Ακολουθώντας χνάρια από μαύρες σταγόνες
ωκεανών πέτρινης σιωπής,
σβησμένες κλαγγές όπλων και εκρήξεις άστρων,
τραγούδια μαυροφορεμένων μανάδων
με βλέμμα από μέλλον κόκκινο,
σκαρφάλωσα στα μονοπάτια των ηρώων.
Άπλωσα τα χέρια κι έσκυψα στη γη.
Μετάλαβα κοινωνία ανήσυχων πνευμάτων
κάτω απ’ τις αχτίδες μιας στέρφας σελήνης.
Ήπια νερό απ’ την πηγή που ανάστησε
τα κουρασμένα χείλη των ματωμένων
στρατοκόπων του ονείρου.
Ο αέρας μυρίζει καταιγίδα.
Πάνω στο χώμα, το μουσκεμένο απ’ το αίμα
διαμελισμένων προσδοκιών,
πάνω στην άσπρη πέτρα των τάφων
της μάταιης ελπίδας,
χαραγμένες οι αυλακιές της υπόσχεσης.
Ταξιδεύοντας η οργή της δικαίωσης
φουσκώνει τις φλέβες της προσμονής.
Θ.Κ.Ν.
(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)