"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Κυριακή 20 Ιουλίου 2014
Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ- ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ (Ε)
Ε’
Ποιος άκουσε καταμεσήμερα
το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014
Τρίτη 15 Ιουλίου 2014
Σάββατο 12 Ιουλίου 2014
ΕΑΛΩ- Αλήθειας τέλεση... Προ των Πυλών της Ψυχής σας
ΕΑΛΩ-ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (ENGLISH SUBTITLES)
Στιχουργός : ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΓΓΑΝΑΣ
Ερμηνευτής : ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΝΤΟΥΡΟΣ
ΕΑΛΩ
Δόλια τα λόγια σας που με στηρίζουνε
Εκ των βαθέων μου με εξοργίζουν(ε)
Λέτε πως νοιάζεστε για αυτά τα χώματα
Μα τα μολύνετε με παραπτώματα
Από τα δώρα σας κόρες μαγεύονται
Μετρούν το σώμα τους και εκπορνεύονται
Την ιστορία μου στυγνά βιάζεται
Με ποιο δικαίωμα εξουσιάζετε
Εάλω η χώρα μου χαλάσματα
ηγέτες άθλιοι προδώσαν τα περάσματα
Γέρο μου βγάλαν στο σφυρί το γιαταγάνι σου
Γιατί γι' αυτούς η λευτεριά ήταν η πλάνη σου
Τα αποβράσματα ανθρώπους χρίζετε
Και τους περήφανους τους αφορίζετε
Στους δρόμους σέρνονται δύστυχα σώματα
Επαίτες κι' άστεγοι δίχως ονόματα
Η γη μου φλέγεται , χωριά ρημάζουνε
Και τόσα δάκρυα δεν σας τρομάζουνε
Σκόνη τα όνειρα όσων σας θέλησαν
Ντροπή στις μάνες σας εσάς που γέννησαν
Εάλω η χώρα μου χαλάσματα
ηγέτες άθλιοι προδώσαν τα περάσματα
Γέρο μου βγάλαν στο σφυρί το γιαταγάνι σου
Γιατί γι' αυτούς η λευτεριά ήταν η πλάνη σου (2επ.)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΓΓΑΝΑΣ
FACEBOOK ψαγμένες κουβέντες
http://www.facebook.com/pages/%CE%95%...
Blogspot:
http://magganas-libra.blogspot.com/
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΝΤΟΥΡΟΣ
FACEBOOK
http://www.facebook.com/profile.php?i...
Στιχουργός : ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΓΓΑΝΑΣ
Ερμηνευτής : ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΝΤΟΥΡΟΣ
ΕΑΛΩ
Δόλια τα λόγια σας που με στηρίζουνε
Εκ των βαθέων μου με εξοργίζουν(ε)
Λέτε πως νοιάζεστε για αυτά τα χώματα
Μα τα μολύνετε με παραπτώματα
Από τα δώρα σας κόρες μαγεύονται
Μετρούν το σώμα τους και εκπορνεύονται
Την ιστορία μου στυγνά βιάζεται
Με ποιο δικαίωμα εξουσιάζετε
Εάλω η χώρα μου χαλάσματα
ηγέτες άθλιοι προδώσαν τα περάσματα
Γέρο μου βγάλαν στο σφυρί το γιαταγάνι σου
Γιατί γι' αυτούς η λευτεριά ήταν η πλάνη σου
Τα αποβράσματα ανθρώπους χρίζετε
Και τους περήφανους τους αφορίζετε
Στους δρόμους σέρνονται δύστυχα σώματα
Επαίτες κι' άστεγοι δίχως ονόματα
Η γη μου φλέγεται , χωριά ρημάζουνε
Και τόσα δάκρυα δεν σας τρομάζουνε
Σκόνη τα όνειρα όσων σας θέλησαν
Ντροπή στις μάνες σας εσάς που γέννησαν
Εάλω η χώρα μου χαλάσματα
ηγέτες άθλιοι προδώσαν τα περάσματα
Γέρο μου βγάλαν στο σφυρί το γιαταγάνι σου
Γιατί γι' αυτούς η λευτεριά ήταν η πλάνη σου (2επ.)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΓΓΑΝΑΣ
FACEBOOK ψαγμένες κουβέντες
http://www.facebook.com/pages/%CE%95%...
Blogspot:
http://magganas-libra.blogspot.com/
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΝΤΟΥΡΟΣ
http://www.facebook.com/profile.php?i...
Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014
Γιάννης Ρίτσος – Ο Ύστατος Οβολός
Γιάννης Ρίτσος – Ο Ύστατος Οβολός
“Δύσκολες ώρες, στον τόπο μας.
Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος,
αφέθηκε να τον βοηθήσουν·
εγγράψαν υποθήκες πάνω του·
πήραν δικαιώματα·αξιώνουν·
μιλάνε για λογαριασμό του·
του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα·
τον ελεούν·
τον ντύνουν μ’ άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα·
του σφίγγουν μ’ ένα καραβάσκοινο τη μέση.
Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα
του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, ( μόνο τώρα βιος του)
γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.”
Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος,
αφέθηκε να τον βοηθήσουν·
εγγράψαν υποθήκες πάνω του·
πήραν δικαιώματα·αξιώνουν·
μιλάνε για λογαριασμό του·
του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα·
τον ελεούν·
τον ντύνουν μ’ άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα·
του σφίγγουν μ’ ένα καραβάσκοινο τη μέση.
Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα
του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, ( μόνο τώρα βιος του)
γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.”
Δ.Ι.Αντωνίου
https://poihtikhalitheia.wordpress.com/tag/%CE%B4-%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%BF%CF%85/
ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1939)
Οι Κακοί Έμποροι
Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
είταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια
η πηγή και τα ρούπια είταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμις ποτέ:
η αμαρτία μας.
Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
-πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα-.
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησε μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
είταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια
η πηγή και τα ρούπια είταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμις ποτέ:
η αμαρτία μας.
Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
-πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα-.
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησε μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!
Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014
Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014
Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014
Κυριακή 29 Ιουνίου 2014
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ
Το Πνευματικό Εμβατήριο δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», στις 19.5.1945. Συνοδεύεται από σημείωμα του ποιητή, που λέει: «Είχα μόλις απαντήσει στην προχθεσινή συνέντευξη, όταν αυτή η ίδια μώγινε άξαφνα αφορμή για τη μετάβασή μου, πάνω στο ίδιο θέμα, στην ολοκληρωμένη μορφή του Ποιητικού Λόγου που δίνω παρακάτου». Πράγματι, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού είχε δημοσιευτεί συνέντευξη με τον Σικελιανό με θέμα την «πνευματική Ελλάδα εμπρός στο δράμα της Κατοχής».
Στο Διαδίκτυο κυκλοφορεί το ποίημα, αλλά σε κείμενο που φαίνεται να βασίζεται στη μελοποίηση Θεοδωράκη, που παραλείπει μερικές λέξεις σε σχέση με τη μορφή που βρήκα στο περιοδικό. Επίσης, το κείμενο που κυκλοφορεί έχει ευπρεπιστεί γλωσσικά σε μερικά σημεία· ο Σικελιανός έγραφε «σκέψες, πνέμμα, η άμπελο», όχι «σκέψεις, πνεύμα, η άμπελος» της σημερινής, μετά την ήττα, δημοτικής. Διόρθωσα σε μερικά σημεία την ορθογραφία (π.χ. το φωτογόνι το έκανα φωτογώνι).
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ
Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό·
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!
Γι’ αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με την δάδα τούτην,
ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!
Είπα κι εβάδισα
κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.
Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριά Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!
Κ’ είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.
Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!
Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!
Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»
"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»
Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!
Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014
Κυριακή 15 Ιουνίου 2014
Γ Καμπούρογλου - Γραικός, Γενίτσαρος και Βενετσιάνος
Γραικός, Γενίτσαρος και Βενετσιάνος
ΠΗΓΗ http://pythagorass151.blogspot.gr/2010/03/blog-post_1542.html
Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα. Φωνή καμιά! Κανένα ζωντανό δεν έβγαζε φωνή στα ρημαγμένα μέρη. Και αν κάπου κάπου κανένα τριζόνι έκανε πως θα αρχίσει το παραπονιάρικο σκοπό του, ως κι αυτό σώπαινε από το φόβο του.
Μακριά ακούστηκε και ένα πετεινάρι να λαλεί πίσω από κάτι χαλάσματα, μα και αυτού η φωνή τρομαγμένη πνίγηκε στο λαρύγγι του.
