Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
Του έρωτά μου τα πράσινα φύλλα
τη γυμνή ομορφιά σου αγκαλιάζουν.
Κύλ’ αγάπη μου, μάτια μου, κύλα
όπου οι δρόμοι της νύχτας σε βγάζουν.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ και σε θέλω
δίχως μέτρο και δίχως πυξίδα.
Στο δικό σου το βλέμμα ανατέλλω.
Το κορμί σου η δική μου πατρίδα.
Πόσα χρόνια σε περίμενα, πόσα
νά ‘ρθεις, πάλι, τον κόσμο ν’ αλλάξεις.
Της καρδιάς να μου μάθεις τη γλώσσα
και τον ήλιο βαθιά να μου στάξεις!
Να έμ'νε έναν πετούμενον
σ' ορμάν απές πουλόπο μ'
κλαδίν κλαδίν επέτανα
κι εράευα τ' αρνόπο μ'
Ρεφρέν
Γουρπάν ισ' ζωγραφία
λάσκεσαι σα ραχία
κανείται αρ' όσον έπηες
άι, τα νερά τα κρύα
Να έμ'νε έναν πετούμενον
σ' ορμάν απές πουλόπο μ'
μοιρολογούνε τα ραχία
και χαίρεται το ψυόπο μ'
Μοιρολογούνε τα ραχία
κλαίγνε τα ποταμάκρεα
ακούω πως μοιρολογούν
τρέχ'νε τ'εμά τα δάκρεα
Μοιρολογούνε τα ραχία
κλαίγνε πουλί μ' τ' ορμία
ο κόσμος όλον έφυγεν
εγέντον ερημία
Μετάφραση στα νέα ελληνικά (από τον Κωνσταντίνο Τσουμπρα)
-----------------------
ΝΑΜΟΥΝ ΕΝΑ ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ
Νάμουν ένα πετούμενο
μες το βουνό πουλάκι μου,
κλαδί - κλαδί να πέταγα
και νάψαχνα τ' αρνάκι μου
Ακριβή* μου ζωγραφιά,
τριγυρνάς στις πλαγιές,
φτάνει πιά όσο ήπιες
απ' τα νερά τα κρύα,
ακριβή μου ζωγραφιά!
Νάμουν ένα πετούμενο
μες το βουνό πουλάκι μου,
μοιρολογούνε τα βουνά
και χαίρεται η ψυχή μου
Μοιρολογούν τα βουνά,
κλαίνε οι ακροποταμιές,
ακούω πως μοιρολογούν
τρέχουν τα δάκρυά μου
Μοιρολογούν τα βουνά,
κλαίνε, πουλάκι μου, οι ρεματιές,
ο κόσμος όλος χάθηκε**
κι έγινε ερημιά !
* επι λέξει : γουρπάν = θυσία
** επι λέξει : έφυγε
Μουσική : Χρήστος Παπαδόπουλος
Ενορχήστρωση : Κώστας Παπαγερίδης
Ερμηνευτές: Αλέξης Παρχαρίδης, Στάθης Νικολαϊδης, Δημήτρης Καρασαββίδης, Κώστας Αγέρης
Σουμελά
επέμναν τα ρασίας ορφανά
Σούμελά
ξενητεμέντζα ατώρα Παναγιά
Η θωρέαμ' λαλίαν να εβγάλ'
σα κάρδιας να εμπέν'
να αρχινούμε την τραγώδια (ρεφραίν)
τη γης οι πονεμέν'
Θάνατε
κι θα νικάς 'με άλλο θάνατε
θάνατε
η μάνιτσαμ' κουΐζ' 'με αθάνατε
Άψιμον
σον ουρανό θα βάλω άψιμον
άψιμον
να παίρνε τ' άστρα ούλια άψιμον
Θάλασσα
τη πάτριδας βαθέα θάλασσα
Θάλασσα
τα όνερα'μ για τ'εσέν εχάλασα
Το ιστολόγιο Culture Book με το "γραφείο πεζογραφίας", στην ενότητα "πεζογραφικά πορτρέτα", και η εφημερίδα "Πελοπόννησος" με τίμησαν φιλοξενώντας μια συνέντευξή μου. Τους ευχαριστώ θερμά.
Πολλές ευχαριστίες στους επιμελητές: Αντώνη Δ. Σκιαθά και Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΔΩ
CULTUREBOOK.GR
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Το Γραφείο Πεζογραφίας συνεχίζει την παρουσίαση Ελλήνων και Ελληνίδων πεζογράφων στην εφημερίδα Πελοπόννησος. Στο φύλλο του Μ. Σαββάτου και της Κυριακής του Πάσχα...
