Στίχοι: Γιώργος Χρονάς, Μουσική: Γιώργος Καζαντζής. Ερμηνεία: Λιζέττα Καλημέρη. Τι ξέρεις για τον καιρό γι αυτόν τον άνεμο, την κάθε της ματιά που γυρνάει και σβήνει. Τι γνώριζες γι αυτή για τα χείλη της, την κάθε της φωτιά που γυρνάει και δίνει. Ήτανε αέρας πάντα σύννεφο σκοτεινό, δεν τη βρίσκεις δεν τη φτάνεις, ψάχνει το χαμό. Ήτανε αέρας πάντα σύννεφο βιαστικό, μες σε τρένα μες σε πλοία, κλαίει το χωρισμό. Τι γνώριζες γι αυτή για τη μάνα της, την κάθε της σιωπή πριν τραγούδι γίνει. Τι γνώριζες γι αυτή για το γέλιο της, την κάθε της φωτιά που γυρνάει και δίνει. Ήτανε αέρας πάντα σύννεφο σκοτεινό, δεν τη βρίσκεις δεν τη φτάνεις, ψάχνει το χαμό. Ήτανε αέρας πάντα σύννεφο βιαστικό, μες σε τρένα μες σε πλοία, κλαίει το χωρισμό.
ούτε η σκέψη μου, ούτε η γλώσσα μου, ούτε η πέννα μου (…) Πώς ήθελα να πεθάνω και πώς ήθελα να αναστηθώ στη χώρα των πνευμάτων μαζί σου για να πραγματοποιηθεί μια για πάντα το όνειρο το άλλο, το όνειρο που ξέρεις από τους στίχους των τραγουδιών της Ραχήλ (…) Έτσι τη νύχτα αυτή την τόσο αλλόκοτη, ανέκφραστη και ωραία της αϋπνίας μου έπεφτα, μια δυο τρεις δέκα φορές στα πόδια σου, φεγγόβολα, σαν όλο το κορμί σου… Συγχώρησε τον ποιητή που όσο προχωρούν τα χρόνια του, τόσο περισσότερη νύχτα έχει, μα και περισσότερο φως.
Chere et divine Clarte, πεθαίνω για σένα”....
Απόσπασμα από τα γράμματα του Κωστή Παλαμά προς τη “Ραχήλ”.
Μόνο εσείς μπορείτε να το δείτε αυτό, εκτός κι αν το κοινοποιήσετε
Κράτησε με μέσα σου. Στο εξαργυρωμένο φως η φυλακή μου δεσπόζει σαν ένα αρχαιομυθικό τέρας. Μνήμες χελιδονιών με ταξιδεύουν στα κύματα αλλοπρόσαλλων εποχών. Απόμερες γωνιές στη σκόνη γράφουν ονόματα που δεν ήταν ποτέ θεοί μου. Πάνω απ’ τους δρυμούς λάμψεις φτερών κονταρομαχούν για ένα ψίχουλο επιβίωσης. Εγώ που θέλω να ζήσω όπως μια πεταλούδα είμαι ξένος στις τόσες αγκαλιές του μεσημεριού που φέρνουν βαθύ ύπνο στα όνειρα μου. Κράτησε με μέσα σου. Γιατί είναι μόνο η αρχή της αμφιβολίας για τα όρια της υπομονής μου στο λαβύρινθο της συγνώμης και της ικεσίας κι ο Μινώταυρος αληθινός, κι ας μην το ξέρει, μεταμφιεσμένος με προσωπίδα ανθρώπου το φαράγγι με τις εφτά πληγές ορθάνοιχτο στα στολίδια κι ετοιμόρροπο που βρυχάται, άγριο θηρίο, στις αρένες των μελλοθανάτων.
Κράτησε με, όπως κάποτε ένα χαμόγελο παιδιού κρατούσε τον κόσμο ολόκληρο στην ευωδιά του δε θέλω να είμαι η πυγολαμπίδα των άναστρων νυχτών μήτε η φωτιά εκείνης της νύχτας του Άη Γιάννη που έκαψε της ψυχής μου το μάλαμα πέφτοντας σαν το λιωμένο μολύβι στο κρύο της «αγάπης». Θέλω να είμαι μέσα σου όπως η έγνοια της μάνας για το καμάρι της που μεγαλώνει στο στήθος της ή μια σταγόνα βροχής στην απέραντη θάλασσα που όπου κι αν πέσει θα ενσωματωθεί στο κορμί της.