Οι Τούρκοι κλεισμένοι στο Κάστρο. Οι Βενετσιάνοι τριγυρίζουν σαν τα’ αγρίμια στην χώρα. Οι Αθηναίοι είναι τρυπωμένοι στα σπίτια τους. βρισκόμαστε στα 1687.
Σβηστό ήταν το καντήλι της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι, κοντά στην Αθήνα. Κανείς δεν πηγαίνει να προσκυνήσει. Και μόνο το κυπαρίσσι της εκκλησίας, που το φυσούσε ο άνεμος, πήγαινε και ερχότανε, και ο ίσκιος του στον τοίχο έμοιαζε σαν καλόγηρος τυλιγμένος στο ράσο του.
Το αγιασμένο νερό κατρακυλούσε μουρμουρίζοντας τον κατήφορο και πότιζε ότι εύρισκε στο δρόμο του.
Να, να και από κάτω από της όμορφης εκκλησιάς το δρόμο κάποιος προβάλλει.
Φτάνει σε κάτι χαλάσματα, βγάζει βαθύ αναστεναγμό, και ακούει πέρα από τον βράχο τον αντίλαλο του μόνο.
Έρχεται γύρω γύρω από τα χαλάσματα, κουνώντας λυπημένα το κεφάλι του.
Ποιος άλλος από σένα, άμοιρε Αθηναίε, θα μπορούσε να γνωρίση το σπίτι του;
Χαϊδεύει το αγιόκλημα, που είχε φυτεμένο με την δύστυχη την αδελφή του, σκύβει, παραμερίζει τις πέτρες σαν κάτι να γυρεύη. Ύστερα φεύγει από κεί. Πάει κατά την εκκλησία, στέκεται, γονατίζει σε έναν τάφο εμπρός και φιλεί το μάρμαρο του.
Χορτάριασε του γονιού ο τάφος!
-Μα γιατί κλαίς σαν μικρό παιδί: τάχα θα ζης και συ αύριο;
Τα αγριολούλουδα χύνουν γύρω την μυρωδιά τους. ξαπλώνεται στη γη, ακουμπά το κεφάλι του στον τάφο και, κοιτάζοντας τον ουρανό, ρωτά τι έφταιξε και έμεινε έρημος και μοναχός στον κόσμο!
Αίφνης από τα Τουρκοβούνια κάποιος άλλος προβάλει. Οι νυχτερίδες τρελά φτερουγίζουν και τρίζουν γύρω του. Κατεβαίνει μονοπάτι μονοπάτι, πηδά έναν έναν τους βράχους και κοιτάζει παντού σαν κάτι να ζητή.
Η αγριεμένη όψη του φαίνεται πιο άγρια μέσα στο σκοτάδι. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα τον βρει στο δρόμο του! Μα όσο πλησιάζει στην εκκλησιά κοντά, τόσο μερώνει.
-Γιατί κιτρίνισες και τρέμεις σαν κορίτσι, άγριε Γενίτσαρε;
Σε λίγο βλέπει ένα μαύρο πράγμα να έρχεται από το κάτω μέρος. βαθυ σκοτάδι και δεν διακρίνει τι να είναι. Μα σε μια ξαφνική αστραπή βλέπει πως ήταν άνθρωπος. Ήταν Βενετσιάνος!
Ο Γενίτσαρος έγινε πάλι Γενίτσαρος, βγάζει το χατζάρι του και χύνεται καταπάνω του. Μα να, και ο Βενετσιάνος δεν χωρατεύει. Πιάνει με το αριστερό χέρι του το δεξί του Γενίτσαρου. Σκουντιούνται σαν αγρίμια και με τα πολλά έρχονται κοντά στον τάφο.
Πετιέται ο Αθηναίος με το σπαθί στο χέρι και βρίσκεται μπροστά τους.
-Εμένα βοήθα, πατριώτη, φωνάζει ελληνικά ο Βενετσιάνος, να σκοτώσουμε τον Τούρκο τον άπιστο!
-Κανέναν δεν βοηθώ ! Τους Τούρκους και τους Βενετσιάνους ας τους αγαπούν οι άμυαλοι λαϊκοί. Εγώ και τους δυό τους ξέρω εχθρούς της πατρίδας μου. Όποιος είναι πιο γερός, ας φάει τον άλλο, και τους δυό ας τους φάνε τα σκυλιά και τα κοράκια. Μα τραβηχτείτε από δω! Δεν θα αφήσω να χυθεί αίμα ανθρώπινο στου πατέρα μου, του γέρο Χωραφά, τον τάφο!
