Παραδοσιακό Να έμ'νε έναν πετούμενον σ' ορμάν απές πουλόπο μ'
κλαδίν κλαδίν επέτανα
κι εράευα τ' αρνόπο μ'
Ρεφρέν
Γουρπάν ισ' ζωγραφία
λάσκεσαι σα ραχία
κανείται αρ' όσον έπηες
άι, τα νερά τα κρύα
Να έμ'νε έναν πετούμενον
σ' ορμάν απές πουλόπο μ'
μοιρολογούνε τα ραχία
και χαίρεται το ψυόπο μ'
Μοιρολογούνε τα ραχία
κλαίγνε τα ποταμάκρεα
ακούω πως μοιρολογούν
τρέχ'νε τ'εμά τα δάκρεα
Μοιρολογούνε τα ραχία
κλαίγνε πουλί μ' τ' ορμία
ο κόσμος όλον έφυγεν
εγέντον ερημία
Μετάφραση στα νέα ελληνικά (από τον Κωνσταντίνο Τσουμπρα)
-----------------------
ΝΑΜΟΥΝ ΕΝΑ ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ
Νάμουν ένα πετούμενο
μες το βουνό πουλάκι μου,
κλαδί - κλαδί να πέταγα
και νάψαχνα τ' αρνάκι μου
Ακριβή* μου ζωγραφιά,
τριγυρνάς στις πλαγιές,
φτάνει πιά όσο ήπιες
απ' τα νερά τα κρύα,
ακριβή μου ζωγραφιά!
Νάμουν ένα πετούμενο
μες το βουνό πουλάκι μου,
μοιρολογούν οι ράχες
και χαίρεται η ψυχή μου
Μοιρολογούν οι ραχούλες,
κλαίνε οι ακροποταμιές,
ακούω πως μοιρολογούν
τρέχουν τα δάκρυά μου
Μοιρολογούν οι ραχούλες,
κλαίνε, πουλάκι μου, οι ρεματιές,
ο κόσμος όλος χάθηκε**
κι έγινε ερημιά !
* επι λέξει : γουρπάν = θυσία
** επι λέξει : έφυγε
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Ηλίας Κλωναρίδης
Γεννήθηκα στα φτερά των ανέμων
και στο μάτι των καταιγίδων,
ξύπνησα μ' ένα κορμί σκαρί
που χτιζόταν αιώνες.
Με καρτερούν οι ακτές των ανθρώπων
να με φορτώσουν ασήκωτα μυστικά.
Θα πλαγιάσω στα νησιά των Σειρήνων,
θα γεμίσω το στόμα με τραγούδι
και κάποιο πρωινό θα σαλπάρω
με σουραύλι κορμί.
Είναι γραμμένο και το ταξίδι,
είναι γραμμένος και ο γυρισμός.
Θα πλαγιάσω με τα μάγια της νύχτας
και θα σπείρω παιδιά πυροφάνια
και κάποιο πρωινό θα σαλπάρω
με τον Χάρο μαζί.
Come gather 'round, friends And I'll tell you a tale Of when the red iron ore pits ran plenty But the cardboard filled windows And old men on the benches Tell you now that the whole town is empty
In the north end of town My own children are grown But I was raised up on the other In the wee hours of youth My mother took sick And I was brought up by my brother
The iron ore poured As the years passed the door The drag lines an' the shovels was a-humming Till one day my brother Failed to come home The same as my father before him
Well, a long winter's wait From the window I watched My friends, they couldn't have been kinder And my schooling was cut As I quit in the spring To marry John Thomas, a miner
Oh, the years passed again And the givin' was good With the lunch buckets filled every season What with three babies born The work was cut down To a half a day's shift with no reason
Then the shaft was soon shut And my work, it was cut And the firing air, it felt frozen Till a man come to speak And he said in one week That number eleven was closin'
They complained in the East That they are paying too high They say that your ore ain't worth digging That it's much cheaper down In South American town Where the miners work almost for nothing
So the mining gates locked And the red iron rotted And the room smelled heavy from drinking Where the sad, silent song Made the hour twice as long As I waited for the sun to go sinking
I lived by the window As he talked to himself This silence of tongues, it was building Then one morning's wake The bed, it was bare And I's left alone with three children
The summer is gone The ground's turning cold The stars, one by one, they're a-foldin' My children will go As soon as they grow Oh, there ain't nothing here now to hold them
Well I'll be damned Here comes your ghost again But that's not unusual It's just that the moon is full And you happened to call And here I sit Hand on the telephone Hearing a voice I'd known A couple of light years ago Heading straight for a fall
As I remember your eyes Were bluer than robin's eggs My poetry was lousy you said Where are you calling from? A booth in the midwest Ten years ago I bought you some cufflinks You brought me something We both know what memories can bring They bring diamonds and rust
Well you burst on the scene Already a legend The unwashed phenomenon The original vagabond You strayed into my arms And there you stayed Temporarily lost at sea The Madonna was yours for free Yes the girl on the half-shell Would keep you unharmed
Now I see you standing With brown leaves falling around And snow in your hair Now you're smiling out the window Of that crummy hotel Over Washington Square Our breath comes out white clouds Mingles and hangs in the air Speaking strictly for me We both could have died then and there
Now you're telling me You're not nostalgic Then give me another word for it You who are so good with words And at keeping things vague Because I need some of that vagueness now It's all come back too clearly Yes I loved you dearly And if you're offering me diamonds and rust I've already paid
..Κι η λέξη: Ένα περίπου Πράξη αυτοχειρίας Φτερούγα πληγωμένη χελιδονιού Που χαμηλώνει πέφτοντας το δείλι Ο κίνδυνος μιας παρεξήγησης, μιας διατύπωσης που ολοένα χάνει το κέντρο της και δε φτάνει την αλήθειά της. 6-9-2018
Στίχοι: Γιώργος Χρονάς, Μουσική: Γιώργος Καζαντζής. Ερμηνεία: Λιζέττα Καλημέρη. Τι ξέρεις για τον καιρό γι αυτόν τον άνεμο, την κάθε της ματιά που γυρνάει και σβήνει. Τι γνώριζες γι αυτή για τα χείλη της, την κάθε της φωτιά που γυρνάει και δίνει. Ήτανε αέρας πάντα σύννεφο σκοτεινό, δεν τη βρίσκεις δεν τη φτάνεις, ψάχνει το χαμό. Ήτανε αέρας πάντα σύννεφο βιαστικό, μες σε τρένα μες σε πλοία, κλαίει το χωρισμό. Τι γνώριζες γι αυτή για τη μάνα της, την κάθε της σιωπή πριν τραγούδι γίνει. Τι γνώριζες γι αυτή για το γέλιο της, την κάθε της φωτιά που γυρνάει και δίνει. Ήτανε αέρας πάντα σύννεφο σκοτεινό, δεν τη βρίσκεις δεν τη φτάνεις, ψάχνει το χαμό. Ήτανε αέρας πάντα σύννεφο βιαστικό, μες σε τρένα μες σε πλοία, κλαίει το χωρισμό.
ούτε η σκέψη μου, ούτε η γλώσσα μου, ούτε η πέννα μου (…) Πώς ήθελα να πεθάνω και πώς ήθελα να αναστηθώ στη χώρα των πνευμάτων μαζί σου για να πραγματοποιηθεί μια για πάντα το όνειρο το άλλο, το όνειρο που ξέρεις από τους στίχους των τραγουδιών της Ραχήλ (…) Έτσι τη νύχτα αυτή την τόσο αλλόκοτη, ανέκφραστη και ωραία της αϋπνίας μου έπεφτα, μια δυο τρεις δέκα φορές στα πόδια σου, φεγγόβολα, σαν όλο το κορμί σου… Συγχώρησε τον ποιητή που όσο προχωρούν τα χρόνια του, τόσο περισσότερη νύχτα έχει, μα και περισσότερο φως.
Chere et divine Clarte, πεθαίνω για σένα”....
Απόσπασμα από τα γράμματα του Κωστή Παλαμά προς τη “Ραχήλ”.
Μόνο εσείς μπορείτε να το δείτε αυτό, εκτός κι αν το κοινοποιήσετε
Κράτησε με μέσα σου. Στο εξαργυρωμένο φως η φυλακή μου δεσπόζει σαν ένα αρχαιομυθικό τέρας. Μνήμες χελιδονιών με ταξιδεύουν στα κύματα αλλοπρόσαλλων εποχών. Απόμερες γωνιές στη σκόνη γράφουν ονόματα που δεν ήταν ποτέ θεοί μου. Πάνω απ’ τους δρυμούς λάμψεις φτερών κονταρομαχούν για ένα ψίχουλο επιβίωσης. Εγώ που θέλω να ζήσω όπως μια πεταλούδα είμαι ξένος στις τόσες αγκαλιές του μεσημεριού που φέρνουν βαθύ ύπνο στα όνειρα μου. Κράτησε με μέσα σου. Γιατί είναι μόνο η αρχή της αμφιβολίας για τα όρια της υπομονής μου στο λαβύρινθο της συγνώμης και της ικεσίας κι ο Μινώταυρος αληθινός, κι ας μην το ξέρει, μεταμφιεσμένος με προσωπίδα ανθρώπου το φαράγγι με τις εφτά πληγές ορθάνοιχτο στα στολίδια κι ετοιμόρροπο που βρυχάται, άγριο θηρίο, στις αρένες των μελλοθανάτων.
Κράτησε με, όπως κάποτε ένα χαμόγελο παιδιού κρατούσε τον κόσμο ολόκληρο στην ευωδιά του δε θέλω να είμαι η πυγολαμπίδα των άναστρων νυχτών μήτε η φωτιά εκείνης της νύχτας του Άη Γιάννη που έκαψε της ψυχής μου το μάλαμα πέφτοντας σαν το λιωμένο μολύβι στο κρύο της «αγάπης». Θέλω να είμαι μέσα σου όπως η έγνοια της μάνας για το καμάρι της που μεγαλώνει στο στήθος της ή μια σταγόνα βροχής στην απέραντη θάλασσα που όπου κι αν πέσει θα ενσωματωθεί στο κορμί της.
Κράτησε με μέσα σου. Οι συστάδες των ημερών φυλλορροούν τις φωνές των γερασμένων αηδονιών στο μεγάλο του χρόνου ποτάμι κι η βουή του πνίγει τις ώρες τους στους αφρούς της οργής. Γυμνά, σαν νεογέννητοι άνθρωποι, τα κλαριά σηκώνουν τα χέρια τους στην ερημιά των ουρανών και μαύρα πουλιά της λησμονιάς του ελέους χτίζουν φωλιές μέσα στα ακατοίκητα των ψυχών.
Ξέρω τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε «σ’ αγαπώ» αυτοί που χθες οχυρωμένοι στην άκρη της ανυπαρξίας βρήκαν την πόρτα διάπλατη και μπήκαν για το φως που είχε αφήσει ανοιχτό ο αρχάγγελος του φόβου. Ξέρω. Όμως η αλήθεια δε μιλιέται, μήτε ακούγεται κι ούτε μπορεί από ένα ορφανό μολύβι να γραφτεί...
Πριν απ’ τον έρωτα κοιμήθηκα στη νοσταλγία του λευκές ώρες πράσινων φύλλων κατακλυσμός ήρεμων ονείρων η κόρη λυγερόκορμη κι αστρανάστητη στο σάρκινο βασίλειο των ηδονών.
Πριν την Άνοιξη την Άνοιξη γύρεψα σε μαργαρίτες μαργαριταριών στο τραγούδι μου η σιωπή κένταγε στίχους του μέλλοντος τα χέρια σου της φωτιάς ψάχνοντας τα χέρια σου της αγάπης αγγέλλοντας.
Ο χορός μου σε κυανόλευκο ακρογιάλι φορούσε κοχύλια και κύματα ένα φεγγάρι πριν σε δω στο φως και καταλάβω ποια ήσουν ψυχή μου.