Ρωτάω για σένα τον αέρα ,τις ρωγμές
των πέτρινων χειλιών σου,
τα κουρασμένα αμπραγιάζ των τόσων εκδρομών σου.
Μιλάω για σένα στις φωτιές
των άσκοπων παροξυσμών σου
στα προδομένα στα γδαρμένα όρια των σ’ αγαπώ σου.
Δε σε ξέρει κανείς .
Δε σε ξέρει κανείς τελικά .
Για έναν όχλο αδαή
ρώσικη ρουλέτα η καρδιά.
Ένα μπαμ της σιωπής να νομίζεις πως ζεις .
Δες !Δε βλέπει κανείς .Δε σε ξέρει κανείς ...
Ρωτάω για σένα πεταλούδες και πουλιά
που στοίχειωναν στο φως σου.
Τα ξεχασμένα στα κολάζ τα γέλια των εχθρών σου.
Ζητάω εσένα στους καπνούς ,
στα μπαρ του νου,στον πανικό σου,
στα ηττημένα στα δειλά τα όχι των συμβιβασμών σου.
Δε σε ξέρει κανείς .
Δε σε ξέρει κανείς τελικά .
Για έναν όχλο αδαή
ρώσικη ρουλέτα η καρδιά.
Ένα μπαμ της σιωπής να νομίζεις πως ζεις .
Δες !Δε βλέπει κανείς .Δε σε ξέρει κανείς ...
Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης
Δεν πετάει φτερό στο πέλαγο
Και μαντάτο απ' την Αθήνα
Τι να θυμηθώ απ' τα μάτια σου
Που 'χω να τα δω ένα μήνα
Στ' άγρια σοκάκια της ψυχής
Ψάχνω μα δε σ' ανταμώνω
Α να κοιμηθώ να σ' ονειρευτώ
Που με ξέχασες και λιώνω
Ούτε που σαλεύει το νερό
Ούτε μου μιλούν οι γλάροι
Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα 'ρθεις
Πριν να σβήσουνε οι φάροι.
Αυτό το παιδάκι που θα μας μαρτυρούσε στο θεό φαίνεται πως τελικά δεν πήγε στον Παράδεισο…
Ίσως και να μην είχε τα ναύλα…
………………………………………………….
Δεν είμαι Ελύτης εγώ. Γι’ αυτό δε θέλω να σας δείξω τις αντικριστές αμμουδιές μήτε τα τόσα ευλαβικά μπλε του Αιγαίου. Τα φιλιά της αρμπαρόριζας και της ελιάς τ’ αρχαία σκαριά ποτέ δε με ταξίδεψαν. Ούτε τη γλώσσα του Ομήρου κατέχω για να νοώ τους θρήνους της Σαπφούς. Γεννήθηκα ενός ταπεινού Ιονίου βράδυ πασπαλισμένος με τ’ άστρα της Ιθάκης και του Διονυσίου Σολωμού τα δάκρυα. Κι ως δεν αποσύνδεσα ποτέ την Ελλάδα στην ψυχή μου, δεν ξέρω από ξαρχής να την ξαναφτιάξω ‘με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι’, εγώ ο δόλιος που φύτρωσα σ’ ένα κοχύλι απάνω να περιμένω εκεί τη θάλασσα ξανά για όταν θελήσει κάποτε να με πάρει. ………………………………………………..
Γι’ αυτό δε βρίζω τον κόσμο με ‘άξιον εστί’ εγώ ο ανάξιος να τεντώσω το δάχτυλο δείχνοντας ένα σημείο του ορίζοντα. Και πώς… αφού δεν κοίταξα τον ουρανό από το μέσο πελάγου, αλλά απ’ ολούθε για να συλλέξω το μπλε πέπλο του νου το τόσο διάφανο που να φαίνονται οι θεοί και να μας βλέπουν καθώς αγγιζόμαστε ο ένας στην αγκαλιά του θανάτου του άλλου. Γι’ αυτό τα σήμαντρα του δικού μου Πάσχα δε σήμαναν ποτέ σε ξωκλήσια και ναούς παρά μόνο στα πλευρά του ανθρώπου που έγερνε το κορμί, όχι για να προσευχηθεί, αλλά να γονατίσει μπροστά στους νεκρούς για τη σωτηρία της εφήμερής του ύπαρξης. Δες πως κουδουνίζουν οι μαργαρίτες όταν ανάβει ο ήλιος την πλαγιά του λόφου και φαίνονται οι σταυροί που φυτεύτηκαν για ν’ αφήσουν τόπο στη ζωή και χωράφι να βρίσκει σπόρο το παιδί να μεγαλώσει. Άκου το μαράζι της θάλασσας στο κύμα για τα παιδιά που πνίγηκαν ψάχνοντας έναν τόσο δα κόκκο άμμου δικό τους για να’ χουν κάπου να κρατηθούν ξανά αφού το ιερό του σπιτιού τους, το άβατο, τους το γκρέμισαν γυρεύοντας πλούτη. Κάψου απ’ τις αμαρτίες των αρετών σου όπως η λαμπάδα που κρατάς, Ανάσταση να φωτίσεις ενός κόσμου ξένου, μακρινού, εξορισμένου κάπου στους γαλαξίες ή ίσως ντουφεκισμένου μπροστά στους τοίχους των μοναστηριών που άγιασαν το θάνατο. Γι΄ αυτό δε φυτεύω τα δειλινά με ‘αμήν’ και των αυγών τα ‘δόξα σοι’ με φιλιά Ιούδων. Μόνο στον ίσκιο της ροδακινιάς σηκώνω πανί για το άρωμα του γινομένου φρούτου, όπως το φουστάνι μιας εγκυμονούσας να φανεί ο θεός της σωτηρίας ή του χαμού του κόσμου.
………………………………………………….
Συγχωρήστε μου λοιπόν αυτή τη λύπη να είμαι και κάπου - κάπου άνθρωπος, εξόν από ποιητής, κι απλά περαστικός που μπορεί να γνέφει ακόμα καλημέρα… …………………………………………………..
[Αποσπάσματα απ’ το ανέκδοτο ποιητικό έργο: «Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»]
Μπρος στην Ακρόπολη, στον ίσκιο μίας μάντρας
κάποτε θάφτηκε μονάχος ένας άντρας
για μια νεράιδα που είχε αγαπήσει
όμως δεν μπόρεσε στον κόσμο να κρατήσει.
Λένε πως έσκυψε τα χείλη της να νιώσει
τον ουρανό, για μια στιγμή, να τον κλειδώσει.
Τα είπαν όλα και την έκλεψε το κρύο
μ’ ένα φιλί, το «σ’ αγαπώ» και το «αντίο».
Ό,τι αγάπησε του έσβησε στα χέρια
κι ο νους του ψήλωσε δυο πήχες προς τ’ αστέρια.
Έβγαλε φύλλα και κλαδιά, έγινε δέντρο
πήγε και ρίζωσε βαθιά, στης γης το κέντρο.
Τις νύχτες βγάζει τα τσιμέντα απ’ τ’ αφτιά του
και το φεγγάρι κατεβάζει στα κλαριά του
για τη νεράιδα να μάθει το ρωτάει
αν τη συνάντησε στα μέρη που γυρνάει.
Μα το φεγγάρι απαντάει λυπημένο
μ’ ένα τραγούδι από εκείνη χαρισμένο.
Στα λόγια λέει: «Να μην κλαις για μένα φως μου
σε περιμένω στη συντέλεια του κόσμου».