Γιατί με φωνή από δυο στόματα ακούγεται: «Αδελφέ μου!»; Γιατί μεμιάς πέφτουν τα’ άρματα κάτω; Γιατί ανοίγονται τρείς αγκαλιές;
Ποιος το’ λπιζε, ο πρώτος, που μικρό τον πήραν οι Γενίτσαροι, ο δεύτερος, που παιδάκι τον εξαγόρασαν οι Βενετσιάνοι, και ο μικρός, που στάθηκε πιο τυχερός, για πρώτη φορά να σμίξουν, και σαν εχθροί, στου πατέρα τους τον τάφο;
Κοντεύει να ξημερώσει. Τα πουλάκια μέσα στα χαμόκλαδα τινάζουν τα φτερά τους, βγάζοντας χαρωπή λαλιά.
Το νυχτοπούλι κρύφτηκε στα χαλάσματα, να μην το βρει η μέρα. Τα άστρα τρεμοσβήνουν. Η νυχτερίδα έγινε άφαντη.
Πόσο θα σάστιζε ο διαβάτης, αν περνώντας έβλεπε ένα Γραικό, ένα Γενίτσαρο και ένα Βενετσιάνο γονατισμένους σιμα σιμά, να χύνουν μαύρο δάκρυ σ’ ένα τάφου λιθάρι!
Γ. Καμπούρογλου.
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014
Γέιτς William Butler Yeats (1865 - 1939)
13 ΙΟΥΝΙΟΥ 1865 γεννιέται ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς,
ο πρώτος Ιρλανδός μυθιστοριογράφος και ποιητής, που απέσπασε Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1923
Από τα αγαπημένα μου ποιήματα είναι η
Δευτέρα Παρουσία:
Second Coming:
Turning and turning in the widening gyre
The falcon cannot hear the falconer;
Things fall apart; the centre cannot hold;
Mere anarchy is loosed upon the world,
The blood-dimmed tide is loosed, and everywhere
The ceremony of innocence is drowned;
The best lack all conviction, while the worst
Are full of passionate intensity.
Surely some revelation is at hand;
Surely the Second Coming is at hand.
The Second Coming! Hardly are those words out
When a vast image out of Spiritus Mundi
Troubles my sight: somewhere in sands of the desert
A shape with lion body and the head of a man,
A gaze blank and pitiless as the sun,
Is moving its slow thighs, while all about it
Reel shadows of the indignant desert birds.
The darkness drops again; but now I know
That twenty centuries of stony sleep
Were vexed to nightmare by a rocking cradle,
And what rough beast, its hour come round at last,
Slouches towards Bethlehem to be born?
Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη•
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια• το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται•
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.
Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά•
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγανακτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει• τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.
Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965
ΠΗΓΗ: enleuko.blogspot.gr
The fish
Although you hide in the ebb and flow
Of the pale tide when the moon has set,
The people of coming days will know
About the casting out of my net,
And how you have leaped times out of mind
Over the little silver cords,
And think that you were hard and unkind,
And blame you with many bitter words.
Το ψάρι
Μπορεί στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη να κρύβεσαι
κάποιας χλωμής παλίρροιας, σαν η σελήνη έχει χαθεί,
όμως οι άνθρωποι στο μέλλον θα το μάθουν -
πώς έριχνα τα δίχτυα μου
και πώς εσύ αμέτρητες φορές πηδούσες
πάνω από τα μικρά, τ' αργυρά νήματα,
και ότι ήσουνα σκληρή και άκαρδη θα πουν,
και με πολλά λόγια, πικρά, για σένα θα μιλούν.
ΠΗΓΗ.
