Share

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Θάνος Ανεστόπουλος - Lacrimae rerum (Ποίηση Λάμπρος Πορφύρας)


Lacrimae rerum (Ποίηση Λάμπρος Πορφύρας) Άμοιρη! Το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν από την ομορφιά σου την θλιμμένη· στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα, από την ομορφιά σου κάτι μένει. Κάτι σα μόσκου μυρωδιά, κι απλώνεται και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει, κάτι σα φάντασμα, θολό κι ανέγγιχτο κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει. Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα δέρνει τη στέγη μας· και τότε αντάμα τα πράματα που αγιάσανε τα χέρια σου αρχίζουν ένα κλάμα... και ένα κλάμα. Κι απ' τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος, τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι, τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι.

ΕΛΑ ΠΑΤΕΡΑ (Ποτάμι ο καιρός)- Στίχοι  Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Σύνθεση: Χρυσόστομος Καραντωνίου


Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Αυτός που αγαπάς - Πάνος Παπαϊωάννου & Μαρία Παπαγεωργίου

Τα Μεροκάματα - Πάνος Παπαϊωάννου Στίχοι: Δημήτρη Παπαχαραλάμπους


Μουσική: Χρυσόστομος Καραντωνίου Στίχοι: Δημήτρης Παπαχαραλάμπους Μικρά τα μεροκάματα τα δωρεάν πιο λίγα ξεκίνησα χαράματα μα πουθενά δεν πήγα Φθηνά τα λόγια τα πολλά και ακριβή μια λέξη ποιος αγοράζει ποιος πουλά και ποιος μου τα'χει κλέψει Δεν είναι που προσπάθησα όσο κανείς δεν ξέρει είναι που όσα κράτησα μου κάψανε το χέρι Δεν είναι που κουράστηκα να περιμένω κάτι είναι που δεν φαντάστηκα ότι ποτέ δε θα'ρθει. Μικρά τα μεροκάματα και οι αγκαλιές πιο λίγες σε κοίταξα κατάματα εσύ όμως δεν με είδες Φθηνά τα λόγια τα πολλά και ακριβή μια λέξη ποιος αγοράζει ποιος πουλά εσύ που τα έχεις κλέψει Δεν είναι που σε αγάπησα όσο κανείς δεν ξέρει είναι που δεν σε κράτησα ποτέ απο το χέρι. Δεν είναι που κουράστηκα να περιμένω μόνο είναι που δεν φαντάστηκα πως χάθηκε στον δρόμο _________________________________________________ Τα «Μεροκάματα» είναι το τραγούδι που κέρδισε το βραβείο κοινού στους φετινούς Αγώνες Δημιουργίας Ελληνικού Τραγουδιού της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.

Συναυλία του Δημήτρη Παπαδημητρίου

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

"ΕΠΙΛΟΓΟΣ'' (Από τη συλλογή, ''Τα Σφυρίγματα του αλήτη" 1929) του Τεύκρου Ανθία

 

Αλήτη! Απόψε είν' η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ' ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.
Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Είσ' ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα.
Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ' ένα παγκάκι ξαπλωμένος
και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου,
αλήτη, δεν θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ' τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.
Αλήτη! Απόψε είν' η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ' ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν: σπίτι.
* *•.¸¸. .¸¸ .•* * ✿ * *•.¸¸. .¸¸ .•* *
ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ:
Ο Τεύκρος Ανθίας γεννήθηκε στην Κύπρο, στο κατεχόμενο σήμερα χωριό της Κοντέας της επαρχίας Αμμοχώστου το 1903. Πέθανε στο Λονδίνο το 1968.
"Αντρέας Παύλου ελέγουμουν και νυν Τεύκρος Ανθίας,
ποιηταρούδι νηστικό, παιδί της αλητείας"
Mary Maliali-Hero
25/02/2021
Μπορεί να είναι εικόνα ένα ή περισσότερα άτομα, γένι και εξωτερικοί χώροι
Εσείς και 12 ακόμη

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Η μπαλάντα των Ατθίδων


Από τον δίσκο «Οι μπαλάντες της οδού Ατθίδων» Μουσική Δημήτρης Παπαδημητρίου Ποίηση Διονύσης Καψάλης Ερμηνεία Γιώργος Φλωράκης Η μπαλάντα των Ατθίδων Δεν είναι ο τρόπος που χαμήλωναν τα μάτια, μια κόπωση στα βλέφαρα που είχαν ξεβάψει. Μια εκκρεμότητα φιλιού στα σκαλοπάτια έξω απ’ την πόρτα τους, τη νύχτα, με τη λάμψη πέρα της έναστρης γαλήνης πούχει πάψει από καιρό στων Αθηνών τις συνοικίες να ιστορεί τους έρωτες πούχουν συνάψει λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Μήτε οι μισάνοιχτες ποδιές των εσπερίδων, τ’ άγουρα ξημερώματα κι οι παραινέσεις· στις ανθισμένες νερατζιές, οδός Ατθίδων, η Αλίνα αναλαμβάνεται («πόσο μ’ αρέσεις») σε κάποιο αέρα γαλλικό («θα με καλέσεις πάλι στη χώρα του φιλιού σου, στις αιθρίες;») κι επαληθεύονται σαν τρυφερές αιρέσεις λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Κάτι αόριστα οικείο που επιστρέφει τελεί τη μνήμη των ωρών και τη μορφή τους. Τώρα που ο κόσμος αποσύρθηκε κι εκτρέφει λαούς συμβόλων με κραυγές και παρακλήτους μόλις που ακούγεται στο βάθος η φωνή τους με ροδοδάφνες, συντριβάνια, συναυλίες, γιατί τα δάση που αντηχούν πήραν μαζί τους λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Ποιος θα δεχθεί τη λύπη τους, ποιος θα τη γράψει; Εσείς, Κυρία μου, σε τέτοιες Αρκαδίες, δε θα φοιτούσατε ποτέ· και θάχουν κλάψει λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια Λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Ηέλτιος- ΔΩΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΥΜΩΜΕΝΟ ΑΧΙΛΛΕΑ


δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν, τά κε θυμὸν ἰήνῃ

(Ομήρου Ιλιάδα Ω 196).




Βαθύ σκοτάδι κράταγε κι η άμαξα με τον γέρο Πρίαμο

τα τείχη περνά της Τροίας και προς τη σκηνή οδεύει του Αχιλλέα,

που το νεκρό 'Εκτορα στο άρμα του σφιχτά σαν έδεσε 

τον περιέφερε ταπεινωτικά στην πόλη για τρεις μέρες

έτσι που τους θεούς εξόργισε, κι' ακόμα δεμένον έχει.


Χαμένος ο σεβασμός για τους νεκρούς σε Αχαιούς και Τρώες

που ο πόλεμος τους τύφλωσε και δε μπορούν να δούνε

ότι ένας ο ήλιος κάθε αυγή στο Άργος και την Τροία

κι ένας ο θείος Όλυμπος ο νεφοσκεπασμένος

κι ο θάνατος ένας που φυλάει στης μοίρας τα πιθάρια

ν' απλώσει τη χλωμάδα του πάνω στους ανδρειωμένους.


Έτρεχαν τ' άλογα ιδρωμένα στον καρόδρομο κι ο άξονας έτριζε

ενώ ο γέρος  σιωπηλός μέσα στο μισοσκόταδο

σ' έγνοια βρισκόταν κι απορία

για το πώς οι άνθρωποι μες τη ζωή   τ' αντίθετα θα γεφυρώσουν

και του νου θ' αποφύγουν τα αζήλευτα έργα.


Ξεπέζεψε ο μέγας Πρίαμος κι έσπευσε στη σκηνή του Αχιλλέα

όπου στα πόδια του πέφτοντας και τα χέρια φιλώντας τ' ανδροφόνα

τον ικέτευε και  με δώρα  κοίταγε την οργή του να μαλακώσει

μέχρι που τον συγκίνησε και δάκρυα τον πήραν, σαν τ' έρμου πατέρα του

θυμήθηκε τα γεράματα και τον Πάτροκλο τον  γκαρδιακό του φίλο

που  γενναίος στη  μάχη έπεσε  απ΄ του Έκτορα το δόρυ.


Το καλοσκέφτηκε του Πηλέα ο γιός και διάταξε τον Έκτορα να λύσουν

κι αυτός  πήρε ευθύς τους φίλους του και στη λαμπρή άμαξα πήγαν

το βιός να ξεφορτώσουνε το αμέτρητο,

αφήνοντας εκεί χλαμύδες δυο κι ένα καλό χιτώνα για το νεκρό,

που οι δούλες σαν τον έλουσαν, τον μύρωσαν και τον ετοίμασαν,

αυτός ο ίδιος τον εσήκωσε και τον απίθωσε στο νεκρικό κρεβάτι.


Ροδίζει στο πέλαγο η αυγή και ο εωθινός ψαλμός ξεσπάει στ’ αρμυρίκια,

ενώ στον κάμπο που απλώνεται μακριά μέχρι τα τείχη πέρα,

χέρια σπαρμένα κι άταφοι νεκροί κι η άμαξα η βασιλική που επιστρέφει

με τον ικέτη Πρίαμο γερμένο

πάνω στου Έκτορα τ' άψυχο σαβανωμένο σώμα.


21-28/1/2021