«Ακούστε τώρα και θαμάστε! Ο Αλέξιος ο Άγγελος γκρέμισε απ’ το θρόνο τον αδερφό του Ισαάκιο και γένηκε αυτός βασιλιάς. Ο Αλέξιος ο Γ΄. Και επειδή δεν το σήκωνε η καρδιά του να σκοτώσει τον αδερφό του, τον τύφλωσε και τον έκλεισε σε μοναστήρι. Δεν ακούτε που λέμε, έβγαλαν τα μάτια τους αναμεταξύ τους; Ο γιος του Ισαάκιου, Αλέξιος κι αυτός, ορκίστηκε να εκδικηθεί το θείο του και να γίνει βασιλιάς ο ίδιος. Αλέξιος ενάντια σε Αλέξιο. Ανεψιός ενάντια σε θείο.
»Και τι κάμνει, που λέτε, ο ανεψιός! Μια και δυο παγαίνει στον πάπα και γυρεύει βοήθεια! Αυτό κι αν ήτανε κατάντημα! Ο πάπας, που δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί φανερά στη φαγωμάρα, τόνε στέλνει στους σταυροφόρους. Αυτοί ήτανε στρατιώτες με αλόγατα και όπλα, απ’ ούλη την Ευρώπη. Είχανε, λέει, άγιο σκοπό. Να λευτερώσουνε τα Γεροσόλυμα απ’ τους μουσουλμάνους. Άλλες τρεις φορές το δοκίμασαν παλιότερα, μα και δεν τα κατάφεραν. Μα και σ’ αυτουνούς, κουμάντο έκαμνε ο πάπας με τους Βενετούς. Πάει, λοιπόν, ο Άγγελος ο ανεψιός στους Βενετούς, τον Απρίλη του 1203, και τι τους λέει!
“Αντίς να πάτε στα Γεροσόλυμα να διώξετε τους Τούρκους, δεν περνάτε πρώτα απ’ την Πόλη να διώξετε το θείο μου απ’ το θρόνο; Χαμένοι δε θα βγείτε. Οι στρατιώτες σας θα καλοπλερωθούνε. Για τον άγιο πατέρα, τον πάπα, θα κάμω ό,τι είναι μπορετό, να σμίξουνε οι εκκλησίες μας με αρχηγό τον ίδιο. Όσο για σας και τον τιμημένο δόγη σας, σας τάζω πως μονάχα εσείς θα κάμνετε κουμάντο στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας”.
»Αυτοί άλλο που δεν ήθελαν. Ήρθε η ώρα να βγάλουνε το άχτι τους για την Πόλη, που ήτανε καρφί στα μάτια τους. Αρμάτωσαν στρατό, μπήκανε στα καράβια και κίνησαν. Όντας ζύγωσαν και αντίκρισαν την Κωνσταντινούπολη, απόμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο. Τι ήτανε αυτό που έβλεπαν! Ποτές δεν φαντάζονταν τέτοιαν εμορφιά. Ούλα τούς φαίνονταν σαν βγαλμένα από παραμύθι. Τα αψηλά της κάστρα με τους μεγάλους κουλάδες, τα θεόρατα παλάτια κι οι μεγάλες εκκλησιές της, όπως καθρεφτίζουνταν στη θάλασσα, τους μάγεψαν. Είχανε ακουστά για τις εμορφιές της Πόλης, μα αυτό που έβλεπαν δεν το έβαζε ο νους τους! Η ζούλεια φούντωσε πιότερο μέσα τους και την έζωσαν από στεριά και θάλασσα. Νε* να μπεις νε να βγεις.
»Σαν είδε ο Αλέξιος ο Γ΄, πως ο στρατός του δε θα βαστήξει, μαζώνει απ’ το παλάτι ούλους τους θησαυρούς και μια νύχτα του Αλωνάρη (1203) φεύγει κρυφά σαν κλέφτης για τη Θράκη. Το πρωί, όντας μαθεύτηκε πως ο βασιλιάς έφυγε, τρέχει στο παλάτι ο ανεψιός και αρπάζει το θρόνο. Έτσι, αποβραδίς είχαμε βασιλιά τον Αλέξιο τον Γ΄, το θείο, και το πρωί τον Αλέξιο τον Δ΄, τον ανεψιό.
