"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΝΑ ΧΑΘΗΚΕ Ή ΚΡΥΦΤΗΚΕ?
Κυριακή 18 Ιουνίου 2023
Ζωή Δικταίου - Σ’ ένα «μου»
Καθισμένος με τις ώρες στη σκιά του πρίνου,
χωρίς να μαλώνει πια τον εαυτό του,
μετρούσε και ξαναμετρούσε
τη μια τα δάχτυλα,
και τους ρόζους στο γέρικο κορμό,
κι άλλοτε, μέσα στα δαχτυλίδια του καπνού
μαζί με τα ενήλικα σημάδια,
και τα αδέσποτα λάθη,
τις έκπτωτες, τις ξέμπαρκες μέρες.
Ολόκληρη η ζωή του, μια κούπα αλισάχνη
που είχε πιει ως τον πάτο,
άπλωσε το χέρι, κάπως δισταχτικά,
έκοψε ένα χαμομηλάκι,
το έφερε στη μύτη, το μύρισε,
μετά στα χείλη,
κάπως γλύκαινε ο κόσμος του.
Από καφενείο, σε καφενείο,
«φίλε μου», του έλεγαν,
και στο δρόμο, και στην αγορά, το ίδιο,
το χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά,
«φίλε μου», ή «Κωστή μου»
κι ας μην υπήρχε κανένα γνώρισμα φιλίας,
το ένιωθε,
η υποκρισία εξωραϊσμένη σε όλο της το μεγαλείο,
χωρούσε σ’ ένα «μου»,
ορκιζόταν στη ναυτοσύνη
η φουρτουνιασμένη φύση του, δεν το άντεχε.
«Μου», μ’ ένα μορφασμό αηδίας,
«μου», δεύτερη φορά σαρκάζοντας,
«τα χάλια σας, ανάθεμά, μούντζες που θέλετε».
Θέλανε, τους λίγους παράδες
που είχε μαζέψει τόσα χρόνια στα μπάρκα,
τους είχαν βάλει πολλοί στο μάτι,
φίλοι, συγγενολόι, σκυλολόι,
πάντα θα υπάρχει
ένας παππάς που ονειρεύεται
μνημόσυνα, ευχέλαια, και παχυλές δωρεές,
«έχεις φωτοστέφανο Κωστή, φίλε μου»,
τονισμένο το «μου»,
ένας πρόεδρος που ζητά ευεργεσίες,
ένας γείτονας,
που ψάχνει συνέταιρο,
σε κάτι μεσοβέζικες βρομοδουλειές,
ένας πολιτικάντης που τάζει.
Βασάνιζε το μυαλό του,
αυτό το «μου», τόσο ψεύτικο,
στην προσποιητή οικειότητα,
ξανάρχονταν κύματα οι θύμησες,
η ψυχή, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από αυτή,
φορτωμένη αλισάχνη, και ματαιώσεις,
κι όμως να ανυψώνεται σε διαρκή αναζήτηση.
Ελεύθερος, χωρίς αδυναμίες τώρα πια,
χωρίς και την πλάνη της ευτυχίας
αναγνώριζε
σχεδόν όλες τις φαύλες πρακτικές,
σαπουνόφουσκες που περίμενε να σκάσουν.
Στον απόηχο της ζωής
πλησιάζοντας στη στερνή πράξη,
τελευταία αίσθηση
η άρνηση να συνεχιστεί η παρωδία, τού «μου».
Το κατακόκκινο θολό βλέμμα
αντιφέγγιζε παλιές και καινούργιες φλόγες,
ανάμεσά τους κάποιες εικόνες,
φράσεις λειψές, ναι, μα ολόκληρες αλήθειες,
εκεί, στα φανερά και στα κρυφά,
μέχρι να ειπωθούν τα ανείπωτα,
χωρίς «μου».
Δίχως τέλος,
συνειδήσεις ράθυμες, βολεμένες,
καιροσκόποι, κόλακες, συμφεροντολόγοι,
πιασμένοι από ένα, «μου»,
χαμογέλασε πικραμένα,
φτενή η Μοίρα,
σε μια άγονη προσκόλληση
να εξαργυρώσουν τις εύκαιρες ώρες,
αγίνωτο προζύμι τούτες οι σχέσεις,
κι αυτός, στεριανός πια,
αιώνια πιστός στην ουτοπία της τιμής
θυμόταν, που όταν έπιαναν λιμάνι
έγραφε πάνω στο νερό ονόματα
με τη δόξα της νοσταλγίας.
Τώρα, ευχόταν, να μπορούσαν να καταλάβουν
να τον άφηναν ήσυχο,
να κάθεται εκεί μονάχος, να ζητά μια θέση στον ήλιο
με μόνη συντροφιά
ένα ημερολόγιο και τη μαύρη γάτα του.
Άνοιγε ένα – ένα τα κιτρινισμένα γράμματα,
«αγαπημένε μου», διάβαζε,
άλλα πάλι έγραφαν «αγάπη μου»,
ένα «μου», παντοδύναμο,
να τον τρελαίνει.
Ήξερε πως εκείνες οι γυναίκες,
που είχαν γείρει στην αγκαλιά του,
χωρίς παρακάλια,
πολύ απλά, τον είχαν χρησιμοποιήσει,
και αφού εκπλήρωσε τις επιθυμίες τους,
όσες μπόρεσε,
το ίδιο απλά, τον είχαν ξεχάσει.
