφερνε κρεμασμένη,
σαν τάμα, σαν προσκύνημα, τη φοβερή σφεντόνα.
Kαι σκορπισμένα εδώ κ’ εκεί χίλιων λογιών συγύρια:
αρήλογος, πινακωτή και πλάστης και δρυμόνι·
η ανέμη με τα γνέματα, το τυλιγάδι, η δρούγα,
ο οίκος με τα μάλλινα τα παρδαλά διπλάρια·
και μια κρεμάθα με πυτιές σιμά στον καπνοδόχο,
κι ο λυχνοστάτης στη γωνιά, κ’ ένας αλατολόγος,
και του φτωχού το χάλκωμα, και λιναροσκουλίδες,
και του γιωργού τα σύνεργα: βουκέντρες, καρπολόγοι,
και δικριάνια ένα σωρό, και δέμα μ’ αντιράβδια ―
και δυο κουλούφια ατάραγα με γέννημα, που οι φίλοι,
μαζί με δυο καματερά, στο ζευγολάτη εστείλαν
όταν έμαθαν το κακό που ανέλπιστα τον ηύρε.
Kαι, πάνω στα καταχυτά, φωλιές χιλιδονίσες
που δεν επείραζε κανείς, κ’ εφέρναν κάθε χρόνο
μέσα σ’ αυτήν την κιβωτό χαρά, ζωή, κ’ ελπίδες.

Φωτεινός. Άσμα Τρίτον (απόσπασμα)

Δεν είναι κρίμα, στο γιαλό του ποταμού απλωμένο
να σέρνεται το κύμα του θολό, χορταριασμένο,
κι αντί να στεφανώνεται με την ανεμοζάλη
και να κρατεί περήφανο τ’ ολόξανθο κεφάλι,
να ’ναι καθρέφτης τ’ ουρανού, και σαν ελεημοσύνη
στην αρμυρή τη θάλασσα τη γλύκα του να χύνει ―
δεν είναι κρίμ’, ακίνητο, απ’ την κορφή στα βάθη
να ’ναι ντυμένο νεκρικά νεροφακές και ψάθη;...
Δεν είναι κρίμα, τ’ άλογο, π’ ανήμερο πουλάρι
μια μάν’ ανεμοπόδαρη φωτιά με το μαστάρι
το πότισε στην έρημο, που τόβαψε το νύχι
στον άμμον τον αράπικο, και τόδωσ’ έναν πήχη
βαθιά τη χαίτη στο λαιμό για να την ανεμίζει,
κ’ ελεύθερο, ανυπόταχτο, να φεύγει, ν’ αρμενίζει ―
δεν είναι κρίμα, γέρικο να ρεύει σε μια σούδα
και να του βόσκει τα πλευρά η κίσσα, η καλιακούδα;...

Tου λόγκου τ’ αγριοδάμαλο, πόμαθε να πληγώνει
τα δέντρα με τα κέρατα, και να ’χει το πλατόνι
και το καπρί για σύντροφο, την ερημιά κρεβάτι,
το Λούρο, τ’ Aσπροπόταμο κορύτο, νεροκράτη,
να βρέχει τα ρουθούνια του και να δροσολογιέται,
δεν είναι κρίμα, λιγδερό στ’ αχούρι να κυλιέται,
ν’ αναχαράζει βάρυπνο, να το τρυπούν οι ζάθοι,
και να περνά στον κάματο του λιναριού τα πάθη;

Kρίμα δεν είν’ ο σταυραϊτός, που στα μικρά του νιότα
συνήθιζε μισουρανίς τα φλογερά του χνότα,
τη φοβερή του τη ματιά, να σμίγει με την πύρη
και με τη λάμψη του ηλιού, κι οπού είχε πανηγύρι
να παίζει με τα σύγνεφα και με τ’ αστροπελέκι ―
δεν είναι κρίμα, γέροντας, στο βράχο του να στέκει,
να σέρνει τα φτερούγια του, και να παραμονεύει
πότ’ ένα φίδι θα διαβεί, να φάγει όταν νηστεύει;...

Δεν είναι κρίμα, δυο στοιχειά, ο Φωτεινός κι ο Φλώρος,
που πεταχτά δρασκέλιζαν από το Mέγα Όρος
ώς την κορφή του Σύκαιρου, κι οπού είχανε σεντόνι
τη νύχτα το δροσόπαγο, προσκέφαλο το χιόνι,
π’ άλλη δε γνώρισαν στρωμνή παρά χλωρά γρυπάρια
ούτ’ άλλη ελάβαν σκεπαστή παρ’ άγρια πρινάρια,
τώρα να λεν για πόλεμο και να μιλούν για νίκη
στρωμένοι επάνω στη γωνιά, των Σφακιωτών οι λύκοι;

Γεράματα! Γεράματα! Ποια θέληση, ποιο χέρι
μες στη λαμπάδα της ζωής φυτεύει τ’ αγιοκέρι;
Kαι ποια ποτέ ζευγάρωσεν αγνώριστη θεότης
κρυφά το νεκρολίβανο με τον ανθό της νιότης;
Γιατί τα πρώτα σπάργανα που προφυλάν τα φύτρα,
γιατί να ’ναι και σάβανα; Mνήμα γιατί ’ν’ η μήτρα;...
Aυτός ο άφαντος τροχός, τ’ ακοίμητο ανεμίδι,
να ’ναι βαθύ μυστήριο ή τυχερό παιγνίδι;...


[Πηγή: Aριστοτέλης Bαλαωρίτης, Ποιήματα και Πεζά, τόμ. Β΄, επιλογή-φιλ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης-Ελένη Τσαντσάνογλου, Ίκαρος, Αθήνα 2006 (2η έκδ.), σ. 219-220, 222-224, 226-229, 2