"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019
Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019
Γράμμα σ' έναν ποιητή • Ζερβουδάκης & Παπακωνσταντίνου
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Δημήτρης
Ζερβουδάκης
Ξέρω εγώ κάτι που
μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται
σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις
θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα
την ατελείωτη γη
Κάτι που θα `κανε γοργά
να φύγει το κοράκι
Που του γραφείου σου
πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
Να φύγει κράζοντας
βραχνά χτυπώντας τα φτερά του
Προς κάποια ακατοίκητη
κοιλάδα του νοτιά
Μακριά πολύ μακριά να
ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους
να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να
καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να
πίνω Whiskey
Οι πολιτείες ξένες να
μας δέχονταν
οι πολιτείες οι πιο
απομακρυσμένες
Κι εγώ σ’ αυτές απλά
να σε εσύσταινα
σαν σε παλιές γλυκές
μου αγαπημένες
Κάτι που θα `κανε τα
υγρά παράδοξα σου μάτια
Που αβρές μαθητριούλες
τ `αγαπούν και σιωπηροί ποιητές
Χαρούμενα και προσδοκία
γεμάτα να γελάσουνε
Με κάποιο τρόπο που
όπως λεν δε γέλασαν ποτέ
Γνωρίζω κάτι που μπορούσε
βέβαια να σε σώσει
Εγώ που δε σε γνώρισα
ποτέ για σκέψου εγώ
Ένα καράβι να σε πάρει
Καίσαρ να μας πάρει
Ένα καράβι που πολύ
μακριά θα τ οδηγώ
Μακριά πολύ μακριά να
ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους
να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να
καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να
πίνω Whiskey
Και μια βραδιά στην
Μπούρμα ή στην Μπατάβια
Στα μάτια μιας Ινδής
που θα χορέψει
Γυμνή στα 17 στιλέτα
ανάμεσα
θα δείτε την Γκρέτα να
επιστρέψει
Ηέλτιος-6 (απόσπασμα)
Υπεράνω
των γεωμετριών ίπταται η
ψυχή
και
υπεράνω των αλγορίθμων υψώνεται το
δέντρο
όπου
τραγουδά μεσάνυχτα τ' αηδόνι
κι
υψώνεται ο μέγας κόσμος, ο κυνηγημένος
ερωδιός
και
της μαργαρίτας ο μίσχος.
Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019
Νεράϊδες - Δημήτρης Ζερβουδάκης
Στίχοι: Δημήτρης Ζερβουδάκης & Γιάννης Μήτσης
Μουσική: Δημήτρης
Ζερβουδάκης
1. Δημήτρης Ζερβουδάκης
Τριγύρω μου χορεύουνε
ολόλευκες νιφάδες
τον ύπνο μου επισκέπτονται
παράξενες κυράδες
Νεράιδες του λευκού
χιονιού, παλιές μου αγαπημένες
μα όταν στα μάτια τις
κοιτώ φαντάζουν Θεέ μου ξένες
Αναρωτιέται το μυαλό
και την καρδιά ρωτάει
πώς γίνεται και η ζωή
το όνειρο απατά ει
Χιόνιζε κάποτε παλιά,
πάντα στα παραμύθια
μα γλίστρησε απ’ τα
χέρια μας και χάθηκε η αλήθεια
Χίλια φιλιά και μιαν
αρχή
μες στην υγρή ματιά σου
μες στη σιωπή, γλυκιά
πνοή
τα τόσα μυστικά σου
Τριγύρω μου χορεύουνε
τα βήματα του κόσμου
κι απ’ των ματιών σου
τις πηγές ήρθα να κλέψω φως μου
Νεράιδες, κλέψτε μας
κι εμάς, κλέψτε μας τα καμένα
σηκώστε μας σ’ ένα χορό
με τα φτερά ανοιγμένα
Αναρωτιέμαι πια κι εγώ
κι εσένανε ρωτάω
νύχτες πώς ξελογιάζομαι,
στ’ όνειρο σεργιανάω
Νόμιζα πως στο πουθενά
φωλιάζει η αλήθεια
μα χιόνισε, κι αρχίσαμε
ξανά τα παραμύθια
Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019
Ηέλτιος-5 (απόσπασμα)
Τη
φθορά και το θάνατο στεγάζω ο θνητός
επί
γης μετεώρου
και
στο δρεπάνι πούρχεται καταπάνω μου
την
αντίστασή μου προβάλλω Λακεδαίμονα
και
φτερά στο στενό τούτο πέρασμα επινοώ ώστε να μπορέσω
ψηλά
να πετάξω
για νάχω να πέσω από ψηλά
φτηνά στο
βρόντο να μην πάω.