Κράτησε με μέσα σου. Οι συστάδες των ημερών φυλλορροούν τις φωνές των γερασμένων αηδονιών στο μεγάλο του χρόνου ποτάμι κι η βουή του πνίγει τις ώρες τους στους αφρούς της οργής. Γυμνά, σαν νεογέννητοι άνθρωποι, τα κλαριά σηκώνουν τα χέρια τους στην ερημιά των ουρανών και μαύρα πουλιά της λησμονιάς του ελέους χτίζουν φωλιές μέσα στα ακατοίκητα των ψυχών.
Ξέρω τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε «σ’ αγαπώ» αυτοί που χθες οχυρωμένοι στην άκρη της ανυπαρξίας βρήκαν την πόρτα διάπλατη και μπήκαν για το φως που είχε αφήσει ανοιχτό ο αρχάγγελος του φόβου. Ξέρω. Όμως η αλήθεια δε μιλιέται, μήτε ακούγεται κι ούτε μπορεί από ένα ορφανό μολύβι να γραφτεί...
Πριν απ’ τον έρωτα κοιμήθηκα στη νοσταλγία του λευκές ώρες πράσινων φύλλων κατακλυσμός ήρεμων ονείρων η κόρη λυγερόκορμη κι αστρανάστητη στο σάρκινο βασίλειο των ηδονών.
Πριν την Άνοιξη την Άνοιξη γύρεψα σε μαργαρίτες μαργαριταριών στο τραγούδι μου η σιωπή κένταγε στίχους του μέλλοντος τα χέρια σου της φωτιάς ψάχνοντας τα χέρια σου της αγάπης αγγέλλοντας.
Ο χορός μου σε κυανόλευκο ακρογιάλι φορούσε κοχύλια και κύματα ένα φεγγάρι πριν σε δω στο φως και καταλάβω ποια ήσουν ψυχή μου.
Μια χειμαρρώδης συνέντευξη με έναν πραγματικό πνευματικό άνθρωπο, για την ποίηση, τον υπερρεαλισμό, τα ελληνικά γράμματα και τις ανατρεπτικές διαλέξεις…
Άγνωστος πρόδρομος του ελληνικού υπερρεαλισμού, προνομιακός συνομιλητής του Αντρέ Μπρετόν και του Ανδρέα Εμπειρίκου έρχεται ξανά στο φως μέσα από έρευνες, συμπόσ....
Η συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα μεγάλου χρονολογικού εύρους, αφού ξεκινούν από το 2001 και φθάνουν έως το 2015, ώστε παρέχεται η ευκαιρία να παρακολουθηθούν η εξέλιξη ....
Χάσαμε τ’ αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητά μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Χάσαμε τον ύπνο μας, τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μικρά Ασία. Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπειά μας, την μπέσα μας (Μπέσαμε μούτσος…), τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο Χρηματιστήριο, τις καρέκλες μας εποχής, στο Δημοπρατήριο, τις ντουλάπες, τους καθρέφτες.
Χάσαμε τη βυζαντινή μας ταυτότητα, ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν χωρίς δάνεια, χωρίς θέσεις στο δημόσιο, αργομισθίες στα Δέκο, στη Λυρική σκηνή, στη Δημόσια Τηλεόραση. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας, τα εισοδήματα απ’ τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας άφησαν χωρίς να το αντιληφθούμε… μια νύχτα βροχερή, συννεφιασμένη.
Τι μας έμεινε;
Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Δήμιος μιας Πράσινης σκέψης, ο Ηλιάτορας, ο νοητός, ο αυτονόητος, μας έμειναν τα νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, τα νησιά, εδώ που τα γυρεύαμε, που ψάχναμε να τα βρούμε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, τα φέρι μποτ, τα ιστιοφόρα.
Μας έμεινε το φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες, τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποίηματά μας και να τα πετάμε στο κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι, να τα δημοσιέψει.
Μας έμειναν τα ωραία κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα παλικάρια, με τ’ αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι, μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια.
Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα κι εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε.