Ω αγαπημένε Σαλβαδόρ, διεστραμμένε
που όλες σου οι φιληνάδες είναι ψήγματα χρυσού
και σφραγίδες σε παλαιά γραμματόσημα του πολέμου.
Που όλα τα μουστάκια σου είναι αιμοβόρα
κι όλες οι αναπνοές σου αφρισμένα μουνιά.
Ω Σαλβαδόρ άντρα απ’ τα βάθη του πανικού,
ξεσχισμένε από δολάρια,
ήρωα μιας εποχής χωρίς κομπιούτερ,
εν πλήρη στύσει.
Σαλβαδόρ που κρέμασες
εικονίσματα στα τσιγκέλια σου.
Αγίους των αστραπών.
Διαβόλους των ψυχών που αναστήθηκαν απ’ τα κάτεργα.
Ποιητές της καισαρικής τομής
του βασιλιά ήλιου των απολαύσεων.
Σαλβαδόρ γόη, καρδινάλιε με ράσα στολισμένα
γλώσσες των επισκόπων της Ισπανίας.
Σαλβαδόρ παλαιοημερολογίτη και γλείφτη της Γκαλά
που δεν έγινες καθηγητής
σε σκοταδερό λύκειο της επαρχίας
αλλά διακονιάρης της τρέλας.
Που δεν έγινες σεβάσμιος παιδεραστής
της Αγίας καθολικής εκκλησίας
αλλά πρόεδρος όλων των ατομικών εκρήξεων
κι όλων των φόβων.
Σαλβαδόρ μπήχτη και Σαλβαδόρ κόκορα
που σ’ έσφαξε στην αυλή του ο Φράνκο
και σε κάρφωσε στον τοίχο του ο καπιταλιστής.
Σαλβαδόρ δισκοπότηρο και Σαλβαδόρ βόθρε,
δωρητή γεννητικών οργάνων και γενετήσιων ορμών.
Αδερφέ, λάτρη της μυθολογίας και της γύμνιας.
Που κυνήγησες γυμνά κορίτσια του χωριού
για να τα κάνεις μανουάλια.
Σάτυρε που πέρασες τον Κίτρινο Ποταμό
ως στρατηγός Τσαγκ και κατέλαβες το Πεκίνο.
Βαρβάτε σταχτωμένε γάτε της Ανδαλουσίας
που λούφαζες πάντα στα προικιά των Νυμφών.
Που δούλεψες σκαφτιάς με το Λόρκα στα θερμοκήπια.
Σαλβαδόρ λαβωμένε
που δεν έγινες ήρωας ή δάσκαλος στα γηρατειά.
Σαλβαδόρ αλλαντικό από άνθρωπο και ζώο,
εκκλησία και σφαγείο.
Σαλβαδόρ από νεκρικούς χορούς και τρυφερότητα,
πρίγκιπα κάθε πατροκτονίας
που έκανες τους φτωχούς να σηκώσουν κεφάλι
και να δουν το φεγγάρι.
Που ανατίναξες μαγαρισμένα καρβέλια.
Σαλβαδόρ συγγενή μου και κάλπικη δεκάρα,
σκιάχτρο στην άβυσσο της τρέλας,
καταφερτζή.
Σαλβαδόρ αδύνατε εκ γενετής,
ιδρυτή του Κράτους της λαιμαργίας.
Θεοποιητή των σηκωμένων ποδιών,
σκηνίτη και χρυσοθήρα.
Εμπρηστή των νεόνυμφων ιλίγγων.
Σαλβαδόρ ζητιάνε μ’ ένα κομμάτι κρεμμύδι
για το δείπνο σου.
Σαλβαδόρ τομάρι στους φράχτες των μουσείων
που όλο παραμιλούσες και ξυνόσουν στον ύπνο σου
όπως κι εγώ.
Ω Σαλβαδόρ έκανες τη δουλειά σου σωστά,
μια για πάντα.
που όλες σου οι φιληνάδες είναι ψήγματα χρυσού
και σφραγίδες σε παλαιά γραμματόσημα του πολέμου.
Που όλα τα μουστάκια σου είναι αιμοβόρα
κι όλες οι αναπνοές σου αφρισμένα μουνιά.
Ω Σαλβαδόρ άντρα απ’ τα βάθη του πανικού,
ξεσχισμένε από δολάρια,
ήρωα μιας εποχής χωρίς κομπιούτερ,
εν πλήρη στύσει.
Σαλβαδόρ που κρέμασες
εικονίσματα στα τσιγκέλια σου.
Αγίους των αστραπών.
Διαβόλους των ψυχών που αναστήθηκαν απ’ τα κάτεργα.
Ποιητές της καισαρικής τομής
του βασιλιά ήλιου των απολαύσεων.
Σαλβαδόρ γόη, καρδινάλιε με ράσα στολισμένα
γλώσσες των επισκόπων της Ισπανίας.
Σαλβαδόρ παλαιοημερολογίτη και γλείφτη της Γκαλά
που δεν έγινες καθηγητής
σε σκοταδερό λύκειο της επαρχίας
αλλά διακονιάρης της τρέλας.
Που δεν έγινες σεβάσμιος παιδεραστής
της Αγίας καθολικής εκκλησίας
αλλά πρόεδρος όλων των ατομικών εκρήξεων
κι όλων των φόβων.
Σαλβαδόρ μπήχτη και Σαλβαδόρ κόκορα
που σ’ έσφαξε στην αυλή του ο Φράνκο
και σε κάρφωσε στον τοίχο του ο καπιταλιστής.
Σαλβαδόρ δισκοπότηρο και Σαλβαδόρ βόθρε,
δωρητή γεννητικών οργάνων και γενετήσιων ορμών.
Αδερφέ, λάτρη της μυθολογίας και της γύμνιας.
Που κυνήγησες γυμνά κορίτσια του χωριού
για να τα κάνεις μανουάλια.
Σάτυρε που πέρασες τον Κίτρινο Ποταμό
ως στρατηγός Τσαγκ και κατέλαβες το Πεκίνο.
Βαρβάτε σταχτωμένε γάτε της Ανδαλουσίας
που λούφαζες πάντα στα προικιά των Νυμφών.
Που δούλεψες σκαφτιάς με το Λόρκα στα θερμοκήπια.
Σαλβαδόρ λαβωμένε
που δεν έγινες ήρωας ή δάσκαλος στα γηρατειά.
Σαλβαδόρ αλλαντικό από άνθρωπο και ζώο,
εκκλησία και σφαγείο.
Σαλβαδόρ από νεκρικούς χορούς και τρυφερότητα,
πρίγκιπα κάθε πατροκτονίας
που έκανες τους φτωχούς να σηκώσουν κεφάλι
και να δουν το φεγγάρι.
Που ανατίναξες μαγαρισμένα καρβέλια.
Σαλβαδόρ συγγενή μου και κάλπικη δεκάρα,
σκιάχτρο στην άβυσσο της τρέλας,
καταφερτζή.
Σαλβαδόρ αδύνατε εκ γενετής,
ιδρυτή του Κράτους της λαιμαργίας.
Θεοποιητή των σηκωμένων ποδιών,
σκηνίτη και χρυσοθήρα.
Εμπρηστή των νεόνυμφων ιλίγγων.
Σαλβαδόρ ζητιάνε μ’ ένα κομμάτι κρεμμύδι
για το δείπνο σου.
Σαλβαδόρ τομάρι στους φράχτες των μουσείων
που όλο παραμιλούσες και ξυνόσουν στον ύπνο σου
όπως κι εγώ.
Ω Σαλβαδόρ έκανες τη δουλειά σου σωστά,
μια για πάντα.