Ηέλτιος-4(απόσπασμα)
Την πέτρα μου χτίζω
και τη φωτιά στο υπόγειο συντηρώ
μακριά απ΄του καιρού τις τροπές,
με κάρβουνα βελανιδιάς που ροδίζουν στο φωτογόνι
αφήνοντας τις ανταύγειες να παίζουν στο πρόσωπό σου
όπως η ροδόχρωμη αυγή σαν συναντάει μεσοπέλαγα
λευκό υψωμένο ιστίο που το ριγώνει ο αγέρας με πινελιές
άλικο φως.
και τη φωτιά στο υπόγειο συντηρώ
μακριά απ΄του καιρού τις τροπές,
με κάρβουνα βελανιδιάς που ροδίζουν στο φωτογόνι
αφήνοντας τις ανταύγειες να παίζουν στο πρόσωπό σου
όπως η ροδόχρωμη αυγή σαν συναντάει μεσοπέλαγα
λευκό υψωμένο ιστίο που το ριγώνει ο αγέρας με πινελιές
άλικο φως.
Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019
WITHOUT YOU , ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ στον ιδανικό απελπισμένο του Νάνου Βαλαωρίτη
WITHOUT YOU , ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ
στον ιδανικό απελπισμένο
του Νάνου Βαλαωρίτη
Σακατεμένοι έρωτες το ηλιοβασίλεμα
ραγισμένες καρδιές χωρισμοί σπαρακτικοί
τραγικοί αποχαιρετισμοί, όνειρα τσακισμένα
απόπειρες αυτοκτονίας, οι ευτυχισμένες
στιγμές απομακρύνονται με πλοίο
ρίχνοντας γράμματα στη θάλασσα
τινάζοντας μαντίλια αποχαιρετιστήρια
συνοφρυωμένος ουρανός, αφόρητη μοναξιά
θα πεθάνουν χωρίς εσένα ένα πλήθος
άνθρωποι που ξυπνάνε για μιαν ακόμα
μελαγχολική αυγή χωρίς επαύριο
χαμένες ευκαιρίες πρόσωπα που σβήνουν
από την παγωμένη μνήμη σαν να μην
υπήρξαν ποτέ έξω απ’ το ψυγείο
αβάσταχτη πλήξη χωρίς εσένα
όταν άνοιξε η πόρτα του ταξί ήξερα
πως θα σε χάσω για πάντα
πήδηξες μέσα βιαστικά αθλητική
με βαλίτσα και αδιάβροχο
χωρίς κανένα χαμόγελο συμπόνιας
πόσες ακόμα βραδιές εβδομάδες μήνες
θα υπάρχω χωρίς εσένα
μ’ ένα μάτσο βιολέτες για παρηγοριά
ήσουν η προτελευταία ελπίδα μου
και τώρα την έχασα κι αυτή
είμαι μια μπάλα αδέσποτη που κυλάει
στο διαδίκτυο του μικρού συμφέροντος
σακατεμένοι ήρωες το ηλιοβασίλεμα
σκοτωμένος ουρανός μολυβένια θάλασσα
αμυδρές ανταύγειες προσώπων στα νερά
άγαλμα γυναικείο χωρίς
μνήμη με μάτια τυφλά
δεν κοιτάζει πουθενά
δεν βλέπει τίποτα
ένα δέντρο σαλεύει δεν ξέρει να μιλήσει
αμύθητα χαμένα πλούτη στην Ασία
γιατί να πεθάνει τόσο νέος
ο ωραίος ανήσυχος κατακτητής
μια μαύρη σελήνη μεσουρανεί
το τοπίο έχει αναληφθεί
μια τεράστια γομολάστιχα
έσβησε μέσ’ στην ομίχλη τα παιδιά
χωρίς εσένα τίποτα δεν υπάρχει
στον ανοίκειο κόσμο εδώ κάτω όλα είναι ξένα
χωρίς εσένα δεν θα μπορέσω να πεθάνω
ούτε να ξαναγράψω μια γραμμή
τι αγιάτρευτη θλίψη τι καημός
τι σπαραξικάρδια ατυχία
χωρίς εσένα χωρίς εμένα
χωρίς κανέναν
Αθήνα, 17 Γεν. – 29 Ιουλίου 2004
Painting: Marie Wilson-Valaoritis
Atlantis under the Sea, 1952-1954, Paris.
Oil on canvas mounted on board (27 x 22).
στον ιδανικό απελπισμένο
του Νάνου Βαλαωρίτη
Σακατεμένοι έρωτες το ηλιοβασίλεμα
ραγισμένες καρδιές χωρισμοί σπαρακτικοί
τραγικοί αποχαιρετισμοί, όνειρα τσακισμένα
απόπειρες αυτοκτονίας, οι ευτυχισμένες
στιγμές απομακρύνονται με πλοίο
ρίχνοντας γράμματα στη θάλασσα
τινάζοντας μαντίλια αποχαιρετιστήρια
συνοφρυωμένος ουρανός, αφόρητη μοναξιά
θα πεθάνουν χωρίς εσένα ένα πλήθος
άνθρωποι που ξυπνάνε για μιαν ακόμα
μελαγχολική αυγή χωρίς επαύριο
χαμένες ευκαιρίες πρόσωπα που σβήνουν
από την παγωμένη μνήμη σαν να μην
υπήρξαν ποτέ έξω απ’ το ψυγείο
αβάσταχτη πλήξη χωρίς εσένα
όταν άνοιξε η πόρτα του ταξί ήξερα
πως θα σε χάσω για πάντα
πήδηξες μέσα βιαστικά αθλητική
με βαλίτσα και αδιάβροχο
χωρίς κανένα χαμόγελο συμπόνιας
πόσες ακόμα βραδιές εβδομάδες μήνες
θα υπάρχω χωρίς εσένα
μ’ ένα μάτσο βιολέτες για παρηγοριά
ήσουν η προτελευταία ελπίδα μου
και τώρα την έχασα κι αυτή
είμαι μια μπάλα αδέσποτη που κυλάει
στο διαδίκτυο του μικρού συμφέροντος
σακατεμένοι ήρωες το ηλιοβασίλεμα
σκοτωμένος ουρανός μολυβένια θάλασσα
αμυδρές ανταύγειες προσώπων στα νερά
άγαλμα γυναικείο χωρίς
μνήμη με μάτια τυφλά
δεν κοιτάζει πουθενά
δεν βλέπει τίποτα
ένα δέντρο σαλεύει δεν ξέρει να μιλήσει
αμύθητα χαμένα πλούτη στην Ασία
γιατί να πεθάνει τόσο νέος
ο ωραίος ανήσυχος κατακτητής
μια μαύρη σελήνη μεσουρανεί
το τοπίο έχει αναληφθεί
μια τεράστια γομολάστιχα
έσβησε μέσ’ στην ομίχλη τα παιδιά
χωρίς εσένα τίποτα δεν υπάρχει
στον ανοίκειο κόσμο εδώ κάτω όλα είναι ξένα
χωρίς εσένα δεν θα μπορέσω να πεθάνω
ούτε να ξαναγράψω μια γραμμή
τι αγιάτρευτη θλίψη τι καημός
τι σπαραξικάρδια ατυχία
χωρίς εσένα χωρίς εμένα
χωρίς κανέναν
Αθήνα, 17 Γεν. – 29 Ιουλίου 2004
Painting: Marie Wilson-Valaoritis
Atlantis under the Sea, 1952-1954, Paris.
Oil on canvas mounted on board (27 x 22).
Ηέλτιος - 2 (απόσπασμα)
Αλλόκοτο
μοιάζει
να
περιμένεις από θνητό τ' αθάνατα να
μάθεις:
μες
στο ποτάμι Εσύ ριγμένος ο μελλοθάνατος να ξοδεύεσαι
τ'
άτρεπτα να συλλάβεις και τ' αναλλοίωτα
και
το άχρονο και το έγχρονο να συνεξετάζεις,
πόδι
βάζοντας στο αχώρητο
με
τον παντοδύναμο Λόγο.
Αλλόκοτο
μοιάζει, εκτός κι αν
απ΄αλλού
έρχεσαι και τιμάς την καταγωγή σου
την
αλήθεια να επιζητάς και να την ομολογείς,
παρότι
γνωρίζεις πώς η σύγκρουσή σου
με τη φθορά
άσχημο
τέλος μοιραία σου επιφυλάσσει.
17-10-2019
Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019
Ηέλτιος-1 (απόσπασμα από ένα ποίημα)
Σε σκέψεις με βάζεις όταν σ' ακούω να ρωτάς
''Ποιός είμαι'';
όταν σε βλέπω ατελέσφορα εσένα να κυνηγάς όπως το φίδι την ουρά του,
μια και δεν έχεις από πού να πιαστείς την αρχή για νάβρεις:
την αυθύπαρκτη και ανόλεθρη αρχή του παντός,
λόγο για να ζητήσεις και να δώσεις.
Αλλά και πώς να τη βρεις αν δεν τολμήσεις
απ' τα στερεότυπα να ξεφύγεις που σου κλέβουν την όραση και
σ΄εμποδίζουν το άλμα για να κάνεις;
Πώς να τη βρεις, απ' το φαύλο κύκλο αν δε γλυτώσεις
κι απ΄τον καθημερινό εκπεσμό σου δεν αποσυρθείς;
αν δε μπορέσεις ως το τελευταίο σου κύτταρο ν' αποδομηθείς και φτάσεις
στο μηδέν και το ξεπεράσεις και μπροστά στ΄άχτιστο βρεθείς,
την ώρα που όλες οι βρύσες ανοιχτές την άμπελο ποτίζουν
κι αρχίζει η μουσική τον ύμνο να παίζει στο ξέφωτο ν΄ανεβείς
και δεις τον κόσμο επάνω και κάτω μεγαλόπρεπα να εκτείνεται
και τη σκάλα από τη γη στα σύννεφα να υψώνεται,
ενώ το φως τρεμοπαίζει πάνω στο σκαλοπάτι--
εκεί όπου κάποτε ακροπάτησες και σου'πιασα το χέρι
και πλημμύρισε άστρα η καρδιά;
16-10-2019
όταν σε βλέπω ατελέσφορα εσένα να κυνηγάς όπως το φίδι την ουρά του,
μια και δεν έχεις από πού να πιαστείς την αρχή για νάβρεις:
την αυθύπαρκτη και ανόλεθρη αρχή του παντός,
λόγο για να ζητήσεις και να δώσεις.
Αλλά και πώς να τη βρεις αν δεν τολμήσεις
απ' τα στερεότυπα να ξεφύγεις που σου κλέβουν την όραση και
σ΄εμποδίζουν το άλμα για να κάνεις;
Πώς να τη βρεις, απ' το φαύλο κύκλο αν δε γλυτώσεις
κι απ΄τον καθημερινό εκπεσμό σου δεν αποσυρθείς;
αν δε μπορέσεις ως το τελευταίο σου κύτταρο ν' αποδομηθείς και φτάσεις
στο μηδέν και το ξεπεράσεις και μπροστά στ΄άχτιστο βρεθείς,
την ώρα που όλες οι βρύσες ανοιχτές την άμπελο ποτίζουν
κι αρχίζει η μουσική τον ύμνο να παίζει στο ξέφωτο ν΄ανεβείς
και δεις τον κόσμο επάνω και κάτω μεγαλόπρεπα να εκτείνεται
και τη σκάλα από τη γη στα σύννεφα να υψώνεται,
ενώ το φως τρεμοπαίζει πάνω στο σκαλοπάτι--
εκεί όπου κάποτε ακροπάτησες και σου'πιασα το χέρι
και πλημμύρισε άστρα η καρδιά;
16-10-2019
Στην ερημιά του ήχου ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μουσική~Στίχοι ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ
Κάνω τη νύχτα αναπνοή στο σώμα σου να πνέει αχ, καρδούλα μου ράγισε, σφράγισε ξανά. Κι ένα αεράκι να φυσά μέσα στα δυο σου μάτια μες στα χέρια μου ράγισε, σφράγισε ξανά. Και ν' αχνοπαίζουν οι σκιές στο άσπρο κάποιου τοίχου στην ερημιά του ήχου. Κάνω τη νύχτα ψίθυρο να' ρθει να σου προδώσει πόσο σ'αγαπώ Άγγιξε, γέλασε ξανά. Κι ένα φιλί αμήχανο τα χείλη θα ενώσει Λέξη δε θα βρω Άγγιξε, γέλασε ξανά. |
Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019
Ηέλτιος- 3 (απόσπασμα από ένα ποίημα)
Αδύνατο
με τους φιλοσόφους να συμφωνήσω
και τους μαθητές τους.
