Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι για το χρόνο,
τη δωρεά που μας εκμηδενίζει·
Χωρίς να έχουν όργανα ακριβείας
από τον κρότο του μέσα στις λέξεις:
μακρός, αναρίθμητος, πανδαμάτωρ·
πώς να την πεις αλλιώς αυτή τη δύναμη
που σε σκοτώνει με ταχύτητα ζωής
σαρκάζοντας το λυρισμό των ημερών,
την τρυφερή απείθεια της ώρας.
Κάποτε μοιάζει ένα θρόισμα απαλό
σαν ρίγος ανεπαίσθητο στις φυλλωσιές
ή σαν αναπνοή στα φύλλα του βιβλίου
που τ άφησες στη μέση και αφέθηκες
μόνος να λησμονείς ή να θυμάσαι·
άλλοτε μοιάζει αέρας που βογκάει
και φέρνει το τετελεσμένο – μια κραυγή
ανθρωπου σε απόγνωση, το κλάμα
μικρού παιδιού μακριά μέσα στη νύχτα,
κι ακούς να τρίζουν τα παραθυρόφυλλα
πάνω στους σκουριασμένους μεντεσέδες.
Μακρός, αναρίθμητος, πανδαμάτωρ·
όπως και να τον πεις, ο χρόνος είναι
μια βούληση πλασμένη από σκοτάδι,
μια σκοτεινή ενέργεια που φεύγει
προς μία κατεύθυνση μονάχα, την φθορά,
και καθώς φεύγει τρίβεται στα πράγματα,
και απ’ την τριβή γεννιέται φως.
Φαντάσου:
το φως αυτό που μοιάζει τόσο ασάλευτο
λες και αναπαύεται πάνω στα πράγματα,
το φως αυτό που μοιάζει τόσο σιωπηλό,
σαν από μια γεννήτρια γεννιέται
αδιάκοπα και δείχνει την απώλεια.
Έξω απ’ το χρόνο όλα είναι σκοτάδι.
Διονύσης Καψάλης, «Ο κρότος του χρόνου», Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2007