ο πρώτος Ιρλανδός μυθιστοριογράφος και ποιητής, που απέσπασε Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1923
ΤΡΊΤΗ, 20 ΑΠΡΙΛΊΟΥ 2010
Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς: 7 ποιήματα
Ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (Δουβλίνο 1865 - Ροκμπρίν Γαλλίας 1939) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές περιπτώσεις του περασμένου αιώνα. Ο «μεγαλύτερος ποιητής του καιρού μας» σύμφωνα με τον Τ. Σ. Έλιοτ, ο Γέιτς δημιούργησε επίσης, ως θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ιδρυτής του εθνικού ιρλανδικού θεάτρου και μέλος της πρώτης ιρλανδικής γερουσίας. Τα ποιήματά του περιέγραψαν, και σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν, τον τρόπο με τον οποίο η Ιρλανδία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Οι ρυθμοί, οι τόνοι και η μουσικότητα του στίχου του, ένα σπάνιο επίτευγμα λυρισμού και ποιητικής ουσίας, διηγήθηκαν με τρόπο μοναδικό το καλλιτεχνικό του σύμπαν: η ιρλανδική μυθολογία, ο θεοσοφισμός και η μεταφυσική που αργότερα μετατράπηκαν σε προσωπική φιλοσοφία και εσωτερικό σύστημα, η ταυτότητα και η προσπάθεια της Ιρλανδίας για ανεξαρτησία, αλλά και συμβάντα της καθημερινής ζωής, όπως ο απελπισμένος έρωτας, η προσπάθεια του ανθρώπου ενάντια στη φθορά, η αισθητική ανάταση και η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, αποτέλεσαν ψηφίδες ενός έργου πολλαπλού αλλά και συμπαγούς ταυτόχρονα. Η λογοτεχνική διαδρομή του Γέιτς περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τη μετάβαση από τον γερασμένο ρομαντισμό και την παλαιά εποχή, στη νέα ποίηση και το μοντερνισμό που θα επιβληθούν από τις δύο επόμενες λογοτεχνικές γενεές (Έλιοτ, Πάουντ, Όντεν, Σπένσερ). Πάνω απ‘ όλα, το παράδειγμα του Γέιτς, υπογραμμίζει τη σημασία της τέχνης στον προσδιορισμό της ανθρώπινης διάστασης και κυρίως το ιδανικό της ποιητικής ζωής.
Το παλτό
Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό
Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο
Με στολίδι καλυμμένο
Από τη φτέρνα ως το λαιμό.
Μα άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν
Στου κόσμου τα μάτια φορέσαν το παλτό
Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν
Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν
Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ
Γυμνός να περπατάς.
Ο βιολιστής
του Ντούνει
Όταν το βιολί μου στο Ντούνει παίζω
Οι γύρω μου σαν της θάλασσας χορεύουνε το κύμα
Ο ξάδερφός μου στο Κίλβαρεντ είναι παπάς,
Παπάς στο Μουχάραμπι ο αδελφός μου.
Αδερφό και ξάδερφο εγώ έχω ξεπεράσει:
Σελίδες με προσευχές διαβάζουνε εκείνοι
σελίδες με τραγούδια διαβάζω εγώ
που από του Σλάιγκο αγόρασα το πανηγύρι.
Το τέλος του χρόνου σαν θα ‘ρθει
μπροστά στου αγίου Πέτρου θα σταθούμε, τη μορφή
Στις τρεις κουρασμένες μας ψυχές θα χαμογελάσει
μα πρώτο από την πύλη εμένα θα περάσει
Γιατί οι καλοί είναι πάντα οι χαρούμενοι
Εκτός εάν η δύσκολη η τύχη τους προλάβει
Και οι καλοί αγαπούνε το βιολί
Και οι καλοί αγαπούνε το χορό
Και όταν από τις μορφές ο κόσμος τη δική μου ξεχωρίσει
Όλοι σε εμένα θε να ρθούνε
«ο βιολιστής του Ντούνει» θε να πούνε
και σαν της θάλασσας θα χορέψουνε το κύμα.
Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει το θάνατό του
Γνωρίζω πως τη μοίρα μου θα συναντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα.
Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ
δεν αγαπώ αυτούς που προστατεύω
Πατρίδα μου το σταυροδρόμι του Κίλταρταν
Και συγγενείς μου του Κίλταρταν οι φτωχοί
Κανένα αποτέλεσμα δε θα τους έφερνε χαρά
ή λύπη περισσότερη από πριν
Ο αγώνας μου δεν υπακούει σε νόμους, καθήκοντα,
πρόσωπα δημόσια ή κραυγές του πλήθους
Μια μοναχική παρόρμηση χαράς
Με έφερε σε αυτή την καταιγίδα πάνω από τα σύννεφα
Καλά τα υπολόγισα, τα πάντα έφερα στο νου
Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή.
Σε έναν σκίουρο
στο Kyle-na-no
Έλα μαζί μου να παίξεις
Γιατί μακριά μου να τρέξεις
μέσα στων δέντρων την ταραχή
Σαν όπλο νά χα
θέλοντας να σου ρίξω τάχα
Μια και το μόνο που θέλω εγώ
είναι να σου χαϊδέψω το λαιμό
και να σε αφήσω να φύγεις μακριά.
Ταλάντευση
Τα πενήντα χρόνια μου ήρθανε και φύγαν
Και έκατσα, ένας άνθρωπος μονάχος,
μέσα στη βοή των μαγαζιών του Λονδίνου,
Μ‘ ένα βιβλίο ανοιχτό και ένα φλιτζάνι άδειο
Στο μαρμάρινο τραπέζι μπρος μου
Καθώς ατένιζα το μαγαζί, το δρόμο,
το σώμα μου ξάφνου ένιωσα να φλέγεται
και για περίπου είκοσι λεπτά
μου φάνηκε από την τόση ευτυχία
πως είχα ευλογηθεί
και πως μπορούσα να ευλογήσω.
Ένα τραγούδι
του ποτού
Το στόμα αγκαλιάζει το ποτό,
τον έρωτα τα μάτια.
Την αλήθεια μόνο αυτή
πριν φύγω θα γνωρίσω.
Στο στόμα φέρνω το ποτήρι
στη σιωπή μέσα σε κοιτώ.
Θάνατος
Ούτε το φόβο, ούτε την ελπίδα περιμένει
ένα ζώο καθώς πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος πλησιάζει
πάντα φοβάται και πάντα ελπίζει
Πολλές φορές έχει πεθάνει
φορές πολλές ξανά έχει ανθίσει.
Μα του μεγάλου ανθρώπου η περηφάνεια
τον χλευασμό της μεγάλο ορθώνει
Όταν σε αγνώστους μπροστά γεμάτους φόνο
η τελευταία ανάσα του παγώνει.
Τον θάνατο γνωρίζει μέχρι τα κόκαλά του,
ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου.
Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό
Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο
Με στολίδι καλυμμένο
Από τη φτέρνα ως το λαιμό.
Μα άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν
Στου κόσμου τα μάτια φορέσαν το παλτό
Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν
Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν
Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ
Γυμνός να περπατάς.
Ο βιολιστής
του Ντούνει
Όταν το βιολί μου στο Ντούνει παίζω
Οι γύρω μου σαν της θάλασσας χορεύουνε το κύμα
Ο ξάδερφός μου στο Κίλβαρεντ είναι παπάς,
Παπάς στο Μουχάραμπι ο αδελφός μου.
Αδερφό και ξάδερφο εγώ έχω ξεπεράσει:
Σελίδες με προσευχές διαβάζουνε εκείνοι
σελίδες με τραγούδια διαβάζω εγώ
που από του Σλάιγκο αγόρασα το πανηγύρι.
Το τέλος του χρόνου σαν θα ‘ρθει
μπροστά στου αγίου Πέτρου θα σταθούμε, τη μορφή
Στις τρεις κουρασμένες μας ψυχές θα χαμογελάσει
μα πρώτο από την πύλη εμένα θα περάσει
Γιατί οι καλοί είναι πάντα οι χαρούμενοι
Εκτός εάν η δύσκολη η τύχη τους προλάβει
Και οι καλοί αγαπούνε το βιολί
Και οι καλοί αγαπούνε το χορό
Και όταν από τις μορφές ο κόσμος τη δική μου ξεχωρίσει
Όλοι σε εμένα θε να ρθούνε
«ο βιολιστής του Ντούνει» θε να πούνε
και σαν της θάλασσας θα χορέψουνε το κύμα.
Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει το θάνατό του
Γνωρίζω πως τη μοίρα μου θα συναντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα.
Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ
δεν αγαπώ αυτούς που προστατεύω
Πατρίδα μου το σταυροδρόμι του Κίλταρταν
Και συγγενείς μου του Κίλταρταν οι φτωχοί
Κανένα αποτέλεσμα δε θα τους έφερνε χαρά
ή λύπη περισσότερη από πριν
Ο αγώνας μου δεν υπακούει σε νόμους, καθήκοντα,
πρόσωπα δημόσια ή κραυγές του πλήθους
Μια μοναχική παρόρμηση χαράς
Με έφερε σε αυτή την καταιγίδα πάνω από τα σύννεφα
Καλά τα υπολόγισα, τα πάντα έφερα στο νου
Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή.