»Ο καινούργιος βασιλιάς πιάνει τη φαμίλια του θείου του, τη φυλακώνει και φεύγει για τη Θράκη, να κυνηγήσει το θείο του. Μέχρι το Νοέμβρη του 1203 δεν κατάφερε να τον πιάσει. Σαν γύρισε απ’ τη Θράκη, βρήκε τους σταυροφόρους ξεσηκωμένους να γυρεύουνε τα ταμένα. Πού να τα βρει όμως! Κλέψε ο ένας, φάε ο άλλος, δεν απόμεινε τίποτα. Μάζωξε από δω κι από κει ό,τι μπόρεσε, μα ήτανε πολύ λίγα. Δεν έφταναν. Τους γύρεψε να κάμουνε υπομονή ως την άνοιξη, που θα μάζωνε τους φόρους. Αυτοί αγρίεψαν και ξέσπασαν στα χωριά τρόγυρα απ’ την Πόλη. Άρπαζαν ό,τι ήθελαν, σαν το χειρότερο οχτρό. Ο κοσμάκης αγανάχτησε. Μια νύχτα του Γενάρη του 1204, ένας συγγενής του ανεψιού, Αλέξιος κι αυτός, μπαίνει κρυφά στο παλάτι, παίρνει το κεφάλι του βασιλιά και γένεται αυτός βασιλιάς. Είναι ο Αλέξιος ο Ε΄. Απ’ τον τρίτο, φτάσαμε, εμέν εμέν*, στον πέμπτο.
»Ούλα αυτά τα ανέβα κατέβα των βασιλιάδων δεν άρεσαν στους σταυροφόρους. Έβλεπαν πως δεν πρόκειται να τους πλερώσει κανείς τα ταμένα και αποφάσισαν να τα πάρουνε μοναχοί τους.
Ο Αλέξιος ο Ε΄, για να γλιτώσει, μαζώνει ό,τι είχε απομείνει στο παλάτι και φεύγει, νύχτα κι αυτός, για τη Θράκη. Όπως βλέπετε, πέσαμε σε νοικοκυραίους!
»Έτσι, ξημέρωσε εκείνη η μαύρη μέρα. Ήτανε 12 τ’ Απριλιού, στα 1204, όντας μπήκανε στην Πόλη οι οχτροί. Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να χωρέσει ούλο το κακό που έκαμαν. Χριστιανοί, ντεμέκ, που θα λευτέρωναν τα Γεροσόλυμα απ’ τον αλλόπιστο, φέρθηκαν δέκα φορές χειρότερα απ’ τον Τούρκο! Έπεσαν σαν τα λυσσασμένα σκυλιά σε μιαν ανήμπορη πολιτεία και τη μακέλεψαν. Σκότωσαν γέρους, γυναίκες και παιδιά. Ντρόπιασαν μικρά κορίτσια, γυναίκες και γριές. Τις εκκλησιές τις ξεγύμνωσαν. Άρπαξαν άγια λείψανα, κονίσματα, τάματα, κειμήλια, μαλάματα κι ασήμια και τα κουβάλησαν ούλα στον Άγιο Μάρκο της Βενετιάς και σ’ εκκλησιές της Φραγκιάς. Έβαλαν φωτιά κι έκαψαν ολάκερους μαχαλάδες. Απ’ τη μανία τους δε γλίτωσαν μήτε τα αγάλματα. Όσα ήτανε βαριά και δεν μπορούσαν να τα κουβαλήσουν στα καράβια, τα γκρέμισαν και τα κομμάτιασαν.
»Μέρες βάστηξε αυτός ο χαλασμός. Κι όντας έπεσε ο πυρετός τους κι αποκαμωμένοι αποτραβήχτηκαν στα καράβια τους να μετρήσουνε τα καζάντια τους, φάνηκε η μεγάλη συφορά. Τρόμος κι ερήμωση, απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ ούλην την Πόλη. Παντού χαλάσματα κι αποκαΐδια. Καπνοί, ανακατωμένοι με τη μυρωδιά απ’ τα καμένα, ταξίδευαν με τον αγέρα ως αντίκρυ στη Μικρασία, φέρνοντας ίσαμε εκεί το μαύρο μαντάτο. Οι δρόμοι αδειανοί. Οι ζωντανοί χαμένοι. Μονάχα αδέσποτα σκυλιά, κι αυτά φοβισμένα, τριγύριζαν ανάμεσα στα άψυχα κορμιά, που κείτουνταν ακήδευτα μέρες στα σοκάκια. Όσοι γλίτωσαν μανταλώθηκαν στα σπίτια τους και δεν κόταγαν να βγούνε όξω.
»Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήτανε κι αυτή αποθαμένη και ακήδευτη. Τήνε κήδεψαν ύστερις από λίγες ημέρες, όντας ανέβασαν στο θρόνο Φράγκο βασιλιά και Φράγκο πατριάρχη».
Γεώργιος Μάνος
ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Οι φωτογραφίες από το διαδίκτυο.
257Δέσποινα Στεφανίδου, Κοσμιδης Μακης και 255 ακόμη