Έμεναν μόνο κάτι ξεθωριασμένα «μου»
θαρρείς και δεν υπήρχαν άλλες λέξεις,
θαρρείς και όλες οι πληγές
βρισκόταν συγκεντρωμένες, σ’ αυτό το «μου»
να τον καίνε βαθιά,
εφιάλτες στις άναρθρες νύχτες,
βλέπεις, οι αιώνιοι όρκοι δεν είναι συμβόλαια,
είναι λόγια, μόνο λόγια
που παίρνει το ρέμα σαν φύλλα.
Είτε το άκουγε, είτε το διάβαζε,
αυτό το «μου»,
ένα καμπανάκι χτυπούσε μέσα του,
«φυλάξου από τις ομοιότητες», σκεφτόταν,
φυλάξου Κωσταντή,
ένα «μου», μπορεί να σε κάψει,
να σε πνίξει, ή
να σε θάψει,
ένα «μου» Κωσταντή, μια παγίδα,
ένας ύπουλος ύφαλος.
Ζωγράφιζε μενεξέδες η δύση,
μια ματιά μακριά, προς τη μεριά της θάλασσας,
το βλέμμα ίσα που πρόλαβε,
σε αθόρυβη χαμηλή πτήση μια κουκουβάγια,
από τα κεραμίδια στις κουκουναριές.
Ολόλευκη, πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς,
η δική του είχε σφιχτεί,
θυμήθηκε τα εκπληκτικά της μάτια,
είχε κρατήσει την εικόνα της
από τότε που την είχε δει στον ανεμόμυλο,
μεσάνυχτα με φεγγάρι,
πόσος καιρός αλήθεια,
στα ψηλά δώματα της Κρήτης
παιδί ακόμη,
εκείνη η δασκάλα,
με τ’ ανθισμένα δάκρυα στα βλέφαρα,
αινιγματική, ναι αλλιώς δεν θα την θυμόταν.
«Τυτώ λοιπόν, η μυθική,
αυτή που βλέπει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων,
εκεί που οι άλλοι αδυνατούν»,
η ανάμνηση ξέθαψε τα λόγια.
Λες και είχε πετάξει
από το εξώφυλλο τού παλιού αναγνωστικού
λες και ήρθε να τον λυτρώσει,
μια αθώα ανάμνηση ήταν μόνο,
μια αφή σ’ ένα χέρι χλωμό.
«Τυτώ, γιατί η σοφία
μεταγράφει την απλή γνώση, σε βίωμα,
σε καρπό, σε πνεύμα», πρόσθεσε τη δική του εκδοχή,
μακριά από φασαρία και φώτα,
μακριά και από τα κάλπικα «μου»,
στο ανεπαίσθητο θρόισμα της Όστριας,
συλλάβιζε
αλμύρα και ανορθόγραφη ζωή,
ζωή δική του, και όχι μιας μαριονέτας,
όση του έμενε,
μοναχικός, και ασυμβίβαστος,
σ’ ένα κόσμο που όσο εύκολο είναι
να χαρακτηρίζεις κάποιον δικό σου,
προσθέτοντας μόνο ένα «μου»
τόσο, μα τόσο εύκολα
μπορείς και να τον χάσεις.
«Τό ’παμε Κωσταντή, οι εγγυήσεις δεν,
χωράνε σ’ ένα «μου»,
φύσηξε ψηλά τον καπνό.
Σχεδίασμα Β΄
Κυριακή 11 Ιουνίου 2023
Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023
Τετάρτη 31 Μαΐου 2023
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ- Ο Θεός Κόνανος
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ- Ο Θεός Κόνανος
Παρουσίαση
"Από τα αρχαία χρόνια γινόντανε αυτές οι μαγείες κ' είχε στοιχειώσει όλο ο τόπος και γέμισε δαιμόνια αρσενικά και θηλυκά και κάθε λογής τελώνια, αστρομαγικά, νυχτολάλα, γελαζούμενα, δακρυσμένα, κουφά, φαρμακόφιλα, ερωτομανικά, φιλόνεικα, βροντερά, καταχθόνια, φιλόχρυσα, πορνικά, σκοτεινά, ωργισμένα. Άλλα φανερωνόντανε την αυγή τα λεγόμενα ορθρινά, άλλα το μεσημέρι τα λεγόμενα μεσημβρινά, άλλα μεσονυχτικά, ή ποταμίσια, ή πηγαδίσια, ή στο βούρκο, ή στον καλαμιώνα, ή στα κλαδιά του δέντρου, ή στο λόγγο, ή στα χαλάσματα, ή στα μνήματα τα ειδωλολατρικά". (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αναστατική έκδοση, όπως δηλαδή την είχε εκδώσει ο ίδιος το 1943. Συνοδεύεται από εκδοτικό σημείωμα του Σταύρου Ζουμπουλάκη, όπου θα παρουσιάζεται η εκδοτική ιστορία του βιβλίου. (Από τον εκδότη)
Πέμπτη 25 Μαΐου 2023
Oδυσσέας Ελύτης : Ρήμα το Σκοτεινόν
Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ’ ορφανό πάνω απ’ τα κύματα
Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά
καιρούς
Mέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
κήπους
Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
πεθαμένους να κατατρομάξεις
Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας
Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης
Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε “ουρανός” δεν είναι· “αγάπη” δεν·
“αιώνιο” δεν. Δεν
Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ’ αιθερίου
θηράματα
Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν’ αντισταθμίζει
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι
Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη
Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
(από Tα Eλεγεία της Oξώπετρας, Ίκαρος 1991)
Πηγή Ρήμα το Σκοτεινόν (Oδυσσέας Ελύτης) https://ikarosbooks.gr/551-ta-elegeia-tis-oxopetras.html