Σε έναν σκίουρο
στο Kyle-na-no
Έλα μαζί μου να παίξεις
Γιατί μακριά μου να τρέξεις
μέσα στων δέντρων την ταραχή
Σαν όπλο νά χα
θέλοντας να σου ρίξω τάχα
Μια και το μόνο που θέλω εγώ
είναι να σου χαϊδέψω το λαιμό
και να σε αφήσω να φύγεις μακριά.
Ταλάντευση
Τα πενήντα χρόνια μου ήρθανε και φύγαν
Και έκατσα, ένας άνθρωπος μονάχος,
μέσα στη βοή των μαγαζιών του Λονδίνου,
Μ‘ ένα βιβλίο ανοιχτό και ένα φλιτζάνι άδειο
Στο μαρμάρινο τραπέζι μπρος μου
Καθώς ατένιζα το μαγαζί, το δρόμο,
το σώμα μου ξάφνου ένιωσα να φλέγεται
και για περίπου είκοσι λεπτά
μου φάνηκε από την τόση ευτυχία
πως είχα ευλογηθεί
και πως μπορούσα να ευλογήσω.
Ένα τραγούδι
του ποτού
Το στόμα αγκαλιάζει το ποτό,
τον έρωτα τα μάτια.
Την αλήθεια μόνο αυτή
πριν φύγω θα γνωρίσω.
Στο στόμα φέρνω το ποτήρι
στη σιωπή μέσα σε κοιτώ.
Θάνατος
Ούτε το φόβο, ούτε την ελπίδα περιμένει
ένα ζώο καθώς πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος πλησιάζει
πάντα φοβάται και πάντα ελπίζει
Πολλές φορές έχει πεθάνει
φορές πολλές ξανά έχει ανθίσει.
Μα του μεγάλου ανθρώπου η περηφάνεια
τον χλευασμό της μεγάλο ορθώνει
Όταν σε αγνώστους μπροστά γεμάτους φόνο
η τελευταία ανάσα του παγώνει.
Τον θάνατο γνωρίζει μέχρι τα κόκαλά του,
ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου.
ΑΝΑΡΤΉΘΗΚΕ ΑΠΌ GROUCHO MARXISM ΣΤΙΣ 5:16 Π.Μ.
Δευτέρα Παρουσία:
Second Coming:
Turning and turning in the widening gyre
The falcon cannot hear the falconer;
Things fall apart; the centre cannot hold;
Mere anarchy is loosed upon the world,
The blood-dimmed tide is loosed, and everywhere
The ceremony of innocence is drowned;
The best lack all conviction, while the worst
Are full of passionate intensity.
Surely some revelation is at hand;
Surely the Second Coming is at hand.
The Second Coming! Hardly are those words out
When a vast image out of Spiritus Mundi
Troubles my sight: somewhere in sands of the desert
A shape with lion body and the head of a man,
A gaze blank and pitiless as the sun,
Is moving its slow thighs, while all about it
Reel shadows of the indignant desert birds.
The darkness drops again; but now I know
That twenty centuries of stony sleep
Were vexed to nightmare by a rocking cradle,
And what rough beast, its hour come round at last,
Slouches towards Bethlehem to be born?
Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη•
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια• το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται•
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.
Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά•
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγανακτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει• τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.
Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965
ΠΗΓΗ: enleuko.blogspot.gr
The fish
Although you hide in the ebb and flow
Of the pale tide when the moon has set,
The people of coming days will know
About the casting out of my net,
And how you have leaped times out of mind
Over the little silver cords,
And think that you were hard and unkind,
And blame you with many bitter words.
Το ψάρι
Μπορεί στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη να κρύβεσαι
κάποιας χλωμής παλίρροιας, σαν η σελήνη έχει χαθεί,
όμως οι άνθρωποι στο μέλλον θα το μάθουν -
πώς έριχνα τα δίχτυα μου
και πώς εσύ αμέτρητες φορές πηδούσες
πάνω από τα μικρά, τ' αργυρά νήματα,
και ότι ήσουνα σκληρή και άκαρδη θα πουν,
και με πολλά λόγια, πικρά, για σένα θα μιλούν.
ΠΗΓΗ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)