Σ' όλα τα μαθήματα ήμουνα εκεί
μα ποτέ μου δεν ένοιωσα ότι τα καίρια συζητάμε και αδιάλειπτα
συνέπεια κρατάμε με το περιεχόμενο των λέξεων
και τα θεμέλια των συλλογισμών μας.
Ευλύγιστος ο λόγος, τ' ασυμβίβαστα συμβίβαζε
και τα χάσματα εικονικά έκλεινε.
Άκουγα τη λέξη ''ψωμί'' και σκεπτόμουν το καρβέλι πάνω στο τραπέζι,
Άκουγα τη λέξη ''βουνό'' κι απέναντι βρισκόμουν από τον χιονισμένο Παρνασσό,
Άκουγα τη λέξη ''βαρύτητα'' κι έβλεπα το μήλο απ΄τη μηλιά να πέφτει,
Άκουγα τη λέξη ''ελευθερία'' ή ''αρετή, μα δεν έβλεπα τίποτα.
Ξεδιπλώνει η ερμηνεία μιας λέξης κόσμους διαφορετικούς στη σκηνή
που η νόηση αυστηρή, σαν δεσπότης, θέλησε από νωρίς σε δύο κατηγορίες
να χωρίσει,
αξιώνοντας μέσα σ' αυτές να χωρέσει όλα τα υπάρχοντα.
'Η ύλη ή πνεύμα, είπε,
βασίλειο της αναγκαιότητας ή βασίλειο της ελευθερίας, είπε,
κι έκοψε τον άνθρωπο στα δυο.
Βολική τη βρήκαν όλοι τη διαίρεση
και παρότι στην ουσία δυσκολόπιστοι και δύσπιστοι οι δάσκαλοι,
συνήθισαν με τον καιρό στη συγκατάβαση να ζούνε
έτσι που σίγουροι πλέον δείχνουν με τις θέσεις τους.
Δεν ξέρω γιατί γράφω· πες ιδιοτροπία τούτη την επιμονή
που κάθομαι και βασανίζομαι στο καλώδιο να βρω τη βλάβη,
το σημείο ασυνέχειας πάνω στη γραμμή, που με κάνει
αναπόδραστα να ρωτώ:
πώς μπορεί- αν όντως πνευματικό είναι το ον-,
κάτι διαφορετικό απ΄ το πνεύμα να είναι πες
ένα ''ηλεκτρόνιο'' ή ένα ''κύτταρο'';
και πώς μπορεί- αν υλικό είναι τον ον-,
κάτι διαφορετικό απ΄την ύλη να είναι
η ''ελευθερία'' και η ''αρετή'' που συνταράσσουν με ερωτήματα
την ύπαρξή μας;
Και μπορεί η ελευθερία να είναι αδρανής όπως η ύλη;
και μπορεί η ελευθερία να είναι αφηρημένη όπως το πνεύμα;
Και ποιός είναι αυτός που σημαίνει;
Σημαίνει η λέξη, το σημείο, ή, όπως έμαθα κάποτε,
''σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το μέγα μοναστήρι'' ;
Ας μην είσαι, θέλω να πω, τόσο σίγουρος φίλε
με τους προφήτες και τους δασκάλους σου.
''Βαθύς ο λόγος της ψυχής'', εσένα καλεί τον ίδιο.
Τον είδε ο Ηράκλειτος στην Έφεσο μια φορά
μέχρι που φωτίστηκε απ΄τον κεραυνό ολόκληρη η θάλασσα,
ως πέρα στην Ελέα.
