γαῖα φίλη, τὸν πρέσβυν Ἀμύντιχον ἔνθεο κόλποις,
πολλῶν μνησαμένη τῶν ἐπὶ σοὶ καμάτων.
καὶ γὰρ ἀεὶ πρέμνον σοι ἐνεστήριξεν ἐλαίης
πολλάκις, καὶ Βρομίου κλήμασιν ἠγλάϊσεν,
καὶ Δηοῦς ἔπλησε, καὶ ὕδατος αὔλακας ἕλκων
θῆκε μὲν εὐλάχανον, θῆκε δ᾽ ὀπωροφόρον.
ἀνθ᾽ ὧν σὺ πρηεῖα κατὰ κροτάφου πολιοῖο
κεῖσο, καὶ εἰαρινὰς ἀνθοκόμει βοτάνας.
Π.Α.7.321
Απόδοση
Αγαπημένη γη,
τον γέροντα Αμύντιχο δέξου στην αγκαλιά σου.
Πόσο για σένα μόχθησε βάλε στον νου καλά.
Γιατί φύτευε λιόδεντρα πάνω σου τόσα χρόνια,
σε στόλιζε με κλήματα του Διόνυσου πολλά.
Απ’ άκρη σ’ άκρη φρόντιζε ν’ ανθίζουν τα σιτάρια
κι αυλάκια σκάβοντας νερού σ’ έκανε καρπερή.
Σε πλούτισε με λάχανα. Για όλ' αυτά κι εσύ:
Σκέπασε τώρα απαλά τους γκρίζους του κροτάφους
κι άφησε να φυτρώσουνε της άνοιξης ανθοί.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης