Είδες, λοιπόν;
Ποιος ήρθε ;
ποιος έφυγε;
ποιός είναι;
Ακτινοβολία υποβάθρου,
και τέκνα της μεγάλη έκρηξης
και της νόησης ενοικιαστές που το παίζουν
ιδιοκτήτες,
ερωτευόμενοι παράφορα δίχως ν’ αναρωτιούνται:
γιατί τόσο πολύ τους βασανίζει
το αν η σκοπιμότητα το ταίρι τους κινεί
ή αν σε όργανα μετέπεσαν δαιμονικού σχεδίου--
αιφνίδια, ανερώτητα,
ως
«χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον»;
Ποιος αγαπά;
ποιός πολεμά;
ποιος για μια τιμή αρνείται τη ζωή του;
Γκρεμισμένη η δέση πού’φερνε νερό στο πάνω αυλάκι
και το μεγάλο ρέμα απέραντος ξεριάς
-κατάξερος, χωρίς νερό μια στάλα-,
και μόνο ο ήχος του ακούγεται τη νύχτα,
καθώς περνάει χαμηλά κάτω απ’ τις πέτρες
που στοίβασε η θεομηνία.
Να σώσω αυτόν τον ήχο
που έδινε πνοή στην ύπαρξή σου,
και κράταγε όρθια τα ηλιοτρόπια και πράσινα
τα μποστάνια τ’ ουρανού στην ψυχή σου.
Να σώσω αυτόν τον ήχο,
πριν τους νόμους του αναστείλουν οι
δημιουργοί
και τα ίχνη σου χάσω οριστικά--
εδώ σε τούτο το άλαλο δάσος
όπου κοιμήθηκαν οι
Ευμενίδες
κι
ακούω τα δόντια που τρίζουν
των θηρίων.