12-10-2019
με τους φιλοσόφους να συμφωνήσω
και τους μαθητές τους.
Σ' όλα τα μαθήματα ήμουνα εκεί
μα ποτέ μου δεν ένοιωσα ότι τα καίρια συζητάμε και αδιάλειπτα
συνέπεια κρατάμε με το περιεχόμενο των λέξεων
και τα θεμέλια των συλλογισμών μας.
Ευλύγιστος ο λόγος, τ' ασυμβίβαστα συμβίβαζε
και τα χάσματα εικονικά έκλεινε.
Άκουγα τη λέξη ''ψωμί'' και σκεπτόμουν το καρβέλι πάνω στο τραπέζι,
Άκουγα τη λέξη ''βουνό'' κι απέναντι βρισκόμουν από τον χιονισμένο Παρνασσό,
Άκουγα τη λέξη ''βαρύτητα'' κι έβλεπα το μήλο απ΄τη μηλιά να πέφτει,
Άκουγα τη λέξη ''ελευθερία'' ή ''αρετή, μα δεν έβλεπα τίποτα.
Ξεδιπλώνει η ερμηνεία μιας λέξης κόσμους διαφορετικούς στη σκηνή
που η νόηση αυστηρή, σαν δεσπότης, θέλησε από νωρίς σε δύο κατηγορίες
να χωρίσει,
αξιώνοντας μέσα σ' αυτές να χωρέσει όλα τα υπάρχοντα.
'Η ύλη ή πνεύμα, είπε,
βασίλειο της αναγκαιότητας ή βασίλειο της ελευθερίας, είπε,
κι έκοψε τον άνθρωπο στα δυο.
Βολική τη βρήκαν όλοι τη διαίρεση
και παρότι στην ουσία δυσκολόπιστοι και δύσπιστοι οι δάσκαλοι,
συνήθισαν με τον καιρό στη συγκατάβαση να ζούνε
έτσι που σίγουροι πλέον δείχνουν με τις θέσεις τους.
Δεν ξέρω γιατί γράφω· πες ιδιοτροπία τούτη την επιμονή
που κάθομαι και βασανίζομαι στο καλώδιο να βρω τη βλάβη,
το σημείο ασυνέχειας πάνω στη γραμμή, που με κάνει
αναπόδραστα να ρωτώ:
πώς μπορεί- αν όντως πνευματικό είναι το ον-,
κάτι διαφορετικό απ΄ το πνεύμα να είναι πες
ένα ''ηλεκτρόνιο'' ή ένα ''κύτταρο'';
και πώς μπορεί- αν υλικό είναι τον ον-,
κάτι διαφορετικό απ΄την ύλη να είναι
η ''ελευθερία'' και η ''αρετή'' που συνταράσσουν με ερωτήματα
την ύπαρξή μας;
Και μπορεί η ελευθερία να είναι αδρανής όπως η ύλη;
και μπορεί η ελευθερία να είναι αφηρημένη όπως το πνεύμα;
Και ποιός είναι αυτός που σημαίνει;
Σημαίνει η λέξη, το σημείο, ή, όπως έμαθα κάποτε,
''σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το μέγα μοναστήρι'' ;
Ας μην είσαι, θέλω να πω, τόσο σίγουρος φίλε
με τους προφήτες και τους δασκάλους σου.
''Βαθύς ο λόγος της ψυχής'', εσένα καλεί τον ίδιο.
Τον είδε ο Ηράκλειτος στην Έφεσο μια φορά
μέχρι που φωτίστηκε απ΄τον κεραυνό ολόκληρη η θάλασσα,
ως πέρα στην Ελέα.
12-10-2019
Σαν το μετανάστη - Φωτεινή Βελεσιώτου
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Zulfi Livaneli
Σαν τον μετανάστη στη δική σου γη
μέρα νύχτα λύνεις δένεις την πληγή
κι όλα γύρω ξένα κι όλα πετρωμένα
και δεν ξημερώνει να `ρθει χαραυγή
Στράγγισε η ζωή σου που αιμορραγεί
κάθε ώρα τρόμος πόνος και κραυγή
και σ’ ακούν οι ξένοι κι ο αδερφός σωπαίνει
αχ δεν είναι άλλη πιο βαθιά πληγή
Σύρμα κι άλλο σύρμα και χοντρό γυαλί
μάτωσε ο ήλιος την ανατολή
κλαις κι αναστενάζεις αχ λευτεριά φωνάζεις
μα η ελπίδα μαύρο κι άπιαστο πουλί
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ (14 Οκτωβρίου 1852 - 21 Φεβρουαρίου 1942 )
Homo Universalis: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ (14 Οκτωβρίου 1852 - 21 Φεβ...: Πορτραίτο του Δημ. Καμπούρογλου, 1935 - Φωτογραφία Nelly’s - Νέλλη Σουγιουλτζόγλου Ο Δημήτριος Καμπούρογλου (14 Οκτωβρίου 1852...
Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019
Γιώργος Κοτζιούλας: Ευθύμιος Αγριτέλλης
KOUTROULIS-SPYROS.BLOGSPOT.COM
Το εξαιρετικό ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα μας παραχώρησε ο υιός τουΚώστας Κοτζιούλας. Ακολουθεί σύντομη αναφορά στον Άγιο Ευθύμιο ...
Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019
The Nobel Prize in Literature for 2019 is awarded to the Austrian author Peter Handke
The Nobel Prize in Literature for 2019 is awarded to the Austrian author Peter Handke “for an influential work that with linguistic ingenuity has explored the periphery and the specificity of human experience.”
Peter Handke was born 1942 in a village named Griffen, located in the region Kärnten in southern Austria. This was also the birthplace of his mother Maria, who belonged to the Slovenian minority. His father was a German soldier that he would not meet before reaching adulthood himself. Instead, he and his siblings grew up with his mother and her new husband, Bruno Handke. After a period in severely war-damaged Berlin the family returned and settled down in Griffen. After finishing village school he was admitted to a Christian high school in the city of Klagenfurt. From 1961 he studied law at the University of Graz but broke off his studies a few years later when his debut novel ‘Die Hornissen’ (1966) was published. It is an experimental “double fiction” in which the main character is recollecting fragments of another, for the reader unknown, novel. Together with the play ‘Publikumsbeschimpfung’ (‘Offending the Audience’, 1969) – which was staged the same year and whose main concept is to have the actors insulting the audience simply for attending – he certainly set his mark on the literary scene. This mark hardly diminished after his description of contemporary German literature as suffering from “Beschreibungsimpotence” (description impotence) at the meeting of Gruppe 47 held in Princeton, USA. He made sure to distance himself from prevailing demands on community-oriented and political positions and instead found much of his own literary inspiration within the New Novel-movement in French literature (le Nouveau Roman).
More than fifty years later, having produced a great number of works in different genres, he has established himself as one of the most influential writers in Europe after the Second World War. His bibliography contains novels, essays, note books, dramatic works and screenplays. Since 1990 he has been based in Chaville, southwest of Paris, and from here he has made many productive journeys. His works are filled with a strong desire to discover and to make his discoveries come to live by finding new literary expressions for them. As he has claimed: “To be receptive is everything”. With this as his objective he manages to charge even the smallest of details in every day experience with explosive significance. His work is thus characterised by a strong adventurous spirit, but also by a nostalgic inclination, first visible in the beginning of the 1980s, in the drama ‘Über die Dörfer’ 1981 (‘Walk about the Villages’, 2015) and particularly in the novel ‘Die Wiederholung’,1986 (‘Repetition’, 1988), where the protagonist Georg Kobal returns to Handke’s Slovenic origins on the maternal side.
Motivating this return to the origins is the need to remember and restitute the dead. But by the term “Wiederholung” one should not understand strict repetition. In the novel ‘Die Wiederholung’ memory is transformed in the writing act. Likewise, in the dreamplay ‘Immer noch Sturm’, 2010 (‘Storm Still’, 2014), also taking place in Slovenia, the idealised brother of Handke’s mother, Gregor, who was killed in the war, is resurrected as a partisan opposing the Nazi occupation of Austria. In Handke, the past must be continuously rewritten but cannot as in Proust be recovered in a pure act of remembrance.
In effect, Handke’s writing takes its departure in catastrophe, as he reports in ‘Das Gewicht der Welt’, 1977, (‘The Weight of the World’, 1984), the work that introduces the vast production of daily notes during the years. This experience is memorably depicted in the short and harsh, but deeply affectionate book written after his mother’s suicide ‘Wunschloses Unglück’, 1972 (‘A Sorrow Beyond Dreams: a life story’, 1975). Handke would probably subscribe to Maurice Maeterlinck’s words: “We are never more intimately at one with ourselves than after an irreparable catastrophe. Then we seem to have found ourselves again and recovered an unknown and essential part of our being. A strange stillness presents itself.” These moments can be recognised in several of Handke’s works, and they are not seldom combined with the epiphanic presence of the world, notably in ‘Die Stunde der wahren Empfindung’, 1975, (‘A Moment of True Feeling’, 1977).
The peculiar art of Handke is the extraordinary attention to landscapes and the material presence of the world, which has made cinema and painting two of his greatest sources of inspiration. At the same time his writing shows an unending quest for existential meaning. Therefore, wandering and migration is his primary mode of activity, and the road is the place for what he has called his “epic step”. We can see this in his first major attempt to describe a landscape, ‘Langsame Heimkehr’ 1979 (‘Slow Homecoming’, 1985), often viewed as a turning point in his writing. The “epic step” is however not bound to genre, but is also visible in the dramatic work, as is recently demonstrated in ‘Die Unschuldigen, ich und die Unbekannte am Rand der Landstrasse. Ein Schauspiel in vier Jahreszeiten’ (2015).
Often Handke points at the medieval writer Wolfram von Eschenbach and the Quest Romance as a model of narrative, where an erring solitary hero in search of the Holy Grail is put to the test. This is wonderfully displayed in the recent, great novel ‘Die Obstdiebin oder Einfache Fahrt ins Landesinnere’ (2017), where the young heroine, Alexia, is erring in the interior of the long French province Picardie not knowing what strange fortune she is expecting. In another of his novels, ‘Der Chinese des Schmerzes’, 1983 (Across, 1986) the protagonist Andreas Loser commits a murderous, quite unpremeditated act that dramatically changes his life span. The description of the outskirts of the city of Salzburg is marvellously rich and precise, while the intrigue is rigorously reduced, almost nonexistent.
Handke has said that “the classics have saved me”, and not least the legacy of Goethe is everywhere present, testifying to Handke’s will to return to the senses and the living experience of man. One cannot least observe this in his notebooks, in the recent ‘Vor der Baumschattenwand nachts: Zeichen und Anflüge von der Peripherie 2007-2015’ (2016). The importance of the classics is also evident in his translations from ancient Greek, works by Aeschylus, Euripides, Sophocles. He has also made a long series of translations from French and English, works by Emanuel Bove, René Char, Marguerite Duras, Julien Green, Patrick Modiano, Francis Ponge and Shakespeare.
At the same time Handke remains acutely contemporary and one aspect of this is his relation to Franz Kafka. In the same vein Handke must revolt against his paternal heritage, that in his case was perverted by the Nazi regime. Handke chose the maternal, Slovenic line of heritage, a significant reason for his antinationalistic myth of his Balkan origins. Although he has, at times, caused controversy he cannot be considered an engaged writer in the sense of Sartre, and he gives us no political programs.
Handke has chosen exile as a productive life path, where the experience of passing thresholds and geographic borders recurs. If he can be described as the writer of place it is not primarily the metropoles but the suburbs and the landscape that attract his attention. He recaptures the unseen and makes us part of it. This happens in particular in some of his most powerful narratives, ‘Mein Jahr in der Niemandsbucht. Ein Märchen aus den neuen Zeiten’ from 1994 (‘My Year in the No-Man’s Bay’, 1998) or the above mentioned ‘Die Obstdiebin’, both reversing the tradition from Baudelaire onwards that made Paris the mythic centre of modern literature. Together with the young heroine Alexia we are here on foot moving away from the proclaimed centre into the French region of Picardie, and the names of the small villages are suddenly filled with intoxicating beauty. Handke subverts our ideas of the centrally governed state, and makes us realise that the centre is everywhere.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)